ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΙΟΒΕ: Λίγο πάνω από 2% η ανάπτυξη το 2018

ΙΟΒΕ: Λίγο πάνω από 2% η ανάπτυξη το 2018
EUROKINISSI

Ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με ρυθμό κοντά στο 2% προβλέπει για το 2018 το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) στην τριμηνιαία έκθεση του για την ελληνική οικονομία που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα.

Το ΙΟΒΕ αναφέρει πως το 2018 θα είναι, συνολικά, ένα ιδιαίτερα σημαντικό και κρίσιμο έτος και πως στο βαθμό που δεν θα εκδηλωθούν σημαντικές εκπλήξεις, η ανάκαμψη της οικονομίας θα συνεχιστεί, και σχετικά θα ενδυναμωθεί, κατά τη νέα χρονιά.

«Η κεντρική εκτίμηση είναι ότι η μεγέθυνση σε πραγματικούς όρους λίγο κάτω από 1,5% την περασμένη χρονιά θα αυξηθεί σε λίγο πάνω από 2% για την τρέχουσα. Η κεντρική αυτή πρόβλεψη, όμως, προϋποθέτει συστηματική, έστω και μικρή, βελτίωση του επενδυτικού κλίματος. Χωρίς ανάκαμψη των επενδύσεων, η οικονομία θα βρεθεί και πάλι σε οδυνηρή στασιμότητα», τονίζεται στην έκθεση.

Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπόψη τις τάσεις στις συνιστώσες του ΑΕΠ κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2017 και τις μεταβολές τους νωρίτερα σε αυτό το έτος, το ΙΟΒΕ θεωρεί πως παραμένει η πρόβλεψη αύξησης του ακαθάριστου προϊόντος της ελληνικής οικονομίας πέρυσι, της τάξης του 1,3%. Συνισταμένη των αναμενόμενων το 2018 εξελίξεων στους παράγοντες οι οποίοι καθορίζουν το ΑΕΠ, αποτελεί η πρόβλεψη επιτάχυνσης του ρυθμού αύξησής του, στο 2,1%.

Ακόμη, υπογραμμίζεται πως παρά την ανάκαμψη, δεν μπορεί να υποτιμάται το γεγονός πως ο ρυθμός μεγέθυνσης για το περασμένο έτος ήταν μόνο στο μισό από τον στόχο που είχε τεθεί από την οικονομική πολιτική μέσω του προϋπολογισμού και του προγράμματος. Η εξέλιξη αυτή συνιστά αποτυχία της πολιτικής, αλλά και προκαλεί δευτερογενείς επιπλοκές. Παράλληλα, η ελληνική οικονομία κινείται βραδύτερα από σχεδόν όλες τις άλλες ευρωπαϊκές, τόσο τις ισχυρές όσο και της περιφέρειας.

«Συνολικά, ακόμη και μια μεγέθυνση λίγο άνω του 2% στην τρέχουσα χρονιά θα υπολείπεται του επιπέδου που αφενός θα σηματοδοτούσε τη σημαντική άμβλυνση των κινδύνων για τους δυνητικούς επενδυτές και αφετέρου θα βελτίωνε αισθητά την κατάσταση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων που σήμερα κινούνται οριακά. Ειδικότερα, η ανεργία θα μειώνεται αλλά με επιβραδυνόμενο ρυθμό. Σε σύγκριση με τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών οικονομιών, η απόκλιση θα αυξάνεται αντί να μειώνεται», αναφέρεται στην έκθεση.

Σε σχέση με τους κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσει η οικονομία στο επόμενο διάστημα το ΙΟΒΕ αναφέρει πως σε σχέση με το παρελθόν, ο πολιτικός κίνδυνος έχει υποχωρήσει, καθώς δεν υπάρχει πλέον ισχυρή δύναμη που να αντιμάχεται τη συμφωνία με τους εταίρους και τους δανειστές και να επιδιώκει εκτροπή εκτός του συμφωνημένου πλαισίου. Όμως επισημαίνει πως «μια ενδεχόμενη όξυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης, και της αβεβαιότητας που θα προκαλούσε, δεν μπορεί να αποκλείεται, με τρόπο που θα απομάκρυνε τους μακροπρόθεσμους επενδυτές».

Το ΙΟΒΕ προειδοποιεί για τις τράπεζες, λέγοντας πως το βάρος των συσσωρευμένων ιδιωτικών χρεών και η καθυστέρηση στη στροφή του τραπεζικού συστήματος προς μια κανονική λειτουργία, αποτελεί επίσης σημείο που απαιτεί εντονότερη εγρήγορση. «Το τέλος της κρίσης δεν θα πλησιάζει όσο δεν επανέρχεται ισχυρά η εμπιστοσύνη και οι καταθέσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα», σημειώνεται σχετικά.

Για την «επόμενη μέρα» μετά το Μνημόνιο το ΙΟΒΕ υποστηρίζει πως δεν θα ακολουθήσει άλλο πρόγραμμα, αλλά θα υπάρχει αυστηρή επιτήρηση. «Με τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, δύσκολα βλέπει κανείς πώς θα το ακολουθήσει άλλο επίσημο πρόγραμμα, με την έννοια του νέου δανεισμού, κυρίως για πολιτικούς λόγους και παρά το γεγονός πως τα επιτόκια δανεισμού στις αγορές αναμένονται υψηλά. Ταυτόχρονα, οι κύριες υποχρεώσεις που συνεπάγονταν τα προγράμματα θα παραμένουν σε ισχύ. Δημοσιονομικά, βαθμοί ελευθερίας δύσκολα θα δημιουργηθούν, εφόσον άλλωστε έχουν αναληφθεί σχετικές δεσμεύσεις», τονίζει.

Για το χρέος το Ίδρυμα επισημαίνει πως στο διακρατικό τμήμα του δημόσιου χρέους, τα βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα μέτρα καθιστούν την πορεία εξυπηρέτησης εφικτή, αλλά υπό όρους, ενώ σημαντικότερες παρεμβάσεις δεν αναμένονται πριν η ελληνική οικονομία τεθεί αποφασιστικά σε στέρεο έδαφος και αξιόπιστη πορεία ανάπτυξης.

«Εφόσον η εποπτεία λοιπόν της ελληνικής οικονομίας από τους πιστωτές της θα συνεχιστεί, στο ορατό μέλλον, κατ’ ελάχιστον μέσω των μέτρων ρύθμισης του χρέους, το ζητούμενο θα πρέπει να είναι όχι το να αγνοηθεί ως περιορισμός αλλά να μετατραπεί σε εργαλείο για μείωση του κόστους χρηματοδότησης και ενίσχυση των ρυθμών ανάπτυξης», σημειώνεται σχετικά.

Το ΙΟΒΕ διατυπώνει την άποψη πως «η στασιμότητα στην Ελλάδα, ακόμη και επί μακρόν, δεν θα ήταν μη ανεκτή οικονομικά και μη αποδεκτή πολιτικά από το ευρωπαϊκό περιβάλλον» και πως «το αν η οικονομία θα τεθεί σε τροχιά ανάπτυξης θεωρείται πλέον ευθύνη μόνο της ίδιας της χώρας και το τι θα μπορεί να αποφασιστεί στο εξωτερικό, μικρή επίδραση μπορεί να έχει σχετικά».

Στην βάση αυτή αναφέρει πως καθώς πλησιάζουμε στο τέλος του τρίτου προγράμματος, θα πρέπει να δημιουργηθεί, όχι μόνο ένα «μαξιλάρι» στη δημόσια χρηματοδότηση, αλλά κυρίως ένα «μαξιλάρι» ανάπτυξης και αξιοπιστίας με επιτάχυνση των θεσμικών τομών.

«Αν και αυτοί που σήμερα ελέγχουν την οικονομική πολιτική στην Ελλάδα, τόσο στο εσωτερικό όσο και οι πιστωτές, εμφανίζονται ευχαριστημένοι που η Ελλάδα επιστρέφει σε μια κανονικότητα, εάν οι προ-κρίσης συνήθειες παραμείνουν, τότε οι ρυθμοί ανάπτυξης θα παραμείνουν συστηματικά χαμηλότεροι από τους επιθυμητούς αλλά και αναγκαίους», αναφέρει το ΙΟΒΕ.

Τέλος το Ίδρυμα είναι επικριτικό απέναντι σε όσους λένε ότι με το τέλος του προγράμματος η Ελλάδα θα απελευθερωθεί από τους περιορισμούς που της επέβαλε το πρόγραμμα και θα συνεχίσει τη φυσική της πορεία, από όπου σταμάτησε πριν από δέκα χρόνια. «Αυτό αφορά πολιτικούς που μπορεί να μην επιθυμούν να αφήσουν τον υπερβολικό έλεγχο της οικονομίας, επιχειρήσεις που επιδιώκουν οφέλη από ειδική μεταχείριση και από μια δυσλειτουργική δημόσια διοίκηση που δημιουργεί εμπόδια εισόδου στις αγορές τους, καθώς επίσης και ομάδες ειδικών συμφερόντων που είναι πρόθυμες να συμμετέχουν σε παίγνια αποκόμισης προσόδων», σημειώνεται στην έκθεση του Ιδρύματος και υπογραμμίζεται πως «το τέλος του προγράμματος ξεκάθαρα σημαίνει λιγότερη προστασία».