INSIGHTS

Γιάννης Στουρνάρας: Οι βασικές προοπτικές και οι κίνδυνοι της Ελληνικής οικονομίας

Γιάννης Στουρνάρας: Οι βασικές προοπτικές και οι κίνδυνοι της Ελληνικής οικονομίας
Γιάννης Στουρνάρας, Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος INTIME NEWS

Μετά τη δραματική υποχώρηση του παγκόσμιου ΑΕΠ το β΄ τρίμηνο του 2020 ως αποτέλεσμα των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν λόγω της πανδημίας, παρατηρήθηκε έντονη οικονομική ανάκαμψη διεθνώς το γ΄ τρίμηνο του έτους.

Στη συνέχεια όμως, οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας επισκιάστηκαν από τη ραγδαία επιτάχυνση της εξάπλωσης της πανδημίας, η οποία καταγράφεται από το φθινόπωρο, και από το νέο κύμα περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν.

Ωστόσο, η πρόοδος που σημειώθηκε στο τέλος του χρόνου ως προς την παρασκευή και διάθεση κατάλληλου εμβολίου, δημιουργεί πλέον θετικότερο κλίμα. Επιπλέον, η πρωτοφανής σε ύψος και μέγεθος αντίδραση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς και η λήψη των κατάλληλων εποπτικών μέτρων για τις τράπεζες, μειώνει την αβεβαιότητα και μετριάζει τις συνέπειες σε όρους απασχόλησης και εισοδήματος στις προηγμένες οικονομίες.

Εντούτοις, η επιστροφή του ΑΕΠ στα προ της κρίσης επίπεδα αναμένεται να είναι βραδεία και άνιση μεταξύ των οικονομιών και των οικονομικών περιοχών, ως απόρροια της ασύμμετρης εξέλιξης της υγειονομικής κρίσης, των διαφορετικών αρχικών οικονομικών συνθηκών και των αποκλίσεων στο μέγεθος του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου για άσκηση περαιτέρω διακριτικής πολιτικής.

Με βάση το βασικό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος, η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα αναμένεται να ανακάμψει με 4,2% και 4,8% το 2021 και το 2022 αντιστοίχως, μετά την εκτιμώμενη πτώση της κατά 10% το 2020. Η επαναφορά της οικονομίας σε αναπτυξιακή τροχιά θα πρέπει να συνδυαστεί με τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης, το οποίο θα επιταχύνει τον ψηφιακό και τον εν γένει τεχνολογικό μετασχηματισμό, θα ενσωματώνει τις αρχές της πράσινης και κυκλικής οικονομίας και θα εδράζεται στη συνεχή επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο.

Κρίσιμη, από την άποψη αυτή, θεωρείται η έγκαιρη αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης “Next Generation EU” (NGEU) για την περίοδο 2021-2026 συνολικού ύψους 32 δισεκ. ευρώ σε σταθερές τιμές 2018, με την υλοποίηση αναπτυξιακών δράσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας σχετικών με την εξοικονόμηση ενέργειας, τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, τον ψηφιακό μετασχηματισμό του δημόσιου τομέα και την ενίσχυση του τομέα της υγείας.

Απαραίτητες προϋποθέσεις είναι ο αποτελεσματικός σχεδιασμός και συντονισμός των δράσεων, η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, αλλά και η αξιοποίηση οικονομιών κλίμακας από τη συμμετοχή όσων ελληνικών και ξένων επιχειρήσεων χαρακτηρίζονται από υψηλή εξωστρέφεια, διοικητική και χρηματοοικονομική επάρκεια και από την απαραίτητη τεχνογνωσία.

Μια τέτοια εξέλιξη ενίσχυσης των παραγωγικών υποδομών της οικονομίας εκτιμάται ότι θα τονώσει την επενδυτική ζήτηση στην οικονομία, θα επιταχύνει το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων και θα πολλαπλασιάσει τις συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ). Μαζί με τους πόρους από το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ) 2021-2027, και με την άσκηση μιας, συνεπούς με μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομική ισορροπία, οικονομικής πολιτικής, εκτιμάται ότι η ελληνική οικονομία έχει μια σημαντική ευκαιρία να επιτύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, κοντά στο 3,5% κατά μέσο όρο, την επόμενη δεκαετία.

Όσον αφορά τους κινδύνους που περιβάλλουν το βασικό σενάριο των προβλέψεων της Τράπεζας της Ελλάδος, ο μεγαλύτερος κίνδυνος σχετίζεται με την πρόσφατη αναζωπύρωση της πανδημίας του κορωνοϊού, η οποία τείνει να καθυστερήσει την επιστροφή στην κανονικότητα.

Περαιτέρω κλιμάκωση της πανδημίας, που θα συνοδευόταν από παρατεταμένη διάρκεια των μέτρων περιορισμού της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, δύναται να έχει πιο έντονες και επίμονες επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία και ιδιαίτερα στους κλάδους εκείνους που σχετίζονται με τις υπηρεσίες και κυρίως τον τουρισμό. Επιπλέον, μια αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων εξαιτίας της ύφεσης θα στερούσε πόρους από παραγωγικές επενδύσεις.

Οι κίνδυνοι από το εξωτερικό περιβάλλον συνδέονται κυρίως με την αβεβαιότητα ως προς τη διάρκεια και την ένταση της πανδημίας, με πιθανή μια βραδύτερη και πιο αδύναμη ανάκαμψη της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής οικονομίας.

Αντίθετα, μια θετικότερη του αναμενομένου έκβαση θα μπορούσε να συνδεθεί με την ταχεία διάθεση των εμβολίων στο ευρύ κοινό. Επίσης, η ταχύτερη απορρόφηση και αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NGEU θα μπορούσε να δώσει μεγαλύτερη ώθηση στις αναπτυξιακές προοπτικές τις ελληνικής οικονομίας.

Σε μια οικονομία με υψηλό δημόσιο χρέος και περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο, όπως η ελληνική, η δημοσιονομική επέκταση θα πρέπει να παραμείνει στοχευμένη και προσωρινού χαρακτήρα, ώστε να διαφυλαχθεί η βιωσιμότητα του χρέους και να μην κινδυνεύσει να μετατραπεί η πανδημική κρίση σε μια κρίση χρέους.

Επιπλέον, το ταμειακό απόθεμα ασφαλείας θα πρέπει να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα, καθώς συμβάλλει στη διατήρηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και κατά συνέπεια στον περιορισμό του κινδύνου αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους. Μετά την πανδημία, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει και πάλι να εστιάσει στη σταδιακή μείωση των ελλειμμάτων και στην επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας, ώστε να εξασφαλιστεί η μακροχρόνια βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών.

Η διαδικασία απόσυρσης της κρατικής στήριξης θα πρέπει να συντονιστεί με τη σταδιακή επιστροφή σε θετικούς και ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, ώστε να μετριαστεί ο κίνδυνος εγκλωβισμού σε μια κατάσταση μακροχρόνιας οικονομικής στασιμότητας με διαρκείς αποπληθωριστικές πιέσεις.

Παρά την ανάγκη δημοσιονομικής σταθεροποίησης που θα προκύψει τα επόμενα χρόνια, η δημοσιονομική πολιτική, εφόσον υιοθετηθεί το κατάλληλο μίγμα, θα μπορεί και πάλι να υποβοηθά την ανάπτυξη. Για παράδειγμα, μια περαιτέρω μείωση των φορολογικών συντελεστών και των ασφαλιστικών εισφορών θα στηρίξει την εργασία και την οικονομική ανάπτυξη και θα λειτουργήσει ως κίνητρο για μείωση της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας.

Επιπλέον, δεδομένου του μεγάλου επενδυτικού κενού στην ελληνική οικονομία, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να έχει ισχυρό επενδυτικό προσανατολισμό, με αύξηση φιλικών προς την ανάπτυξη δημόσιων δαπανών, οι οποίες συμβάλλουν και στην αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων με σημαντικά και διατηρήσιμα αναπτυξιακά αποτελέσματα.

Παρά τις σημαντικές θεσμικές αλλαγές, όπως η ενεργοποίηση του μηχανισμού “Ηρακλής” και η αναμόρφωση του πτωχευτικού δικαίου, και τη σημαντική αποκλιμάκωση του αποθέματος των ΜΕΔ που έχει ήδη επιτευχθεί, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια συνεχίζουν να αποτελούν μείζον πρόβλημα, το οποίο μάλιστα αναμένεται να ενταθεί όταν αρθούν τα μέτρα στήριξης που υιοθετήθηκαν λόγω της πανδημίας.

Για το λόγο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει στην κυβέρνηση ριζικότερη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων με τη δημιουργία εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού. Παράλληλα, η εν λόγω πρόταση αντιμετωπίζει και το πρόβλημα που προκύπτει από το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της κεφαλαιακής βάσης του ελληνικού τραπεζικού τομέα αποτελεί η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση.

Η ελληνική οικονομία έχει πληγεί σε σημαντικό βαθμό από την υγειονομική και οικονομική κρίση, παρά τις εγχώριες και ευρωπαϊκές δράσεις ανάσχεσης των επιπτώσεων της πανδημίας. Το δεύτερο κύμα της πανδημίας και τα νέα γενικευμένα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν προκειμένου να διασφαλιστεί η δημόσια υγεία μείωσαν περαιτέρω την οικονομική δραστηριότητα και αύξησαν την αβεβαιότητα για την πορεία της οικονομίας το αμέσως επόμενο διάστημα.

Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα οι προοπτικές της οικονομίας εμφανίζονται βελτιωμένες, εξαιτίας της προόδου που σημειώθηκε όσον αφορά την παραγωγή και διάθεση αποτελεσματικών εμβολίων για τον κορωνοϊό, καθώς και λόγω των διαθέσιμων πόρων από το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης.

Η πανδημία έχει βαρύτατες υγειονομικές, κοινωνικές, οικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις. Ωστόσο, μέσω των κονδυλίων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης δίνεται η δυνατότητα να αξιοποιηθεί η κρίση ως ευκαιρία για τον εκσυγχρονισμό, την πράσινη μετάβαση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας και την υιοθέτηση ενός βιώσιμου και εξωστρεφούς προτύπου οικονομικής ανάπτυξης.

Οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι δεν θα χαθεί αυτή η ευκαιρία για την Ελλάδα, καθώς και ότι μεσοπρόθεσμα, όταν η ανάκαμψη της οικονομίας επανέλθει σε στέρεη βάση, θα αποκατασταθεί η δημοσιονομική ισορροπία.

* Ο Γιάννης Στουρνάρας είναι Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην ενότητα-αφιέρωμα του CNN Greece «20+1 Προβλέψεις για την Οικονομία το 2021».