Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής: Θεμιτός ο στόχος για «καθαρή έξοδο στις αγορές»
Την άποψη πως η έξοδος στις αγορές δεν σηματοδοτεί το τέλος της διαδρομής για την Ελλάδα διατυπώνει στη νέα του τριμηνιαία έκθεση το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, παραθέτοντας πέντε βασικές προϋποθέσεις για την επίτευξη μιας μακροχρόνιας, διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Στην έκθεση σημειώνεται πως ο γενικός στόχος της κυβέρνησης, όπως έχει εκφραστεί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό να πετύχει «καθαρή έξοδο στις αγορές», δηλαδή να εξυπηρετεί τα δάνεια της χώρας χωρίς τη διακρατική βοήθεια του ESM, είναι θεμιτός.
«Πρόκειται για ένα θεμιτό στόχο γιατί, αν επιτευχθεί, θα έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, το τέλος της αυστηρής και σε βάθος επιτήρησης που συνοδεύει τα μνημόνια, ενώ θα ανοίξει και τον δρόμο για ελάφρυνση του χρέους», τονίζεται στην έκθεση.
Σημειώνεται ωστόσο πως η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει το τέλος της εποπτείας, δηλαδή την είσοδο σε μια κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς (και άλλους) περιορισμούς, για τους εξής τρεις λόγους:
- Η Ελλάδα, ακόμα και αν όλα πάνε καλά, θα υπάγεται στους ισχύοντες για τα κράτη-μέλη περιορισμούς της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και ειδικά της Ευρωζώνης.
- Η εποπτεία για κράτη-μέλη που έχουν δανειστεί από τον ESM προβλέπεται να είναι ενισχυμένη έως ότου εξοφληθεί τουλάχιστον το 75 % της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί.
- Τον ρόλο της «τρόικας» αναλαμβάνουν, με διαφορετική βέβαια μορφή, οι ίδιες οι αγορές. Αν οι αγορές διαπιστώσουν ότι οι κυβερνήσεις δεν χαρακτηρίζονται από συνέπεια στην άσκηση οικονομικής πολιτικής (π.χ. εφαρμόζουν πελατειακές πρακτικές για την εξασφάλιση πολιτικού οφέλους), θέτοντας σε κίνδυνο την δημοσιονομική σταθερότητα, θα είναι τιμωρητικές, ανεβάζοντας τα επιτόκια και δυσκολεύοντας ή και ακυρώνοντας τυχόν πρόσβαση σε δανειακά κεφάλαια.
Στο σημείο αυτό το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή αναφέρει πως η έξοδος στις αγορές δεν ισοδυναμεί με το τέλος της λιτότητας, καθώς η χώρα έχει δεσμευθεί για πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020, συνολικά της τάξης του 2% ΑΕΠ προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ μέχρι το 2022. Ακολούθως δε θα πρέπει, στη συνέχεια, να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, τα οποία ενδέχεται να αποδειχθούν ανέφικτα αν η χώρα δεν ακολουθήσει τον δρόμο της διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Οι συντάκτες της έκθεσης εστιάζουν στο πώς θα μπορέσει η Ελλάδα να καταγράψει διατηρήσιμη ανάπτυξη. Όπως αναφέρουν, τα τελευταία οκτώ χρόνια, έχει επιτευχθεί πρωτοφανής, για τα χρονικά της ΕΕ, αλλά και του ΟΟΣΑ, διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών, έχουν υλοποιηθεί πολλές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων, καθώς και στη Δημόσια Διοίκηση (π.χ. Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης, δημοσιονομική διαφάνεια, ανεξαρτησία ΕΛΣΤΑΤ και ΑΑΔΕ, ασφαλιστικό σύστημα, Ιδιωτικοποιήσεις), ενώ το τραπεζικό σύστημα έχει μεν υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων κυρίως ως αποτέλεσμα της κρίσης, παράλληλα όμως διαθέτει σχετικά υψηλές προβλέψεις και δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας.
Κατά το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή οι βελτιώσεις αυτές είναι μεν αρκετές για να εξασφαλίσουν την βραχυχρόνια ανάκαμψη της οικονομίας αλλά δεν επαρκούν για την επίτευξη μιας μακροχρόνιας, διατηρήσιμης ανάπτυξης. Όπως τονίζεται στην έκθεση αυτό μπορεί να γίνει μόνον υπό τις πέντε εξής προϋποθέσεις:
- Εάν συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις.
- Εάν συνεχιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα, με άλλο μίγμα.
- Εάν υπάρξει γενναία ρύθμιση του χρέους μακροπρόθεσμα.
- Εάν χαρτογραφηθεί ένα εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο.
- Εάν υπάρξει πολιτική συναίνεση και συνεννόηση.