ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Τράπεζες: Πάνω από 19 δισ. ευρώ εποπτικά κεφάλαια είναι… λογιστικά

Τράπεζες: Πάνω από 19 δισ. ευρώ εποπτικά κεφάλαια είναι… λογιστικά
Πάνω από 19 δισ. ευρώ εποπτικά κεφάλαια είναι… λογιστικά Eurokinissi/ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

Η ανακεφαλαιοποίηση ολοκληρώθηκε με επιτυχία, οι τράπεζες όμως, δεν έχουν «θωρακιστεί» για πάσα κίνδυνο που θα μπορούσε να απειλήσει ακόμη και μέσα στο 2016 την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Και ένας εξ’ αυτών των κινδύνων λέγεται «αναβαλλόμενος φόρος», που ξεπερνά τα 19 δισ. ευρώ.

Οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTAs) είναι το «γλυκαντικό» που πήραν επί υπουργίας Γκίκα Χαρδούβελη για να διαχειριστούν το βαρύ κόστος από τη συμμετοχή τους στο PSI, που οδήγησε στο «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων. Έτσι, έχουν τη δυνατότητα να συμψηφίζουν ζημίες από το PSI με μελλοντικό φόρο, και μάλιστα, αυτή η λογιστική πράξη, που είναι ευρεία πρακτική εδώ και πολλά χρόνια, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες, αναγνωρίζεται στα εποπτικά κεφάλαια, καθώς φέρει την εγγύηση του Δημοσίου.

Οι συστημικές τράπεζες στα ενημερωτικά δελτία για τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου τους έχουν κάνει ιδιαίτερη αναφορά στον κίνδυνο να μην τους επιτραπεί να συνεχίσουν να αναγνωρίζουν «σημαντικό μέρος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων ως εποπτικά κεφάλαια» κάτι που «ενδεχομένως να έχει επίπτωση στη χρηματοοικονομική κατάσταση» τους.

Σύμφωνα με συζητήσεις που είναι σε εξέλιξη στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τα πιστωτικά ιδρύματα θα κληθούν σταδιακά να αντικαταστήσουν τον αναβαλλόμενο φόρο με πραγματικά κεφάλαια. Σύμφωνα με τραπεζικούς αναλυτές η απόφαση αυτή δεν θα είναι άμεση, καθώς ουδείς αξιωματούχος δεν θα πάρει την ευθύνη να προκαλέσει τριγμούς στο ευρωπαϊκό τραπεζικό οικοδόμημα, ωστόσο η ΕΚΤ εξετάζει τη σταδιακή μείωσης της «έκθεσης» των τραπεζών σε λογιστικά και όχι πραγματικά κεφάλαια.

Έχουν προηγηθεί οι κανόνες της Συνθήκης Βασιλεία ΙΙΙ, σύμφωνα με τους οποίους τα κεφάλαια που προέρχονται από την αναβαλλόμενη φορολογία δεν θεωρούνται υψηλής ποιότητας και στη βάση αυτή η ΕΚΤ επιδιώκει να σταματήσει τη σχετική πρακτική που πέραν από την Ελλάδα ισχύει με παραλλαγές και σε Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία.

Αυτό σημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες, μεταξύ άλλων, θα πρέπει είτε να προβούν σε ενέργειες που θα δημιουργήσουν εσωτερικά κεφάλαιο ή θα αναζητήσουν νέα κεφάλαια από τις αγορές. Και αυτό γιατί τα ίδια κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών μετά την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση ανέρχονται σε 33 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 19 δισ. ευρώ αντιστοιχούν σε αναβαλλόμενο φόρο. Μάλιστα, κάθε μία τράπεζα έχει από 4 έως 5 δις. ευρώ αναβαλλόμενο φόρο ο οποίος προσμετράται ως εποπτικό κεφάλαιο, με τις τελευταίες αναγνωρίσεις αναβαλλόμενου φόρου στις οικονομικές τους καταστάσεις για το 9μηνο του 2015 να είναι συνολικά 2 δισ. ευρώ (450-500 εκατ. ευρώ έκαστη).

Μάλιστα, τα ενημερωτικά δελτία των συστημικών τραπεζών αναφέρουν ως πιθανό μελλοντικό κίνδυνο ότι αν τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα δεν μπορέσουν να διατηρήσουν ορισμένες αναβαλλόμενες ή εισπρακτέες φορολογικές απαιτήσεις σαν εποπτικά κεφάλαια, κάτι που θα μπορούσε να καταστήσει αναγκαία την έκδοση από την τράπεζα «πρόσθετων κεφαλαιακών μέσων που θα μπορούσαν να προσμετρηθούν στα εποπτικά κεφάλαιά του, ή τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων ή τον περιορισμό της επιχειρηματικής δραστηριότητάς ή την ανάληψη άλλων δράσεων, οι οποίες ενδεχομένως να έχουν ουσιώδη αρνητική επίδραση στα λειτουργικά αποτελέσματα, στην χρηματοοικονομική κατάσταση και στις προοπτικές...».

Ήδη η ελληνική πλευρά είχε βάλει «φρένο» στον αναβαλλόμενο φόρο των τραπεζών, με το υπουργείο Οικονομικών να μην επιτρέπει την αναγνώριση πρόσθετων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων ως εποπτικά κεφάλαια μετά τις 30 Ιουνίου 2015.