ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ρέγκλινγκ: Ανάπτυξη και μεταρρυθμίσεις σημαντικότερα από την ελάφρυνση χρέους

Ρέγκλινγκ: Ανάπτυξη και μεταρρυθμίσεις σημαντικότερα από την ελάφρυνση χρέους
EPA/JULIEN WARNAND

Την άποψη πως η πρόσθετη ελάφρυνση του χρέους δεν είναι η πιο σημαντική προϋπόθεση για να ανακάμψει η ελληνική οικονομία και πως αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα είναι πρωτίστως η ανάπτυξη, η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων μια πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις οικονομία και με μια αποτελεσματική δημόσια διοίκηση εξέφρασε ο επικεφαλής του Ευρωπαικού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλάους Ρέγκλινγκ μιλώντας στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.

Συμμετέχοντας σε πάνελ για το χρέος ο Γερμανός επικεφαλής του ESM είπε πως η Ελλάδα έχει καλύψει μακρύ δρόμο και αν όλα πάνε καλά σύντομα θα πάψει να χρειάζεται οικονομική βοήθεια από τους εταίρους της στην ευρωζώνη.

«Το ταξίδι δεν έχει τελειώσει. Η καθιέρωση μιας σύγχρονης, ανταγωνιστικής και ανθεκτικής οικονομίας θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο, πολύ πέρα από το τέλος του προγράμματος του ESM», είπε ο Κλάους Ρέγκλινγκ.

Στο σημείο αυτό είπε πως η Ελλάδα θα μπορεί να πείσει πραγματικά τις αγορές ότι έχει γυρίσει τη σελίδα, εάν συνεχίσει να οικοδομεί μια αποτελεσματικά λειτουργούσα σύγχρονη οικονομία που δημιουργεί υψηλότερο βιοτικό επίπεδο για κάθε έναν από τους πολίτες της.

Για το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους ο Ρέγκλινγκ είπε πως όλοι συμφωνούν ότι το χρέος της Ελλάδας πρέπει να είναι διαχειρίσιμο. «Η πρόσθετη ελάφρυνση του χρέους δεν είναι η πιο σημαντική προϋπόθεση για να ανακάμψει η ελληνική οικονομία και πως αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα είναι πρωτίστως η ανάπτυξη, η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων μια πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις οικονομία και με μια αποτελεσματική δημόσια διοίκηση», τόνισε.

Στη βάση αυτή ξεκαθάρισε πως ο EFSF και ο ESM είναι οι μεγαλύτεροι πιστωτές της Ελλάδας και διακρατούν περισσότερο από το 50% του δημόσιου χρέους της χώρας. «Επομένως, είναι πολύ σημαντικό για εμάς η Ελλάδα να ευδοκιμεί για να πληρώσει τα δάνειά της. Οι πιστωτές της Ελλάδας έχουν καταβάλει σημαντικές προσπάθειες στο παρελθόν για να το καταστήσουν δυνατό και θα συνεχίσουν να το κάνουν», ανέφερε.

Ο ίδιος αναφέρθηκε στην ελάφρυνση του χρέους που έχει ήδη λάβει η Ελλάδα στο παρελθόν, τόσο το 2012, όταν ο ιδιωτικός τομέας «κουρεύτηκε» κατά 54%, όσο και όταν δόθηκαν τα βραχυπρόθεσμα μέτρα από τους δημόσιους πιστωτές που εξασφάλισαν ελάφρυνση του χρέους μέσω της χαλάρωσης των όρων δανεισμού. «Αυτά τα μέτρα μειώνουν τον κίνδυνο ότι η άνοδος των επιτοκίων θα οδηγήσει στο μέλλον σε υψηλότερο κόστος για την Ελλάδα», είπε και προσέθεσε πως το πακέτο αυτό θα μειώσει τον λόγο χρέους της χώρας προς το ΑΕΠ κατά περίπου 25% έως το 2060 και τον λόγο των ακαθάριστων αναγκών χρηματοδότησης της Ελλάδας προς το ΑΕΠ κατά περίπου 6% μονάδες.

«Μια μελλοντική γενιά Ελλήνων θα πρέπει να πληρώσει δισεκατομμύρια ευρώ λιγότερο για να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος της χώρας», σημείωσε.

Στη βάση αυτή υπογράμμισε πως τους επόμενους μήνες, οι υπουργοί Οικονομικών της ζώνης του ευρώ θα εξετάσουν εάν η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερη ελάφρυνση για να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα του χρέους της. Τα συγκεκριμένα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους ενδέχεται να αφορούν σε παρατάσεις των λήξεων ομολόγων, σε παραίτηση από την πληρωμή ορισμένων τόκων μέρους των δανείων του EFSF, καθώς και με την επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που έχει στην κατοχή της η ΕΚΤ. «Η δήλωση της Eurogroup είναι πολύ ακριβής σχετικά με το τι μπορεί να γίνει, αν και δεν γνωρίζουμε ακόμα εάν τα μέτρα αυτά θα χρειαστούν στο τέλος του προγράμματος, ούτε κατά πόσο θα χρειαστούν», είπε.

Ο Κλάους Ρέγκλινγκ υπογράμμισε πως είναι σημαντικό η Ελλάδα να ανταποκριθεί στις υποσχέσεις που έχει κάνει για να συνεχίσει τη μεταρρύθμιση της οικονομίας της ακόμη και μετά το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο.

«Ένα από τα συμφωνηθέντα κριτήρια αναφοράς είναι η διατήρηση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022. Για το σκοπό αυτό, η ανάπτυξη είναι ουσιώδης», σημείωσε.

Κατά τον ίδιο, τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος θα μπορούσαν να συνδεθούν με έναν μηχανισμό που θα καθορίζει τι συμβαίνει εάν η ανάπτυξη δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες - ή είναι καλύτερη από την αναμενόμενη. «Ένας τέτοιος μηχανισμός θα σχεδιαστεί τους ερχόμενους μήνες, αν και είναι πολύ νωρίς για να πούμε αυτή τη στιγμή πως ακριβώς θα μοιάζει», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ο ίδιος είπε πως υπάρχει η δήλωση προθέσεων πως πιθανά μακροπρόθεσμα μέτρα θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας και στο μακρινό μέλλον. «Αυτή η διαβεβαίωση είναι εξαιρετικά πολύτιμη για την Ελλάδα, καθώς δίνει εμπιστοσύνη στους πολίτες της και στις αγορές ότι η χώρα δεν θα είναι μόνη, αν συμβεί κάτι απρόβλεπτο», είπε.

Καταλήγοντας είπε πως στα επόμενα χρόνια η Ελλάδα θα επιτύχει μόνο εάν συνεχίσει να λαμβάνει τις σωστές αποφάσεις πολιτικής. «Θα χρειαστεί μεγάλη αντοχή για να κερδίσει τη διαρκή εμπιστοσύνη των επενδυτών και να θέσει την οικονομία της σε βιώσιμη βάση. Αλλά η Ελλάδα δεν είναι μόνη της. Η Ελλάδα είναι μέρος της Ευρώπης, και η πηγή του μεγάλου μέρους του πολιτισμού μας, και η δημοκρατία μας. Και έτσι η Ευρώπη θα συνεχίσει να στέκεται δίπλα στην Ελλάδα. Και ιδιαίτερα ο ESM», τόνισε ο Κλάους Ρέγκλινγκ.

Κουτεντάκης: Καλυμμένες οι ανάγκες έως το 2020

Μιλώντας στο ίδιο πάνελ ο Γενικός Γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής Φραγκίσκος Κουτεντάκης τόνισε πως αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό και έχει αξία να αναφέρεται στη δημόσια συζήτηση γύρω από την καθαρή έξοδο ή την προληπτική γραμμή είναι πως η Ελλάδα έχει ήδη καλυμμένες τις βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτικές ανάγκες της έως το 2020.

Όπως ανέφερε σχετικά η Ελλάδα έως το 2020 έχει χρηματοδοτικές ανάγκες ύψους 44 – 45 δισ. ευρώ. Ωστόσο, μέσω των πρωτογενών πλασμάτων που θα καταγραφούν στην τριετία και των χρημάτων που θα αντλήσει από τον ESM και από τις αγορές θα έχει διαθέσιμα 48 δισ. ευρώ, ποσό που υπερκαλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες.

Κοστέλο: Επαρκείς οι αποφάσεις του Eurogroup για το χρέος

Ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στους θεσμούς Ντέκλαν Κοστέλο είπε πως οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει το Eurogroup για την ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσαν να το θέσουν σε βιώσιμη τροχιά.

Ο ίδιος είπε πως έχει ήδη αναθεωρηθεί η ανάλυση της ΕΕ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και ανέφερε πως η τεχνική εργασία για την απομείωση έχει ξεκινήσει. Στη βάση αυτή έκανε αναφορά σε επιμηκύνσεις ωριμάνσεων δανείων του EFSF, στην αποπληρωμή δανείων με υψηλά επιτόκια, αλλά και στη χρήση των κερδών από τα ομόλογα SMPs για δράσεις που θα στηρίξουν την ανάπτυξη.

Ο Κοστέλο είπε πως χρειάζεται ένα πρόγραμμα επιτήρησης που να προσφέρει κίνητρα ώστε να συνεχίσει η Ελλάδα τις δύσκολες μεταρρυθμίσεις. «Τα επόμενα τρία τέσσερα χρόνια μετρούν περισσότερο», σημείωσε. Ξέρουμε την πρόοδο αλλά ξέρουμε και τα ρίσκα εφαρμογής που υπάρχουν μπροστά. Οι κίνδυνοι που βλέπω εγώ είναι αυτοί της εφαρμογής.

Ο βουλευτής της ΝΔ Χρήστος Σταϊκούρας μιλώντας στο ίδιο πάνελ είπε πως το κρίσιμο θέμα για την ελληνική οικονομία είναι πώς θα γυρίσουμε πίσω στους μακροπρόθεσμους ρυθμούς ανάπτυξης που εκτιμούσαν οι εταίροι για την ελληνική οικονομία για τις επόμενες δεκαετίες. «Χάσαμε το 50% της δυναμικής και αυτό είναι το κρίσιμο μέγεθος για να βελτιώσουμε τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους», είπε μεταξύ άλλων.

Ο καθηγητής Οικονομικών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώργος Ζανιάς τόνισε πως η Ελλάδα θα πρέπει να οχυρωθεί έναντι ενός μελλοντικού επιτοκιακού κινδύνου και προς αυτή τη κατεύθυνση η χρήση των πόρων του ESM είναι χρήσιμη.

Ενδεικτικά ανέφερε πως υπάρχουν εκτιμήσεις όπως αυτή του πρώην υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ Λάρι Σάμερς που εκτιμούν μια αύξηση των επιτοκίων κατά 500 μονάδες βάσης, κάτι που σημαίνει πως τα επιτόκια του ελληνικού χρέους από 2% σήμερα θα πάνε στο 7%.

Ο ίδιος ανέφερε πως εάν υπάρξει ανάπτυξη στη χώρα 3% και πληθωρισμός 2%, τότε σε μια πενταετία στη βάση των συμφωνημένων πλεονασμάτων το χρέος θα μειωθεί κατά 60 δισ. ευρώ στο 110% του ΑΕΠ.

Ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου ξεκαθάρισε πως θα πρέπει να σταματήσει η πολιτική να επικρατεί των οικονομικών στην ελληνική περίπτωση και στη βάση αυτή τάχθηκε υπέρ της ύπαρξης ισχυρών προϋποθέσεων για την ελάφρυνση του χρέους ώστε να δίνονται ισχυρά μηνύματα στους επενδυτές.