INSIGHTS

Τάσος Αναστασάτος: Οι προκλήσεις της ανάπτυξης

Τάσος Αναστασάτος: Οι προκλήσεις της ανάπτυξης
Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών

 Η καλύτερη του αρχικώς αναμενομένου ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2021, δημιουργεί υψηλές προσδοκίες για το 2022.

Η διαφαινόμενη, σταδιακή, αποδρομή της πανδημίας αναθερμαίνει την αισιοδοξία των καταναλωτών και τροφοδοτεί ελπίδες για μία δυναμική χρονιά στον τουρισμό φέτος.

Ταυτόχρονα, η απόφαση της ΕΚΤ για ευέλικτη επανεπένδυση των κεφαλαίων τα οποία επενδύθηκαν σε ελληνικά ομόλογα στο πλαίσιο του PEPP κρατά το κόστος χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας ακόμη σε ικανοποιητικά επίπεδα, τηρουμένων των αναλογιών, ενώ και οι αγορές διάκεινται ευνοϊκά απέναντι στα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία.

Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) και του ΕΣΠΑ 2021-2027 υπόσχονται τόνωση της ζήτησης και κινητροδότηση αλλαγής αναπτυξιακού μοντέλου προς όφελος των πράσινων τεχνολογιών και της ψηφιοποίησης. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι εξέλιπαν οι κίνδυνοι ή ότι η βιώσιμη ανάπτυξη θα προκύψει άκοπα.

Καταρχάς, το αποτέλεσμα του 2021 βασίστηκε σε σημαντικό βαθμό, στην ένεση από τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης, αξίας 16,9 δισ. ευρώ (πλέον 23,1 δισ. ευρώ το 2020). Αυτός ο τελευταίος παράγοντας δεν θα υπάρχει φέτος: το μέτρα στήριξης θα περιοριστούν (κατά τον προϋπολογισμό θα είναι 3,3 δισ. ευρώ, αν και ήδη το νούμερο αυτό αναθεωρείται ανοδικά) και το δημοσιονομικό έλλειμμα θα πρέπει να περιοριστεί, από το 9,6% του ΑΕΠ το 2021 σε 4% του ΑΕΠ φέτος.

Η συζήτηση έχει ήδη αρχίσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την επιστροφή σε ατραπό δημοσιονομικής σταθερότητας και την άρση της ρήτρας διαφυγής. Ωστόσο, μία χώρα με τόσο υψηλό χρέος όπως η Ελλάδα έχει ούτως ή άλλως μειωμένα περιθώρια χαλαρότητας. Μερική αντιστάθμιση της δημοσιονομικής συστολής θα προκύψει από τους πόρους του ΤΑΑ, όμως αυτό αφορά επενδύσεις και όχι εισοδηματικές ενισχύσεις, προϋποθέτει business plans με σφιχτά χρονοδιαγράμματα και αιρεσιμότητες και εστιάζει σε συγκεκριμένες δραστηριότητες.

Καταγράφονται κάποιες καθυστερήσεις στην εκταμίευση των πόρων. Αυτό είναι ταμειακό ζήτημα και μπορεί να αντιμετωπιστεί, καθότι το ελληνικό Δημόσιο διαθέτει υπερεπαρκή ρευστότητα. Το σημαντικό ζήτημα έγκειται στην χρήση των πόρων καθώς απαιτείται να επιδειχθεί συνέπεια στην προτεραιοποίηση εκείνων των πρότζεκτς που μεγιστοποιούν τα πολλαπλασιαστικά οφέλη στο ΑΕΠ.

Οι πληθωριστικές πιέσεις, που έρχονται και στην Ελλάδα με κάποια καθυστέρηση σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη, είναι μία ακόμα εστία ανησυχίας. Παρότι το βασικό σενάριο της ΕΚΤ ομιλεί περί ενός προσωρινού φαινομένου που θα εκτονωθεί εντός μηνών, ωστόσο κερδίζει έδαφος η πιθανότητα μεγαλύτερης διάρκειας από την αρχικώς εκτιμηθείσα.

Επιπροσθέτως, το σκέλος των πιέσεων που αφορά την ενέργεια είναι αρκετά πιθανόν να επανέλθει και στο μέλλον, δεδομένου ότι σχετίζεται με την ταχύτητα μετάβασης προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την ανεπάρκεια υποδομών σε επίπεδο ΕΕ στο καύσιμο βάσης, που έχει επιλεγεί να είναι το φυσικό αέριο.

Εν τω μεταξύ, δεδομένου και ότι η ευρωπαϊκή οικονομία ξεπερνά της διαταραχή της πανδημίας, η ΕΚΤ θα μπει κάποια στιγμή σε πορεία κανονικοποίησης της νομισματικής πολιτικής, αρχικά με μείωση του ρυθμού αγορών χρεογράφων και μετά με αυξήσεις επιτοκίων. Η Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμη γι’ αυτή την εξέλιξη.

Πρέπει να επιστρέψει σε πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα και, ταυτόχρονα, να εντείνει την προσπάθειά της για την διεξαγωγή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα της επιτρέψουν να αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα το συντομότερο δυνατόν, προϋπόθεση απαραίτητη για τη θωράκιση των αναπτυξιακών προοπτικών.

* Ο Τάσος Αναστασάτος είναι επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών