Συνεχίζουν να σφίγγουν το ζωνάρι τα ελληνικά νοικοκυριά – Αποκαλυπτική έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ
Πτώση 2,5% κατέγραψε το 2016 η συνολική μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών με το 1 στα 5 ευρώ του οικογενειακού προϋπολογισμού να πηγαίνει για είδη διατροφής (20,7%). Συνολικά η μέση μηνιαία δαπάνη των μεταξύ 2010 και 2016 νοικοκυριών υποχώρησε κατά 28,8%, γεγονός που αποτυπώνει τη μεγάλη μείωση των εισοδημάτων τους την ίδια περίοδο.
Σύμφωνα με την Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) έτους 2016 της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) η συνολική μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών (αγορές), για το 2016, ανήλθε στα 5,71 δισ. ευρώ, μειωμένη κατά 2,5% ή 147,1 εκατ. ευρώ, σε σύγκριση µε το 2015.
Η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές, για το 2016, ανήλθε στα 1.392,03 ευρώ, καταγράφοντας μείωση κατά 2% ή 28,97 ευρώ, σε σύγκριση µε το 2015. Η μέση συνολική δαπάνη για κάθε άτομο, για το 2016, ανήλθε στα 538,94 ευρώ, καταγράφοντας μείωση κατά 2% ή 11,24 ευρώ, σε σύγκριση µε το 2015. Σε πραγματικούς όρους, η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών μειώθηκε ακριβώς κατά το ίδιο ποσοστό (2% ή 28,97 ευρώ), λόγω της μηδενικής επίδρασης του πληθωρισμού.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής (20,7%) και ακολουθούν η στέγαση (13,8%) και οι μεταφορές (12,9%), ενώ οι υπηρεσίες εκπαίδευσης αντιστοιχούν στο μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,2%).
Όσον αφορά στις δαπάνες στα είδη διατροφής, σε σχέση µε την προηγούμενη έρευνα (2015), παρατηρείται μείωση της μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιµές), για μεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυμούς φρούτων και λαχανικών (7,1%), φρούτα (5,2%), ψάρια (4,0%), γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (3,9%), λαχανικά (2,6%), κρέας (1,2%), ζάχαρη, μαρμελάδες, μέλι κλπ. (0,4%) και αλεύρι, ψωμί και δημητριακά (0,3%), ενώ παρατηρείται αύξηση της μηνιαίας δαπάνης για καφέ, τσάι και κακάο (7,4%) και έλαια και λίπη (0,2%).
Η Ελληνική Στατιστική Αρχή καταγράφει μείωση της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών κατά 28,8% μεταξύ 2010 και 2016. Στην εν λόγω περίοδο, η μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται στα διαρκή αγαθά (-59%), ενώ η μικρότερη μείωση παρατηρείται στα είδη διατροφής (-17,3%).
Υποφέρουν οι ηλικιωμένοι
Σύμφωνα με την έρευνα, νοικοκυριά µε ένα άτομο µόνο, ηλικίας 65 ετών και άνω, έχουν λιγότερες δαπάνες κατά 54,3% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της Χώρας. Νοικοκυριά που αποτελούνται από ένα ζευγάρι µε δυο παιδιά έως και 16 ετών έχουν περισσότερες δαπάνες κατά 40,0% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας. Νοικοκυριά µε υπεύθυνο οικονομικά µη ενεργό ή άνεργο δαπανούν, κατά µέσο όρο, το 77,1 % της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας, ενώ αυτά µε υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο µε μισθωτούς δαπανούν το 213,4% αυτής.
Τα νοικοκυριά µε υπεύθυνο ηλικίας 45-54 ετών δαπανούν, κατά µέσο όρο, περισσότερο. Πιο συγκεκριμένα, τα νοικοκυριά αυτά δαπανούν, κατά µέσο όρο, το 127,1 % της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας. Τα νοικοκυριά µε τη μικρότερη ποσοστιαία συμμετοχή για το 2016 ήταν αυτά µε υπεύθυνο ηλικίας 75 ετών και άνω (61,0% αυτής).
Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν κατά µέσο όρο 1.134,13 ευρώ μηνιαίως, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 1.464,08 ευρώ. Επομένως, τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν, κατά µέσο, όρο 22,5% λιγότερο από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αστικές περιοχές.
Διευρύνονται οι ανισότητες
Από την ίδια έρευνα προκύπτει πως το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,5 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,6 για το 2015). Ο δείκτης μειώνεται στο 4,2, όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη και οι τεκμαρτές δαπάνες (τελική καταναλωτική δαπάνη).
Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 32,2% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 14,2%.
O κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 18,2% του πληθυσμού της χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη µόνο η ισοδύναμη δαπάνη µε τρόπο κτήσεως την αγορά (18,3% το 2015), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 11,3% του πληθυσμού (13,4% το 2015), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, µη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κλπ.)
Η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 32,6% των δαπανών των µη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 32,1% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής, ενώ τα µη φτωχά το 19,8%. Λόγω της σύνθεσης των φτωχών νοικοκυριών (ηλικιωμένοι, ανασφάλιστοι, κλπ.), η δαπάνη τους για την υγεία ανέρχεται στο 9,3% του μέσου προϋπολογισμού τους, ενώ η αντίστοιχη δαπάνη των µη φτωχών ανέρχεται στο 7,8%.