ΕΕ: Τα υψηλά πλεονάσματα, το δημογραφικό και το έλλειμμα παραγωγικότητας σκιάζουν το ελληνικό χρέος
Την ηχηρή προειδοποίηση πως η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους θα πρέπει να αξιολογείται καλύπτοντας κινδύνους σχετικούς με την ικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης να διατηρεί υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, λαμβάνοντας υπόψη τη γήρανση του πληθυσμού της χώρας, καθώς και την εξέλιξη της συνολικής παραγωγικότητας της, στέλνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην αναθεωρημένη ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους που εμπεριέχεται στην επικαιροποιημένη έκθεση συμμόρφωσή της για την τρίτη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος.
Η ανάλυση βιωσιμότητας αναφέρει πως ο υψηλός δείκτης του χρέους προς το ΑΕΠ και οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης που απορρέουν από την ανάλυση καταδεικνύουν «σοβαρές ανησυχίες» σχετικά με τη διατηρησιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους.
«Αυτές οι ανησυχίες θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, μεταξύ άλλων, μέσω της συνεχούς εφαρμογής του προγράμματος μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνεται στο συμπληρωματικό μνημόνιο συμφωνίας, μια διαδικασία που απαιτεί ισχυρή ιδιοκτησία εκ μέρους των ελληνικών αρχών. Θα απαιτήσει επίσης την εφαρμογή πρόσθετων μέτρων μετριασμού του χρέους, βάσει των όρων και των δεσμεύσεων που έχουν τεθεί στις δηλώσεις του Eurogroup της 25ης Μαΐου 2016 και της 15ης Ιουνίου 2017», τονίζεται σχετικά, με τη γραμμή της Κομισιόν να ταυτίζεται πλήρως με εκείνη του ΔΝΤ.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει πως ο κατάλληλος συνδυασμός μέτρων διαχείρισης του χρέους, παράτασης των προθεσμιών λήξης και των περιόδων χάριτος για το κεφάλαιο και τους τόκους, αλλά και η επιστροφή των κερδών από τα ομόλογα που έχουν οι κεντρικές τράπεζες θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδος σε ένα βιώσιμο επίπεδο.
Στο βασικό σενάριο της ανάλυσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ φθάνει στο 181,1% το 2017, στο 165% το 2020, στο 127,2% το 2030 και στο 96,4% το 2060. Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες (GFN) από το 16,7% του ΑΕΠ το 2017, μειώνονται στο 7,5% το 2021, ωστόσο αυξάνονται από το 2020 και μετά, φθάνοντας στο 23% το 2055 και στο 21,9% μέχρι το 2060.
Το βασικό σενάριο της ΕΕ λαμβάνει υπόψη τα εξής:
- Οι εκταμιεύσεις από το τρίτο πρόγραμμα του ESM θα ανέλθουν σε 58,6 δισ. ευρώ, ήτοι 27,4 δισ. ευρώ χαμηλότερα από τις αρχικές εκτιμήσεις.
- Η μακροπρόθεσμη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ αναμένεται να φθάσει στο 1,5% μετά το 2022, όταν θα έχει κλείσει το παραγωγικό κενό και θα μειωθεί στο 1,25% μετά το 2030 λόγω των συνεπειών της γήρανσης του πληθυσμού.
- Ο πληθωρισμός αναμένεται να συγκλίνει σταδιακά από το 0,9% το 2017 σε περίπου 2% το 2024 και να διατηρήσει αυτό το επίπεδο στη συνέχεια. Ως αποτέλεσμα, η ονομαστική ανάπτυξη αναμένεται να σταθεροποιηθεί σε περίπου 3,25% μακροπρόθεσμα.
- Τα συνολικά έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις (από τραπεζικά και μη τραπεζικά περιουσιακά στοιχεία) εκτιμώνται σε περίπου 17 δισ. ευρώ μεταξύ 2017 και 2060, εκ των οποίων 13 δισ. ευρώ από την ιδιωτικοποίηση μη τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων.
- Όσον αφορά στην πορεία του πρωτογενούς ισοζυγίου, η ανάλυση υποθέτει ότι η Ελλάδα θα επιτυγχάνει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% μέχρι το 2022, το οποίο θα μειώνεται κατά 0,5% ετησίως για να βρεθεί στο 2,2% από το 2025 και μετά.
- Το ασφάλιστρο κινδύνου αναμένεται να φθάσει στο 4,1% το 2019 και στο 5,2% έως το 2030, ενώ το μέσο ποσοστό επαναχρηματοδότησης μετά το τέλος του προγράμματος εκτιμάται στο 4,9%.