Ενημέρωση της Αρχής για το «ξέπλυμα» από λογιστές και φοροτέχνες
Λογιστές και φοροτέχνες, εταιρείες παροχής φορολογικών και φοροτεχνικών συμβουλών, κτηματομεσίτες, οίκοι δημοπρασίας, έμποροι αγαθών μεγάλης αξίας, εκπλειστηριαστές και ενεχυροδανειστές υποχρεούνται να αποστέλλουν αναφορές προς την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης για ύποπτες υποθέσεις σχετικές με «ξέπλυμα» χρήματος.
Υπόμνηση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) Γιώργου Πιτσιλή σχετικά με την υποχρέωση αποστολής αναφορών στη Αρχή για το «ξέπλυμα», αναφέρει πως ο ν. 3691/2008 προβλέπει την υποχρέωση των προαναφερομένων επαγγελματιών και των υπαλλήλων τους, να ενημερώνουν αμελλητί, με δική τους πρωτοβουλία, την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες όταν γνωρίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις ή υποψίες ότι διαπράττεται ή επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
Τέλος, υπενθυμίζεται η υποχρέωση όλων των υπόχρεων προσώπων να υποβάλλουν στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες αναφορές ύποπτων συναλλαγών που ενδέχεται να συνδέονται με αδικήματα φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, καθώς και με λοιπά αδικήματα αρμοδιότητας ελέγχου του ΣΔΟΕ που υπάγονται στα βασικά αδικήματα του νόμου για το ξέπλυμα.
Ως βασικά αδικήματα θεωρούνται η εγκληματική οργάνωση, τρομοκρατικές πράξεις και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, η παθητική δωροδοκία, η ενεργητική δωροδοκία, η δωροληψία και δωροδοκία πολιτικών προσώπων και δικαστικών λειτουργών, η εμπορία ανθρώπων, η απάτη με υπολογιστή, η σωματεμπορία, η παραβίαση της νομοθεσία περί ναρκωτικών και όπλων, πράξεις χειραγώγησης της χρηματιστηριακής αγοράς, καθώς και τα αδικήματα της φοροδιαφυγής, της λαθρεμπορίας, της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, καθώς και κάθε άλλο αδίκημα που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος.