Βίζερ: Είναι πολύ πιθανό η Ελλάδα να πάρει επαρκή ελάφρυνση του χρέους
Ο επικεφαλής της ομάδας των οικονομολόγων της ευρωζώνης (Euroworking Group) Τόμας Βίζερ σε συνέντευξή του επεσήμανε πως είναι «ιδιαίτερα ενδεδειγμένο και πολύ πιθανό η Ελλάδα να πάρει επαρκή ελάφρυνση του χρέους».
Λίγες μέρες πριν την συνταξιοδότησή του και την αναχώρηση του από τις Βρυξέλλες για το πάτριο έδαφος της Αυστρίας, μίλησε στο ΑΠΕ/ΜΠΕ για την προηγούμενη δεκαετία αλλά και τα χρόνια που ακολουθούν.
«Εάν υπάρξει ελάφρυνση του χρέους και πιστεύω ότι υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα να γίνει κάτι τέτοιο, θα υπάρξει με την ολοκλήρωση του προγράμματος. Ποια θα είναι η σχέση της Ελλάδας με την ευρωζώνη μετά το τέλος του προγράμματος; Σε αυτό είναι που πολλοί στην Ελλάδα -και όχι εκτός- που προσπαθούν να βάλουν λόγια στο στόμα μου, που δεν είπα ποτέ», είπε αναφορικά με την ελάφρυνση χρέους, επισημαίνοντας πως «είναι βέβαιο είναι πως κάθε κράτος μέλος που βγαίνει από ένα πρόγραμμα υπόκειται σε μεταμνημονιακή επιτήρηση έως ότου αποπληρωθεί το 75% του χρέους του».
Εξηγώντας τόνισε πως «αυτό, στην περίπτωση της Ελλάδας-επειδή έχει ήδη οικονομικά ευνοϊκές συνθήκες αποπληρωμής του χρέους, το οποίο με κάποιο τρόπο οι άνθρωποι τείνουν να ξεχνούν- θα γίνει μετά από πολύ μεγάλο διάστημα. Και λέγοντας επιτήρηση μετά το τέλος του προγράμματος εννοούμε ότι θα υπάρχει μια αυστηρή ματιά στις οικονομικές πολιτικές και στον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται η οικονομία. Ωστόσο, μέχρι στιγμής δεν υπάρχει καμία τελική απόφαση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει αυτή η επιτήρηση μετά το πρόγραμμα. Και δεν υπάρχει επίσης ακόμα συζήτηση για το αν αυτή η ελάφρυνση του χρέους θα εξαρτηθεί από κάτι. Γεγονός είναι ότι ήδη η Ελλάδα έχει πολύ σημαντικές θετικές ρυθμίσεις ως προς την απόσβεση του δημοσίου χρέους. Αλλά δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι ορισμένα μικρότερα τμήματα των μέτρων που σχετίζονται με το χρέος θα υπόκεινται σε συμφωνίες μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών. Αυτό παραμένει προς συζήτηση».
Στο ερώτημα για την πιστωτική γραμμή, τόνισε πως «εάν κάποιος πει ότι δεν θέλει χριστουγεννιάτικα δώρα, τότε κανείς δεν πρόκειται να σκεφτεί να του πάρει δώρα» και εξήγησε ότι εάν δεν κατατεθεί σχετικό αίτημα, δεν υπάρχει και συζήτηση.
Ερωτηθείς για τη σχέση της Ελλάδας με την ευρωζώνη μετά το τέλος του προγράμματος, παρατήρησε ότι είναι ένα θέμα, στο οποίο πολλοί στην Ελλάδα προσπαθούν να του βάλουν λόγια στο στόμα του, που δεν είπε ποτέ.
«Νομίζω ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα στέκεται ως εμπόδιο στην ανάπτυξη. Νομίζω ότι όλοι μάθαμε τελικά κάτι και ότι όλοι οι εταίροι έμαθαν τα τελευταία δέκα χρόνια ότι η ζωή σε μια νομισματική ένωση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συγκριθεί με τη ζωή και τις οικονομικές πολιτικές εκτός της νομισματικής ένωσης. Νομίζω ότι όλοι συνειδητοποιούμε ακόμη καλύτερα από ό,τι κάναμε πριν από δέκα χρόνια, ότι η μακροοικονομία είναι εξαιρετικά σημαντική όπως και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αλλά στην «καρδιά» μιας οικονομίας που λειτουργεί καλά, υπάρχουν καλά οργανωμένοι θεσμοί και σωστή διακυβέρνηση. Αν οι κοινωνικοί θεσμοί απευθύνονται σε όλους και παρέχουν ίση πρόσβαση στις πολιτικές και στις κυβερνητικές λειτουργίες, αυτό αυξάνει την εμπιστοσύνη του κάθε πολίτη στο κράτος και στη συνέχεια είναι πιο πρόθυμοι να συνεισφέρουν στο κράτος», είπε ακόμη.
Ανατρέχοντας στο παρελθόν σημείωσε ότι η δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας όταν μπήκε στο ευρώ και πιο πριν ακόμη, δεν ήταν αυτή που έπρεπε. Ενώ χαρακτηρίζει «εξαιρετικά αφελείς» τις προβλέψεις για 50 δισεκατομμύρια, έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και «ιδιαίτερα επιθυμητή» τη συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
«Εκ των υστέρων, όλοι είναι πιο έξυπνοι από ό,τι στην αρχή. Είναι ωστόσο γεγονός ότι η δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας όταν μπήκε στο ευρώ και πιο πριν ακόμη, δεν ήταν αυτή που έπρεπε. Τα πράγματα λοιπόν θα είχαν αποδειχθεί άσχημα και χωρίς την κρίση του 2008, αλλά δεν θα είχαν καταλήξει τόσο καταστροφικά. Η φοροδιαφυγή και η αύξηση των κρατικών εξόδων που οδήγησαν τότε στο έλλειμμα του 15,6% του ΑΕΠ ήταν αναμφισβήτητα η απόλυτη θρυαλλίδα. Γιατί συνέβη; Κάποιος πρέπει να ρωτήσει τους πολιτικούς εκείνης της εποχής γιατί συνέβη. Και το εκπληκτικό για μένα είναι ότι αυτή είναι μια συζήτηση η οποία, εξ' όσων τουλάχιστον γνωρίζω, δεν έχει γίνει ακόμα στην Ελλάδα. Έχει γίνει σε ορισμένες άλλες χώρες, αλλά όχι στην Ελλάδα», είπε χαρακτηριστικά.