Στα 95 δισ. ευρώ τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των τραπεζών
Να εντείνουν τις προσπάθειές για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα κάλεσε τις τράπεζες ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ιδρύματος.
Όπως είπε, οι τράπεζες επιβάλλεται να διευρύνουν το ταχύτερο δυνατόν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, τη συντονισμένη αντιμετώπιση των οφειλετών με πολλαπλούς πιστωτές, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις.
Μάλιστα ανέφερε πως μετά τη δημοσίευση σχετικών κατευθύνσεων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο μεταβίβασης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε έναν ή περισσότερους κεντρικούς φορείς που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν για το σκοπό αυτό.
Ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε πως οι στόχοι για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα για τα επόμενα δύο έτη είναι υψηλοί και φιλόδοξοι, αλλά εφικτοί, ιδίως τώρα που η οικονομία έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Αυτό άλλωστε φάνηκε από την επιτάχυνση του ρυθμού μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2017, οπότε απόθεμα τους μειώθηκε σε περίπου 95 δισ. ευρώ, έναντι 100,4 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2017.
Σημειώνεται πως οι τράπεζες ακολουθούν χρονοδιάγραμμα για τον προοδευτικό περιορισμό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, βάσει του οποίου στα τέλη του 2019 το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων θα πρέπει να έχει μειωθεί σε 64,6 δισ. ευρώ (κατά περίπου 37% μεταξύ Ιουνίου 2017 και Δεκεμβρίου 2019).
Ο κ. Στουρνάρας ξεκαθάρισε πως δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού, καθώς το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές. Το 2018 οι τράπεζες καλούνται να προσαρμοστούν σε νέες προκλήσεις, με κυριότερες την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (IFRS 9), την αυστηροποίηση του χειρισμού των προβλέψεων για τα νέα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, αλλά και τη διενέργεια της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων από την ΕΚΤ.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι η επίπτωση του IFRS 9 στις τέσσερις συστημικές τράπεζες θα οδηγήσει σε αύξηση των προβλέψεων κατά περίπου 4 με 5 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο θα επιμεριστεί σε διάρκεια πέντε ετών.
«Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι θετικό το ότι προβλέφθηκε και υπάρχει ένα απόθεμα ασφαλείας, στο πλαίσιο της χρηματοδότησης του τρίτου προγράμματος, με σκοπό τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας για την ενδεχόμενη στήριξη του τραπεζικού τομέα, εάν αυτή καταστεί αναγκαία», ανέφερε σχετικά.