INSIGHTS

Νίκος Βέττας: Κρίσιμες αποφάσεις στη νέα χρονιά

Νίκος Βέττας: Κρίσιμες αποφάσεις στη νέα χρονιά
Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών INTIME NEWS

Περίπου ένα έτος μετά την αρχή της πανδημίας και της βαθιάς οικονομικής κρίσης που προκαλεί, ισχυρές αβεβαιότητες παραμένουν σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ότι αρχίζει να φαίνεται το τέλος της κρίσης δεν σημαίνει πως αυτό είναι κοντά. Ούτε ότι η πορεία προς τα εκεί είναι δεδομένη.

Για την ίδια την υγειονομική κρίση, δεν υπάρχει περιθώριο να υποτιμηθεί το μέγεθος των προκλήσεων που απομένουν στους επόμενους μήνες, τόσο άμεσα για το σύστημα υγείας όσο και για τη διαχείριση των επιδράσεων στην κοινωνία. Ενώ όσο βαθαίνει η οικονομική ύφεση, τόσο πιο δύσκολη θα γίνεται η διαχείρισή της.

Όπως και στις άλλες χώρες έτσι και στην Ελλάδα, οι επόμενες αποφάσεις και εξελίξεις θα είναι κρίσιμες. Οι πρώτοι μήνες του έτους είναι επικίνδυνοι για νέα έξαρση κρουσμάτων, ενώ από την άνοιξη, θα πρέπει να γίνει διαχείριση των διαφορετικών δυναμικών που θα δημιουργούν από τη μια ο σταδιακός εμβολιασμός μέρους του πληθυσμού και από την άλλη η ανάγκη επιστροφής στην κανονικότητα.

Σταδιακά, όμως, μέσα στο έτος, η οικονομία και η κοινωνία θα αφήσουν τη θέση άμυνας που έχουν σήμερα και θα τοποθετούνται για την επόμενη μέρα. Αυτό θα σημαίνει συστηματική προσπάθεια να επουλωθούν οι πληγές και κυρίως προετοιμασία για την ανάπτυξη νέων οικονομικών και άλλων κοινωνικών δραστηριοτήτων.

Καθώς η παγκόσμια οικονομική ύφεση αποδείχτηκε ιδιαίτερα βαθιά, η μεγαλύτερη εδώ και πολλές δεκαετίες, και δεδομένων και των μεγάλων συσσωρευμένων ανισορροπιών της οικονομίας προηγουμένως, η ανταπόκριση από τη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική έχει υπάρξει γενικά πολύ ισχυρή. Κινήθηκε σε μη συμβατικές περιοχές και εμφανίζεται συντονισμένη σε αρκετά ικανοποιητικό επίπεδο. Τα μέτρα πολιτικής που ελήφθησαν από τις κεντρικές τράπεζες και τις κυβερνήσεις, κατά τη χρονιά που μόλις ολοκληρώθηκε, μετρίασαν σε μεγάλο βαθμό την ίδια την ύφεση και κυρίως τις επιπτώσεις της στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που πλήττονται, με έμφαση στη συγκράτηση της ανεργίας.

Μια ακόμη σημαντική επίδραση των μέτρων πολιτικής είναι πως συνδυαστικά άμβλυναν πολύ την ανησυχία για μια ενδεχόμενη κατάρρευση των οικονομιών σε συνέχεια της κρίσης, που θα είχε ανεξέλεγκτες δευτερογενείς συνέπειες. Αυτή η επίδραση έχει υπάρξει, προς το παρόν, πολύ σημαντική ως προς τη διαμόρφωση σχετικά σταθερών και θετικών προσδοκιών για μετά την κρίση.

Όμως, τα ισχυρά μέτρα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόζονται έχουν πρωτοφανή φύση και μέγεθος που δεν επιτρέπει να συνεχιστούν για πολύ ακόμη χωρίς το κόστος τους να αυξάνεται εκθετικά. Ειδικά, καθώς τα μέτρα μεταφέρουν κόστος και υποχρεώσεις στο μέλλον και τείνουν να δημιουργούν υψηλά χρέη, ιδιωτικά και δημόσια.

Ο χειρισμός αυτών των χρεών αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση κατά την έξοδο από την κρίση. Επίσης, η γενικευμένη χρηματοδότηση και η αναστολή κανόνων αμβλύνουν τα οικονομικά κίνητρα και, αν δεν υπάρξει κατάλληλη μέριμνα, οδηγούν σε υπερβολικά ομοιόμορφες και αναποτελεσματικές οικονομικές συμπεριφορές. Συνολικά, αν και δεν αναμένεται λήξη των μέτρων κατά την τρέχουσα χρονιά, αναμένεται σταδιακή αντιστροφή των πολιτικών.

Σε μακροοικονομικό επίπεδο, η ισορροπία ανάμεσα σε ένα περιβάλλον υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης αλλά χωρίς πληθωρισμό ή επιτόκια θα αποτελεί κεντρικό ζητούμενο. Σε μικροοικονομικό επίπεδο, το ζήτημα κεντρικής σημασίας θα είναι σταδιακή μετακίνηση εργασίας και κεφαλαίου από θνησιγενείς επιχειρήσεις και κλάδους σε περισσότερο δυναμικούς.

Συνολικά, πάντως, και κατά μέσο όρο, κατά την επόμενη χρονιά στην ελληνική οικονομία αναμένεται ανάκαμψη. Αυτή δεν θα επαναφέρει άμεσα την οικονομία εκεί που ήταν πριν την κρίση – αυτό μάλλον θα απαιτήσει ένα επιπλέον έτος. Θα είναι όμως ισχυρή, εκφράζοντας συσσωρευμένη ζήτηση και θα στηρίζεται στις πολιτικές χρηματοδότησής της που δρομολογούνται. Η ανάκαμψη, επίσης, σε καμία περίπτωση δεν θα είναι ομοιόμορφη.

Η υγειονομική κρίση και οι εξελίξεις στην τεχνολογία λειτουργούν ως επιταχυντές και αλλάζουν διαδικασίες παραγωγής, το πώς διασυνδέονται και ανταγωνίζονται οι επιχειρήσεις, και τη φύση της κατανάλωσης. Τομείς με ιδιαίτερη σημασία για την ελληνική οικονομία, από το λιανικό εμπόριο έως τον τουρισμό και από τις μεταφορές έως την εστίαση, πλήττονται βαριά. Άλλοι τομείς και ειδικοί κλάδοι θα μπορούν να αναπτυχθούν τεχνολογικά και να αυξήσουν άμεσα την παραγωγικότητα και εξωστρέφειά τους.

Ο ρόλος του κράτους και των πολιτικών επιλογών θα είναι επίσης κεντρικός κατά το επόμενο διάστημα. Τα υψηλά συσσωρευμένα ιδιωτικά χρέη, η πίεση στην αγορά για εισοδήματα μέσω επιδομάτων και διευθετήσεων, η προσδοκία για επιμέρους στόχευση των ευρωπαϊκών πόρων, συντείνουν καταρχήν προς την κατεύθυνση της υπερβολικής συγκέντρωσης αποφάσεων και εξουσιών.

Αυτό που χρειάζεται η ελληνική οικονομία είναι, όμως, επείγουσα και συστηματική απλούστευση κανόνων και διαδικασιών, ώστε να δημιουργηθεί μια νέα δυναμική, με ενίσχυση της εργασίας και της επιχειρηματικότητας. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορεί να υπάρξει ένα νέο ξεκίνημα και διασύνδεση με τις εξαιρετικές ευκαιρίες που αναμένεται πως θα εμφανιστούν στην παγκόσμια οικονομία.

* O Νίκος Βέττας είναι Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών