Τσάιτας (CFO HELLENiQ ENERGY) στο CNN Greece: Συνεχίζουμε το επενδυτικό μας πλάνο με έμφαση στις ΑΠΕ
Στα δυναμικά αποτελέσματα που εμφάνισε για το 2023 η HELLENiQ ENERGY και το επενδυτικό της πρόγραμμα, αναφέρθηκε ο CFO της εταιρείας κ. Βασίλης Τσάιτας στη συζήτηση που είχε με τον Διευθυντή του CNN Greece, κ. Δημήτρη Πεφάνη, στο πλαίσιο του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών 2024.
Σύμφωνα με τον κ. Τσάιτα, το 2023 ήταν μια εξαιρετική χρονιά για τον όμιλο, καθώς πέτυχε τη δεύτερη καλύτερη επίδοση από πλευράς κερδοφορίας όλων των εποχών.
«Νομίζω το χαρακτηριστικό είναι ότι αυτά τα πολύ καλά αποτελέσματα ήρθαν κυρίως λόγω των πολύ καλών λειτουργικών επιδόσεων σε όλες τις δραστηριότητές μας, κυρίως στη διύλιση με αύξηση παραγωγής και αύξηση εξαγωγών.
Μάλιστα, τόνισε πως οι δραστηριότητες αυτές συνεισέφεραν σημαντικά στη συνολική κερδοφορία που ξεπέρασε τα 1,2 δισ. σε επίπεδο συγκρίσιμων EBITDA.
Συνεχίζουμε το επενδυτικό μας πλάνο
Ταυτόχρονα, ο κ. Τσάιτας τόνισε πως η εταιρεία συνεχίζεί το επενδυτικό της πλάνο, ειδικά όσον αφορά στις ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
«Όπως ξέρετε, έχουμε ένα σχέδιο να αναπτυχθούμε σημαντικά στο κομμάτι των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τόσο στην Ελλάδα που έχουμε ήδη μια ισχυρή θέση, Είμαστε δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός ενέργειας από φωτοβολταϊκά, καθώς και στο εξωτερικό με επέκταση ήδη στην Κύπρο, στη Ρουμανία και στη Βόρεια Μακεδονία, όπου αναπτύσσουμε έργα σε διάφορα στάδια.
Ο στόχος μας είναι να φτάσουμε να ξεπεράσουμε το 1 Γιγαβάτ μέχρι το 2025 και σταδιακά να ξεπεράσουμε τα 2 γιγαβάτ μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Επιπλέον αυτών έχουμε και τη σύμπραξη με τη γερμανική εταιρεία RWE στο κομμάτι των υπεράκτιων αιολικών».
Θέλουμε τα κατάλληλα χρηματοοικονομικά εργαλεία
Όπως επισήμανε ο CFO της HELLENiQ ENERGY, οι επενδύσεις στις ΑΠΕ έχουν το χαρακτηριστικό των χαμηλότερων αποδόσεων, «οπότε είναι κάτι το οποίο πρέπει να διαχειριστούμε με μεγάλη προσοχή».
Ενώ τόνισε πως «θέλουμε τα κατάλληλα χρηματοοικονομικά εργαλεία, ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε σε αυτές τις επενδύσεις και να παράγουμε αξία για τους μετόχους μας.
Πριν από μερικούς μήνες υπογράψαμε μια συμφωνία πλαίσιο με δύο μεγάλες ελληνικές τράπεζες για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης μας στο κομμάτι των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ελλάδα.
Μια συμφωνία που ξεπερνάει τα 550 εκατ. ευρώ και υπό προϋποθέσεις μπορεί να ξεπεράσει και τα 750 εκατ. ευρώ.
Αποτελεί μια ιδιαίτερα καινοτόμα συμφωνία, την πρώτη στην Ελλάδα και μια από τις μεγαλύτερες του είδους του στην Ευρώπη, η οποία μας δίνει την ευχέρεια και τη χρηματοοικονομική δυναμικότητα, να υλοποιήσουμε το πλάνο επενδύσεων μας τα επόμενα δύο χρόνια, για να φτάσουμε καταρχήν το στόχο του ενός Γιγαβάτ που ανέφερα νωρίτερα, έχοντας ένα πλαίσιο πολύ ανταγωνιστικών όρων, το οποίο θα μας βοηθήσει να προχωρήσουμε πολύ γρήγορα στην υλοποίηση του προγραμματισμού μας.
Η ενεργειακή μετάβαση είναι μια μακροπρόθεσμη διαδικασία
Σύμφωνα με τον κ. Τσάιτα, η πρόσφατη ενεργειακή κρίση με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία απέδειξε με τον πλέον εμφατικό τρόπο ότι η ενεργειακή μετάβαση είναι μια ιδιαίτερα μακροπρόθεσμη διαδικασία.
Επιπλέον, έδειξε ότι πέρα από το θέμα της βιωσιμότητας, υπάρχουν και άλλοι στόχοι το κόστος της ενέργειας για τον καταναλωτή, καθώς επίσης η ενεργειακή ασφάλεια.
Ενώ σημείωσε πως «έδειξε ότι ο κλάδος της παραδοσιακής ενέργειας, των υγρών καυσίμων είναι μέρος της λύσης και όχι μέρος του προβλήματος».
«Οπότε νομίζω ότι οι πρωτοβουλίες σε επίπεδο ευρωπαϊκό και ελληνικό, προφανώς από εδώ και πέρα θα πρέπει να είναι πώς θα ενισχύσουμε αυτόν τον κλάδο.
Να τον βοηθήσουμε να προχωρήσει και αυτός στη δική του μετάβαση, ώστε να μειώσει τις εκπομπές σε επίπεδο διαδικασίας και παραγωγής καυσίμων κατ αρχήν και αργότερα στο επίπεδο των εκπομπών που εκλύονται στην κατανάλωση αυτών των καυσίμων για τα επόμενα 20 30 χρόνια που από τι φαίνεται ο κόσμος θα χρειάζεται ακόμα τα προϊόντα που παράγει η βασική μας δραστηριότητα.
Εμείς έχουμε ένα πλάνο ανάπτυξης στα διυλιστήριά μας, το οποίο έχει ιδιαίτερη έμφαση στο κομμάτι της απανθρακοποίησης με έργα που ξεκινούν, ή έχουν ξεκινήσει ήδη στο κομμάτι της βελτίωσης ενεργειακής απόδοσης, της μείωσης των εκπομπών, καθώς επίσης και μεγαλύτερα έργα τα οποία σχεδιάζουμε αυτή τη στιγμή, τα οποία θα μας πάνε στην επόμενη δεκαετία με δραστική βελτίωση του ανθρακικού αποτυπώματος των εγκαταστάσεων και της παραγωγής μας».