Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο: Χάθηκαν 40 δισ. ευρώ στις τράπεζες - Στον «αυτόματο» η εποπτεία
Έκθεση κόλαφο για τις παραλείψεις των θεσμών, των ελληνικών κυβερνήσεων, της Τραπέζης της Ελλάδος και του ΤΧΣ τόσο στην εποπτεία των ελληνικών τραπεζιτών, όσο και στις ανακεφαλαιοποιήσεις τους, εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο. Είναι ενδεικτικό πως η έκθεση υπογραμμίζει πως το ΤΧΣ διοχέτευσε στις ελληνικές τράπεζες 45,4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων λόγω λάθος χειρισμών και αποφάσεων ανακτήσιμα είναι μόλις τα 5,7 δισ. ευρώ! Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αρνήθηκε να μετάσχει στην έρευνα του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου μη αναγνωρίζοντας την αρμοδιότητα του.
Αρχικά το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο με εξαιρετικά επικριτικό τρόπο σχολιάζει το γεγονός ότι οι όροι του δεύτερου και του τρίτου προγράμματος επέτρεπαν τη χρήση του ΤΧΣ μόνον ως ύστατη πηγή στήριξης των ανακεφαλαιοποιήσεων του 2014 και του 2015. «Αυτό σήμαινε ότι το ΤΧΣ δεν μπορούσε να συμμετάσχει στις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών σε περίπτωση ενδιαφέροντος από ιδιώτες επενδυτές. Επομένως, κατά τη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης, ασκήθηκαν σημαντικές πιέσεις στις τιμές των μετοχών, με αποτέλεσμα τη σημαντική ποσοστιαία απομείωση της συμμετοχής του ΤΧΣ, το οποίο ήταν ήδη πλειοψηφικός μέτοχος των τραπεζών μετά την ανακεφαλαιοποίηση του 2013», αναφέρει η έκθεση.
Στην ίδια βάση τονίζεται πως συνολικά, μόνον ένα ελάχιστο μέρος των αναμενόμενων ζημιών θα μπορούσε δυνητικά να ανακτηθεί σε βάθος χρόνου από πιθανή αύξηση της τιμής των μετοχών των συστημικών τραπεζών, και τα περισσότερα κεφάλαια του προγράμματος για τις εγχώριες τράπεζες αναμένεται να παραμείνουν μέρος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας.
«Παρέμειναν τραπεζίτες που υστερούσαν»
Οι συντάκτες της έκθεσης υπογραμμίζουν μεταξύ άλλων πως το πρώτο πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδος δεν προβλέφθηκαν όροι για τη βελτίωση της αδύναμης διακυβέρνησης των τραπεζών. Στην βάση αυτή φέρνει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός πως τραπεζίτες που λάμβαναν δάνεια από τις τράπεζες τους με όρους ευνοϊκότερους από εκείνους της αγοράς δεν αντικαταστάθηκαν.
Στην έκθεση τονίζεται πως «αν και η εταιρική διακυβέρνηση των ελληνικών τραπεζών κατά μέσο όρο υστερούσε εξαρχής σημαντικά έναντι εκείνης των ευρωπαϊκών» ούτε στο δεύτερο πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδος διασφαλίστηκε επαρκής έλεγχος του ιδιωτικού τους μάνατζμεντ, παρά το ότι οι τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν κυρίως με κεφάλαια του προγράμματος μέσω του ΤΧΣ.
«Σε αντίθεση με τη διεθνή πρακτική, οι ιδιοκτησιακές μεταβολές, που οδήγησαν το 2013 στη σχεδόν πλήρη εθνικοποίηση του εγχώριου τραπεζικού κλάδου, δεν συνοδεύθηκαν από αντίστοιχες αλλαγές στα περισσότερα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών, Συγκεκριμένα, σε ορισμένες περιπτώσεις, η διοίκηση παρέμεινε στους ιστορικούς μετόχους και το ΤΧΣ δεν είχε δικαίωμα να την αξιολογήσει από άποψη πείρας, φήμης και ανεξαρτησίας», σημειώνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
Για το ίδιο ζήτημα προστίθεται πως όρος σχετικά με την αξιολόγηση της εταιρικής διακυβέρνησης των τραπεζών περιελήφθη μόλις στο τρίτο πρόγραμμα, με το ΤΧΣ να πρέπει να αξιολογήσει όλα τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών. Ωστόσο, βάσει των σχετικών κριτηρίων, οι υποψήφιοι περιορίζονταν σε εκείνους που είχαν τραπεζική και χρηματοοικονομική πείρα και η η απαίτηση αυτή δεν εναρμονιζόταν πλήρως με τις διεθνείς πρακτικές και τις απαιτήσεις της ΕΕ / του SSM, οι οποίες προάγουν, κατ’ αρχήν, τη διαφοροποιημένη σύνθεση και τη συλλογική γνώση των διοικητικών συμβουλίων.
Εξάλλου, κατά το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο οι μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα δεν επικεντρώθηκαν επαρκώς στη διακυβέρνηση και την εγχώρια εποπτεία των λιγότερο σημαντικών τραπεζών. Ως παράδειγμα αναφέρεται η Τράπεζα Πειραιώς (η μεγαλύτερη τράπεζα από άποψη ενεργητικού). «Σχεδόν έξι χρόνια μετά τη θέσπιση του πρώτου προγράμματος, επιτόπιος έλεγχος που διενεργήθηκε από την ΤτΕ και τον SSM τον Μάρτιο του 2016 ανέδειξε στη μεγαλύτερη εξ αυτών τράπεζα σοβαρές εσωτερικές αδυναμίες όσον αφορά τη διακυβέρνηση, τη διαχείριση των κινδύνων και τις πρακτικές δανεισμού», σημειώνεται σχετικά.
«Ασυνέχεια και αδιαφάνεια» στο ΤΧΣ
Σοβαρές ευθύνες αναγνωρίζει το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο στον έλεγχο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, στο πρώτο πρόγραμμα σχεδιάστηκε η αρχική δομή διακυβέρνησης του ΤΧΣ, η οποία, ωστόσο, δεν εξασφάλιζε αυξημένη ανεξαρτησία από τις αρχές. Παρά τον όρο που περιλαμβανόταν στο δεύτερο πρόγραμμα, βάσει του οποίου το ΤΧΣ έπρεπε να έχει διοικητική δομή δύο επιπέδων (απαρτιζόμενη από το Γενικό Συμβούλιο και την Εκτελεστική Επιτροπή), τα προβλήματα ανεξαρτησίας δεν επιλύθηκαν. Της αδυναμίας αυτής επελήφθη το τρίτο πρόγραμμα, με την έμφαση που δόθηκε για πρώτη φορά στη διαδικασία επιλογής των ανώτατων στελεχών του ΤΧΣ. Ωστόσο, οι λύσεις που προτείνονταν στο δεύτερο και το τρίτο πρόγραμμα δεν διασφάλιζαν επαρκώς την αποδοτική διάκριση αρμοδιοτήτων και εξουσιών μεταξύ των δύο οργάνων λήψης αποφάσεων.
«Η διαδικασία λήψης αποφάσεων του ΤΧΣ ήγειρε επίσης σοβαρές ανησυχίες ως προς τη διαφάνειά της. Παραδείγματος χάριν, το 2013, το ΤΧΣ ενέκρινε την πώληση πλειοψηφικής συμμετοχής σε θυγατρική τράπεζας, παρότι η συναλλαγή δεν βασίστηκε σε ανταγωνιστική διαδικασία υποβολής προσφορών με περισσότερους συμμετέχοντες», σημειώνεται στην έκθεση.
Αλλά το Ελεγκτικό Συνέδριο επιρρίπτει ευθύνες στην Κομισιόν και για το γεγονός ότι εντόπισε μία συγκεκριμένη περίπτωση κατά την οποία, το 2013, η Επιτροπή δεν εξέφρασε με πειστικό τρόπο τις αμφιβολίες της στο ΤΧΣ σχετικά με τη δυνητική συγχώνευση δύο τραπεζών. «Η συναλλαγή ανετράπη αργότερα, αλλά η καθυστέρηση είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια ευκαιρίας ανακεφαλαιοποίησης μίας εκ των δύο εν μέρει με ιδιωτικά κεφάλαια (τελικά, η τράπεζα ανακεφαλαιοποιήθηκε πλήρως από το ΤΧΣ)», σημειώνεται στην έκθεση.
Όπως υπογραμμίζεται στην έκθεση, οι όροι του προγράμματος είχαν ως αποτέλεσμα συχνές αλλαγές στην ανώτατη διοίκηση του ΤΧΣ (34 στελέχη την πρώτη εξαετία, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων προέδρων και τεσσάρων διευθυνόντων συμβούλων), πρακτική η οποία ενείχε κινδύνους ασυνέχειας στη γνώση του αντικειμένου και μειωμένης επιρροής στις τράπεζες στις οποίες το ΤΧΣ ήταν μέτοχος.
Κριτική για τα Μνημόνια
Το Ελεγκτικό Συνέδριο προχωρεί σε μια συνολική αποτίμηση των Μνημονίων τονίζοντας τα εξής: «Σε όλους τους τομείς πολιτικής, η υλοποίηση ορισμένων βασικών μεταρρυθμίσεων κατέγραψε σημαντική καθυστέρηση ή δεν ήταν αποτελεσματική. Συνολικά, μολονότι ο σχεδιασμός των όρων επέτρεψε όντως στις μεταρρυθμίσεις να προχωρήσουν, διαπιστώσαμε αδυναμίες. Ορισμένα βασικά μέτρα δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένα ή προσαρμοσμένα στις συγκεκριμένες τομεακές αδυναμίες. Για άλλα, κατά τη διαδικασία σχεδιασμού, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έλαβε συνολικά υπόψη την ικανότητα της Ελλάδας να τα εφαρμόσει και, έτσι, δεν προσάρμοσε ανάλογα την εμβέλεια και τον χρονισμό τους. Εντοπίσαμε επίσης περιπτώσεις όρων με υπερβολικά περιορισμένη εμβέλεια που απέβλεπαν στην αντιμετώπιση βασικών τομεακών ανισορροπιών, καθώς και καθυστερημένη ενσωμάτωση στα προγράμματα μέτρων για την αντιμετώπιση βασικών ανισορροπιών».
Τι απαντά η Κομισιόν
Ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μαργαρίτης Σχοινάς κληθείς να σχολιάσει την έκθεση ανέφερε από τις Βρυξέλλες πως η Κομισιόν λαμβάνει υπόψη τις παρατηρήσεις του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και έχει ενσωματώσει τις παρατηρήσεις του στο εφαρμοζόμενο πρόγραμμα.
Για τα επιμέρους θέματα της έκθεσης η Κομισιόν μεταθέτει τις ευθύνες στις ελληνικές κυβερνήσεις, την Τράπεζα της Ελλάδος και το ΤΧΣ.
Για την ανακεφαλαιοποίηση του 2015 που οδήγησε στην εξαΰλωση της συμμετοχής του ΤΧΣ στα πιστωτικά ιδρύματα και σε μη ανακτήσιμη ζημία 40 δισ. ευρώ τους Έλληνες φορολογούμενους η Κομισιόν σημειώνει τα εξής: «Στην ανακεφαλαιοποίηση του 2015, δεν καθορίστηκε εκ των προτέρων ελάχιστη τιμή για τη συμμετοχή του ΤΧΣ, λόγω των συγκεκριμένων συνθηκών της αγοράς και, κατόπιν απόφασης των αρχών, η τιμή εγγραφής για το ΤΧΣ καθορίστηκε από μια διαδικασία αγοράς μετοχών την οποία πραγματοποίησαν και παρακολούθησαν διεθνείς εμπειρογνώμονες».
Για την εποπτεία των τραπεζικών διοικήσεων η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απάντησε ως εξής: «Η συμφωνία σχετικά με τη διοίκηση της τράπεζας, όπως αναγνωρίζεται από τη νομοθεσία της ΕΕ, είναι έργο των μετόχων. Αρχικά, το ΤΧΣ δεν ενεπλάκη με την αιτιολογία ότι οι ριζικές αλλαγές στη διακυβέρνηση εν μέσω σοβαρής κρίσης θα όξυναν τις εκροές καταθέσεων, θα αποστερούσαν αυτές τις τράπεζες από έμπειρα διοικητικά στελέχη και επομένως θα δημιουργούσαν σοβαρούς κινδύνους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Εκείνη την περίοδο πολλές τράπεζες επρόκειτο να πραγματοποιήσουν αύξηση κεφαλαίου προκειμένου να καλύψουν τις σημαντικές κεφαλαιακές ανάγκες τους. Καθώς δεν υπήρξε έγκαιρη πρόοδος για την ενίσχυση της διακυβέρνησης των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών, το ζήτημα περιεληφθη στο τρίτο πρόγραμμα του ESM». Κατά την Κομισιόν οι πρόσθετες πλέον απαιτήσεις που θεσπίσθηκαν «εξασφαλίζουν τη σύσταση διοικητικών συμβουλίων υψηλότερης ποιότητας και ελεύθερων από εξωτερικές παρεμβάσεις».