ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Επίσπευση της πώλησης δανείων ζητά η Τράπεζα της Ελλάδος

Επίσπευση της πώλησης δανείων ζητά η Τράπεζα της Ελλάδος
Reuters

Συγκεκριμένη πρόταση προς τις τράπεζες για την μεταβίβαση δανείων ύψους 29,8 δισ. ευρώ εμπεριέχεται σε έκθεση που δημοσιοποίησε σήμερα η Τράπεζα της Ελλάδος για την Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος.

Στην έκθεση τονίζεται πως η αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, η απεξάρτηση των τραπεζών από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας (Emergency Liquidity Assistance) και η ανταπόκρισή τους στις αυξανόμενες εποπτικές απαιτήσεις, αποτελούν τις σημαντικότερες προκλήσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των ελληνικών τραπεζών.

Σύμφωνα με την επισκόπηση, για την αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, θετικά θα συμβάλουν ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, η διενέργεια των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων και η σταδιακή ανάπτυξη της δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση ή μεταβίβαση μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Ειδικά για το ζήτημα της μεταβίβαση δανείων ειδικό παράρτημα της έκθεσης αναφέρει πως «στο επίπεδο μιας πολύ χαμηλής τιμής της τάξεως του 3% της ονομαστικής αξίας των ανοιγμάτων, θα μπορούσαν να διαθέσουν το 64,7% του συνόλου των καταγελλμένων και σε καθυστέρηση άνω των 360 ημερών, επιχειρηματικών και καταναλωτικών απαιτήσεων, ήτοι ποσό αθροιστικά 29,8 δισ. ευρώ, χωρίς ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) να υποχωρήσει κάτω από το 12,5%».

Η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει πως όσον αφορά στους τραπεζικούς κινδύνους, ο πιστωτικός κίνδυνος εμφάνισε σταθεροποιητικές τάσεις. Το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων συρρικνώνεται για έξι συνεχόμενα τρίμηνα, και διαμορφώθηκε το Σεπτέμβριο του 2017 σε 100,4 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 7,6% (ή 8,2 δισ. ευρώ) σε σχέση με τη μέγιστη τιμή που καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016. Η βελτίωση κατά την περίοδο Ιανουαρίου- Σεπτεμβρίου του 2017 ήταν αποτέλεσμα κυρίως διαγραφών δανείων, ενώ θετικά συνέβαλε στη μείωση και η πώληση δανείων εκ μέρους των τραπεζών.

Στην ίδια βάση, οριακή μείωση εμφάνισε και το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο σύνολο των ανοιγμάτων (Σεπτέμβριος 2017: 44,6%, Δεκέμβριος 2016: 44,8%), ενώ επιπλέον, με βάση τις εκθέσεις προόδου που έχει δημοσιεύσει η Τράπεζα της Ελλάδος, κρίνεται ικανοποιητική η πρόοδος ως προς την επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων, που έχουν προσδιοριστεί για τα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.

Σύμφωνα με την έκθεση σημαντική βελτίωση παρατηρήθηκε στη ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα εμφάνισε συνεχή πτωτική τάση, τόσο ως απόλυτο μέγεθος, όσο και ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού των τραπεζών. Η μείωση αυτή αποδίδεται α) στην πώληση ομολόγων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στο πλαίσιο εφαρμογής των βραχυπρόθεσμων μέτρων για τη διαχείριση του χρέους και β) στη μείωση του ενεργητικού των τραπεζών εξαιτίας της πώλησης θυγατρικών και της απομόχλευσης.

Σημαντική μείωση παρατηρήθηκε και στη χρηματοδότηση από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (Emergency Liquidity Assistance – ELA), η οποία υποχώρησε κάτω από 20 δισ. ευρώ ήδη από το Νοέμβριο του 2017, σε σύγκριση με τα 43,7 δισ. το Δεκέμβριο του 2016. Οι ευνοϊκές αυτές εξελίξεις συνέβαλαν στη μείωση του κινδύνου χρηματοδότησης των τραπεζών και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Οι τράπεζες προχώρησαν το Νοέμβριο στην έκδοση καλυμμένων ομολογιών, ενώ παρατηρήθηκε εμβάθυνση της αγοράς εταιρικών ομολόγων.

Οι συντάκτες της έκθεσης θεωρούν πως οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα εμφανίζονται ευοίωνες. Όπως αναφέρουν, το 2018 αναμένεται θετικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, με τη νεώτερη εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος για αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος κατά 2,4%. Επίσης, η ενιαία νομισματική πολιτική στη ζώνη του ευρώ παραμένει διευκολυντική. Σε συνδυασμό με την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταθετών και των επενδυτών, οι παραπάνω παράγοντες αναμένεται να διευκολύνουν τον τραπεζικό τομέα στην προσπάθειά του για αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησής τους.

Ωστόσο, οι συντάκτες της έκθεσης αναφέρουν πως δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού, καθώς το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές.

Όπως αναφέρουν το 2018 οι τράπεζες καλούνται να προσαρμοστούν σε νέες προκλήσεις, με κυριότερες την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), την αυστηροποίηση του χειρισμού των προβλέψεων για τα νέα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, αλλά και τη διενέργεια της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων από την ΕΚΤ.

«Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι θετικό που υπάρχει ένα απόθεμα ασφαλείας, με σκοπό τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, για την ενδεχόμενη στήριξη του τραπεζικού τομέα εάν αυτή καταστεί αναγκαία», τονίζεται στην έκθεση.

Σύμφωνα με την έκθεση, στο αμέσως προσεχές διάστημα οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, οι οποίοι για τα επόμενα δύο έτη είναι υψηλοί και φιλόδοξοι, ιδίως τώρα που η οικονομία έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Οι τράπεζες επιβάλλεται να διευρύνουν το ταχύτερο δυνατόν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις.

Παράλληλα, οι τράπεζες θα πρέπει να αναθεωρήσουν το επιχειρησιακό τους σχέδιο δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη νέων εργασιών και την περαιτέρω περιστολή του λειτουργικού τους κόστους.