Στουρνάρας: Να μην δραματοποιείται η προληπτική πιστωτική γραμμή
Τη θέση πως η προσφυγή της Ελλάδος σε προληπτικό πρόγραμμα στήριξης μετά το τέλος του Μνημονίου δεν θα πρέπει να δραματοποιείται εξέφρασε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας σήμερα στην 85η Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση των μετόχων της τράπεζας.
Παρουσιάζοντας τα βασικά σημεία της Έκθεσης του Διοικητή για το 2017 ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος ξεκαθάρισε πως η επιτυχής ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος τον Αύγουστο του 2018 θα σηματοδοτήσει το τέλος μιας μακράς περιόδου οικονομικής προσαρμογής, θα επιτρέψει την επάνοδο στην κανονικότητα και μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να αποδειχθεί αφετηρία ταχείας και διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Στο σημείο αυτό είπε πως τα κρίσιμα ζητήματα που θα επιδράσουν καθοριστικά στην πορεία της οικονομίας από τώρα και στο εξής είναι η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, η εμπέδωση της εμπιστοσύνης, η ομαλή έξοδος στις αγορές και το πλαίσιο εποπτείας μετά το πρόγραμμα.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα το μεγάλο ύψος του δημόσιου χρέους τροφοδοτεί την αβεβαιότητα, υποσκάπτει την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας, επηρεάζει δυσμενώς την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας και δυσχεραίνει την ομαλή έξοδο από το πρόγραμμα. «Η έκθεση βιωσιμότητας του χρέους από τους θεσμούς και η λήψη των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσής του από το Eurogroup πρέπει να γίνουν όσο το δυνατόν συντομότερα και με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια, ώστε να ενισχυθεί περαιτέρω η εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών και να δρομολογηθεί η ομαλή έξοδος από το πρόγραμμα», είπε σχετικά.
Κατά τον ίδιο για να επιτύχει η Ελλάδα την έξοδο στις αγορές με ευνοϊκούς όρους, πρέπει να εμπεδώσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και να διαβεβαιώσει ότι η δημοσιονομική πολιτική δεν θα διολισθήσει εκ νέου σε λάθος κατεύθυνση. Στη βάση αυτή τόνισε πως οι δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί πρέπει να τηρηθούν και να γίνουν αποφασιστικά βήματα για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και των αποκρατικοποιήσεων, με πρώτο βήμα την άρση των προσκομμάτων σε μεγάλες επενδύσεις που έχουν ήδη αποφασιστεί, αλλά καθυστερούν.
«Η διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής, στην οποία θα εντάσσονται οι στόχοι, δημοσιονομικοί και διαρθρωτικοί, που έχουν ήδη αποφασιστεί για την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος, θα δώσει ισχυρή ώθηση στην εμπιστοσύνη. Θα επηρεάσει θετικά τους όρους εξόδου στις αγορές, θα βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα και θα ενισχύσει την προσέλκυση επενδύσεων. Επιπλέον, θα διευκολύνει την επιστροφή καταθέσεων στις τράπεζες και θα ενδυναμώσει την πιστοδοτική τους ικανότητα. Τα παραπάνω θα θέσουν σε κίνηση έναν ενάρετο κύκλο στην οικονομία και στο τραπεζικό σύστημα και θα διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν την πλήρη άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων», είπε σχετικά.
Η προληπτική γραμμή
Σύμφωνα με το Διοικητή της ΤτΕ μετά τη λήξη του προγράμματος, η Ελλάδα θα πρέπει να εξασφαλίσει τα απαιτούμενα κεφάλαια για την κάλυψη των χρηματοδοτικών της αναγκών προσφεύγοντας στις διεθνείς χρηματαγορές με διατηρήσιμους όρους. Προς αυτό αναγνώρισε πως θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα χρηματοδοτικό δίχτυ ασφαλείας που θα πείθει ότι η χώρα μπορεί να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες συγκυριακές αντιξοότητες που καθιστούν το κόστος χρηματοδότησης μη ανεκτό.
«Μία τέτοια δικλίδα ασφαλείας είναι το προβλεπόμενο “απόθεμα ρευστότητας”, που δίνει τη δυνατότητα να αποφεύγεται η προσφυγή στις αγορές σε περιόδους αστάθειας και αυξημένου κόστους αναχρηματοδότησης. Το απόθεμα ρευστότητας δημιουργείται με τις δοκιμαστικές εκδόσεις ομολόγων πριν από τη λήξη του προγράμματος και με τη συμβολή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM)», είπε σχετικά και εξήρε τις επιτυχές εξόδους της χώρας στις αγορές, ακόμη και εν μέσω αναταράξεων.
Ο ίδιος τόνισε ωστόσο πως αν και η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι η δοκιμαστική έξοδος στις αγορές για τη δημιουργία ενός ασφαλούς αποθέματος ρευστότητας πριν από τη λήξη του προγράμματος δημιουργεί κλίμα εμπιστοσύνης και προετοιμάζει το έδαφος για την έξοδο της χώρας από το πρόγραμμα, ωστόσο, συμπληρωματικά θα πρέπει να εξεταστεί και το ενδεχόμενο ενός προληπτικού προγράμματος στήριξης.
«Το ενδεχόμενο προσφυγής σε προληπτικό πρόγραμμα στήριξης, ιδιαίτερα μάλιστα εάν οι συνθήκες στις χρηματοπιστωτικές αγορές συνηγορούν, δεν θα πρέπει να δραματοποιείται, καθώς οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί δημιουργήθηκαν για να χρησιμοποιούνται όταν υπάρχει ανάγκη. Η ύπαρξη ενός τέτοιου προληπτικού πλαισίου στήριξης εκτιμάται ότι μπορεί να δράσει υποστηρικτικά για την ελληνική οικονομία, μειώνοντας το κόστος δανεισμού, καθώς θα παρέχει ασφάλεια σχετικά με την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου και των τραπεζών σε χρηματοδότηση μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018», ανέφερε ο κ. Στουρνάρας.
Κατά τον ίδιο, η προληπτική πιστοληπτική γραμμή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας θα καθιστούσε αυτούς τους πόρους διαθέσιμους, χωρίς να είναι απαραίτητη εκ προοιμίου η άντλησή τους. Αντίθετα, η συσσώρευση ταμειακών διαθεσίμων συνεπάγεται άμεσα πρόσθετο δανεισμό, ο οποίος επιβαρύνει το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.
Στο σημείο αυτό τόνισε πως το πλαίσιο της προληπτικής στήριξης εξασφαλίζει τη διατήρηση της “παρέκκλισης” (waiver) για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα προκειμένου αυτά να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος μέχρις ότου η Ελλάδα αποκτήσει επενδυτική πιστοληπτική διαβάθμιση. Τέλος, η διατήρηση της παρέκκλισης (waiver) σε συνδυασμό με τα μέτρα για τη βιωσιμότητα του χρέους θα επιτρέψουν την αγορά ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς κρατικών τίτλων είτε στην κανονική του διάρκεια είτε κατά την περίοδο επανεπένδυσης, επηρεάζοντας πτωτικά το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου.
«Επιπρόσθετα, στην περίπτωση αυτή, το απόθεμα ασφαλείας για τις συστημικές τράπεζες εκτιμάται ότι θα είναι διαθέσιμο και πέραν του Αυγούστου του 2018», είπε ο κ. Στουρνάρας.
Η μεταμνημονιακή εποπτεία
Ο Διοικητής της ΤτΕ αναφερόμενος στη μετά το Μνημονιο εποχή είπε πως το ευρωπαϊκό πλαίσιο προβλέπει ότι η λήξη του ελληνικού προγράμματος τον Αύγουστο του 2018 δεν συνεπάγεται αποδέσμευση της χώρας από υποχρεώσεις που έχει αναλάβει έναντι των δανειστών της και πως αυτό που αλλάζει είναι η μορφή του πλαισίου εποπτείας της χώρας, το οποίο πρέπει να ανταποκρίνεται στους γενικούς όρους και κανονισμούς εποπτείας που ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όπως υπενθύμισε, ο Κανονισμός 472/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, προβλέπει αυτόματη άσκηση εποπτείας μετά το πρόγραμμα μέχρις ότου η χώρα αποπληρώσει το 75% των δανείων που έχει λάβει από άλλα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμα να ασκήσει ενισχυμένη εποπτεία, αν κρίνει ότι συντρέχουν οι συνθήκες.
Σημείωσε δε πως πέραν των διατάξεων που είναι ήδη σε ισχύ, έχουν προταθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλαγές στην οικονομική διακυβέρνηση της ζώνης του ευρώ, οι οποίες αφορούν ζητήματα που μπορούν να επηρεάσουν τη φύση της εποπτείας της ελληνικής οικονομίας μετά το πρόγραμμα και θα συζητηθούν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το πρώτο εξάμηνο του 2018. Τα ζητήματα αυτά αφορούν τον αυξημένο ρόλο του ESM και τη δυνατότητα χρηματοδότησης για την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
«Γίνεται επομένως φανερό ότι η ομαλή έξοδος της Ελλάδος από το πρόγραμμα και η επιτυχής πορεία της στη νέα, μετά την κρίση, ευρωπαϊκή κανονικότητα συνεπάγονται δεσμεύσεις για τη διασφάλιση των μέχρι σήμερα επιτευγμάτων, την άσκηση συνετής οικονομικής πολιτικής μετά το πρόγραμμα και τη συνέχιση της εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μέχρι την ολοκλήρωσή τους», υπογράμμισε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Οι προκλήσεις
Ο κ. Στουρνάρας ξεκαθάρισε πως δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού, καθώς παρά τη θετική πρόοδο που έχει συντελεστεί και καταγράφεται σε σημαντικά οικονομικά μεγέθη, οι κίνδυνοι, εγχώριοι και εξωτερικοί, που ενδέχεται να απειλήσουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας παραμένουν.
Βραχυπρόθεσμα, οι σημαντικότεροι κίνδυνοι είναι η καθυστέρηση στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων μέτρων στο πλαίσιο της τρίτης αξιολόγησης, που θα οδηγούσε σε καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος, και η τυχόν απόκλιση από την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Επιπλέον, η μη έγκαιρη αποσαφήνιση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους είναι αιτία που μπορεί να αναζωπυρώσει αβεβαιότητες. Εξίσου σημαντικός είναι ο κίνδυνος από την αντιστροφή της μέχρι σήμερα θετικής πορείας των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομο- λόγων.
Κατά την ΤτΕ το γεγονός ότι η Ελλάδα διατηρεί τη χαμηλότερη πιστοληπτική διαβάθμιση στην ευρωζώνη, απέχοντας 5 βαθμίδες από την επενδυτική βαθμίδα, σημαίνει ότι, με τη χώρα εκτός προγράμματος, τα ελληνικά ομόλογα θα παύσουν να γίνονται αποδεκτά ως εξασφαλίσεις για την πρόσβαση των ελληνικών τραπε- ζών στη φθηνή χρηματοδότηση που προσφέρει η ΕΚΤ. Με δεδομένο ότι η απόδοση του δεκαετούς ελληνικού κρατικού ομολόγου υπερβαίνει το 4%, έναντι περίπου 2% για την Πορτογαλία και την Ιταλία, γίνεται πιθανός ο κίνδυνος δυσμενών επιπτώσεων στη δυναμική του χρέους. Το πρόβλημα ενδέχεται να οξυνθεί, καθώς οι παράγοντες που διαμόρφωσαν ευνοϊκές συνθήκες κατά το περασμένο έτος φαίνεται ότι αντιστρέφονται.
Η κεντρική τράπεζα θεωρεί πως ελλοχεύουν ωστόσο και εξωτερικοί κίνδυνοι, που δημιουργούν ανησυχίες για τη διατήρηση της εξαιρετικά ευνοϊκής διεθνούς οικονομικής συγκυρίας και της παγκόσμιας σταθερότητας. Ειδικότερα, σε επίπεδο ΕΕ, εκκρεμότητες που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προβλήματα στην καλή οικονομική πορεία της ΕΕ είναι: η προετοιμασία του Brexit μετά τη συμφωνία της 15ης Δεκεμβρίου 2017 για συντεταγμένη έξοδο και η ανάγκη για εξεύρεση κοινά αποδεκτής συμφωνίας ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της προσφυγικής κρίσης στο πλαίσιο της προσεχούς αναθεώρησης του κανονισμού του Δουβλίνου τον Ιούνιο του 2018. Επιπρόσθετα, σε επίπεδο ευρωζώνης, σημαντικές αλλαγές που αφορούν την αρχιτεκτονική της αναμένεται να δρομολογηθούν εφέτος, όπως η σύσταση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου και η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης. Καθυστερήσεις των προσδοκώμενων αλλαγών ενδέχεται να ενισχύσουν τις αβεβαιότητες. Σε διεθνές επίπεδο, αναταράξεις προκαλούνται από την επιδείνωση των σχέσεων των ΗΠΑ με τη Β. Κορέα και το Ιράν. Τέλος, η τράπεζα αναφέρει πως σε πολλές χώρες του κόσμου η έξαρση του λαϊκισμού μειώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς και στο κράτος δικαίου.