Τα προαπαιτούμενα υλοποιούνται, αλλά το «clean exit» απομακρύνεται
Ο Αλέξης Τσίπρας και το επιτελείο του δόμησαν τους προηγούμενους μήνες το αφήγημα της «καθαρής εξόδου» (clean exit) της Ελλάδος από τα Μνημόνια, πατώντας εν πολλοίς στις μεγάλες προσδοκίες που δημιούργησαν οι εξαγγελίες του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ για τις αλλαγές στην αρχιτεκτονική της ευρωζώνης.
Η κυβέρνηση θεωρούσε πως στο πνεύμα των αλλαγών που είχαν εισηγηθεί τους τελευταίους μήνες οι Μακρόν και Γιούνκερ π.χ. για ένα κοινοβούλιο της ευρωζώνης, έναν κοινό προϋπολογισμό των χωρών της ζώνης του ευρώ, έναν υπερ- υπουργό Οικονομικών του ευρώ και τη μετεξέλιξη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) σε ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, θα καλλιεργείτο εντός του 2018 το έδαφος για πιο θετικές αποφάσεις για τη διαχείριση του ελληνικού ζητήματος.
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης ήλπιζε πως μέσα σε αυτό το περιβάλλον μεγαλύτερης «ομοσπονδοποίησης», η εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους θα ήταν ευκολότερη, διευκολύνοντας την πρόσβαση της χώρας στις αγορές ομολόγων, αλλά και την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Με άλλα λόγια η κυβέρνηση θεωρούσε πως η ευρωζώνη θα λάμβανε αποφάσεις για την Ελλάδα που θα επιτάχυναν την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τους οίκους αξιολόγησης και θα επέτρεπαν την επάνοδο στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά τη λήξη του προγράμματος τον προσεχή Αύγουστο.
Η πολιτική πραγματικότητα όμως ήλθε να προσγειώσει βίαια τις κυβερνητικές προσδοκίες. Η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης στη Γερμανία τους τελευταίους τέσσερις μήνες -η οποία εκτιμάται πως θα απαιτήσει τουλάχιστον 100 ημέρες ακόμη – βάζει στον «πάγο» όλες τις σημαντικές αποφάσεις τόσο για την επόμενη ημέρα της ευρωζώνης, όσο και για το ελληνικό πρόγραμμα.
Διάψευση προσδοκιών
Χωρίς καθαρό διάδρομο για το χρέος και πρόσβαση στην ποσοτική χαλάρωση ο σχεδιασμός της κυβέρνησης για τη μετά- Μνημονιακή περίοδο λαμβάνει λιγότερο πανηγυρικό χαρακτήρα.
Μάλιστα, και η ίδια η κυβέρνηση λαμβάνει πλέον αμυντική στάση έναντι των τεκταινομένων στην ευρωζώνη λέγοντας πως οι αποφάσεις των συντηρητικών κομμάτων δεν διευκολύνουν τη χώρα. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Γιώργου Χουλιαράκη, ο οποίος αρθρογραφώντας στο Βήμα της Κυριακής ανέφερε πως αν και η συζήτηση για την καλύτερη προετοιμασία της Ευρώπης έναντι μελλοντικών οικονομικών κλονισμών έχει ήδη ξεκινήσει σε επίπεδο υπουργών Οικονομικών, «οι διαφορές όμως μεταξύ των κρατών-μελών είναι μεγάλες και η ηγεμονία των κομμάτων του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος δεν εγγυάται την ευνοϊκή κατάληξη των συζητήσεων σε κατεύθυνση που ευνοούν τα συμφέροντα της Ελλάδας».
Η αναφορά Χουλιαράκη θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μια ακόμη «διάψευση προσδοκιών» για την κυβέρνηση. Αυτό που πλέον φαίνεται πιο πιθανόν είναι ότι η Ελλάδα θα πρέπει μετά τον Αύγουστο του 2018 να δίνει διαρκώς εξετάσεις στις αγορές προκειμένου να κρατά σε σχετικά χαμηλά επίπεδα το κόστος δανεισμού της. Αυτές οι εξετάσεις ουσιαστικά θα σχετίζονται με την εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής. Το επόμενο Μεσοπρόθεσμο για την περίοδο 2019-2022 θα κατατεθεί τον Απρίλιο και αναμένεται να είναι σημαντικό βαρόμετρο για το πώς μας βλέπουν οι αγορές.
Οι οίκοι αξιολόγησης
Ωστόσο, πολύ νωρίτερα θα έχουμε κάποιες ενδείξεις για το τι θα γίνει με την πιστοληπτική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας και των ελληνικών τραπεζών. Η Standard and Poor’s θα ανακοινώσει στις 19 Ιανουαρίου 2018 την πρώτη αξιολόγηση της για την Ελλάδα για το 2018, ο οίκος Fitch θα «ανοίξει τα χαρτιά του» στις 16 Φεβρουαρίου 2018 και ο οίκος Moody’s θα ανακοινώσει στις 30 Μαρτίου 2018 το πώς αξιολογεί την Ελλάδα.
Η πλέον κρίσιμη αξιολόγηση από όλες είναι αυτή του οίκου Moody’s. Είναι το σημείο αναφοράς, καθώς είναι ο οίκος που δίνει τη χαμηλότερη βαθμίδα σήμερα στην Ελλάδα (η Fitch και η S&P δίνουν αξιολόγηση «B-», ενώ η Moody’s «Caa»). Με πιο απλά λόγια για να ανέλθει το ελληνικό αξιόχρεο στο επίπεδο του «Βaa», το οποίο σηματοδοτεί το όριο μεταξύ ομολόγων επενδυτικής ή μη διαβάθμισης, η πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδος από τον οίκο Moody’s θα πρέπει να αυξηθεί κατά δέκα ολόκληρες βαθμίδες!
Η Moody’s από τον προηγούμενο Ιούνιο έχει αποσαφηνίσει πως η αξιολόγηση αυτή «παραμένει κατάλληλη» έως ότου διασαφηνιστούν πλήρως τα μέσα και η έκταση της υποσχεθείσας μεσοπρόθεσμης ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους και μέχρι να υπάρξει ισχυρότερη κοινοβουλευτική στήριξη όσον αφορά στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων.
Σήμερα δεν συντρέχουν ούτε η πρώτη, ούτε η δεύτερη προϋπόθεση γεγονός που δείχνει πως η ουσιαστική αναβάθμιση της Ελλάδας από τους οίκους αξιολόγησης θα έρθει αφού αποκρυσταλλωθούν τα μέτρα διευθέτησης του χρέους.