Πληγή η υπερφορολόγηση για τις ελληνικές ξενοδοχειακές μονάδες
Τα ξενοδοχεία στην Ελλάδα υπόκεινται στον δεύτερο υψηλότερο συντελεστή φορολόγησης εισοδημάτων στην Ευρώπη και λειτουργούν υπό δυσμενείς συνθήκες που ροκανίζουν την ανταγωνιστικότητα τους.
Σύμφωνα με έρευνα της Grant Thornton τα ξενοδοχεία συμβάλλουν στην ελληνική οικονομία με 17,36 δισ. ευρώ (9,87% του ΑΕΠ), αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 52% της συμβολής που δημιουργεί ο τουρισμός συνολικά στην οικονομία. Δημιουργούν θέσεις απασχόλησης για πάνω από 236 χιλιάδες άτομα, μέγεθος που αντιστοιχεί στο 6,48% της απασχόλησης της χώρας.
Ωστόσο, παρά τη θετική τους συμβολή στην οικονομία της χώρας τα ελληνικά ξενοδοχεία χάνουν διαρκώς μερίδιο ανταγωνιστικότητας, λόγω της υψηλής φορολόγησης τους και του αθέμιτου ανταγωνισμού.
Σύμφωνα με την Grant Thornton με εξαίρεση την περίπτωση της Γαλλίας, οι υπόλοιπες ανταγωνίστριες χώρες της Ελλάδος έχουν υιοθετήσει σαφώς χαμηλότερους συντελεστές εισοδήματος σε σχέση με την Ελλάδα. Ως προς την έμμεση φορολογία, το ξενοδοχειακό προϊόν στην Ελλάδα επιβαρύνεται με τον υψηλότερο συντελεστή διαμονής και τον υψηλότερο λοιπών υπηρεσιών.
Τα σχετικά στοιχεία δείχνουν πως στην Ελλάδα τα ξενοδοχεία είναι υποχρεωμένα, λόγω υπερφορολόγησης, να θέσουν στο τελικό προϊόν τους τιμές υψηλότερες κατά 3,21% έως 6,77% σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές τους προκειμένου να επιτύχουν αντίστοιχα ποσοστά κέρδους με εκείνα των άλλων χωρών.
Έτσι, τα ξενοδοχεία υποχρεώνονται τελικά να συμβιβαστούν με σαφώς χαμηλότερα περιθώρια κέρδους, προκειμένου να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους.
Επειδή η μέση τουριστική δαπάνη στην Ελλάδα είναι χαμηλή, ειδικά σε σύγκριση με εκείνη των ανταγωνιστριών χωρών, το μέσο περιθώριο κέρδους των ξενοδοχείων της χώρας μετά από φόρους περιορίζεται στο 1,52%.
Η υψηλή φορολόγηση συρρικνώνει τα επίπεδα κερδοφορίας, περιορίζοντας τις δυνατότητες των ξενοδοχείων να προχωρήσουν σε επενδύσεις για τη βελτίωση ή διατήρηση της ποιότητας των υπηρεσιών τους, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κίνδυνοι υποβάθμισης της λειτουργικής αποτελεσματικότητάς τους. Συγχρόνως, εγκλωβίζονται σε συνθήκες αδυναμίας αντιμετώπισης κάποιας έκτακτης δαπάνης, με αποτέλεσμα να τίθενται εντέλει κίνδυνοι βιωσιμότητας.