ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Γιώργος Κατζουράκης: Επενδύοντας στην πρόληψη για ένα βιώσιμο υγειονομικό οικοσύστημα

Γιώργος Κατζουράκης: Επενδύοντας στην πρόληψη για ένα βιώσιμο υγειονομικό οικοσύστημα

Γιώργος Κατζουράκης, Senior Vice President, Head of Global Product Strategy, Vaccines της GSK

Ερώτηση ΔΠ: Κύριε Κατζουράκη, η διαδρομή σας στον φαρμακευτικό κλάδο αποτελεί υπόδειγμα αριστείας, με αφετηρία την Ελλάδα και εξέλιξη σε διεθνές επίπεδο, όπου ηγηθήκατε κρίσιμων στρατηγικών πρωτοβουλιών. Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις που κληθήκατε να αντιμετωπίσετε σε αυτήν την πορεία και ποιες δεξιότητες θεωρείτε καθοριστικές για τη διαρκή σας επιρροή στον κλάδο;

Απάντηση ΓΚ: Πράγματι, όπως είπατε, ξεκίνησα την επαγγελματική μου πορεία από την Ελλάδα, όπου απέκτησα τις πρώτες μου εμπειρίες στον φαρμακευτικό τομέα, και σύντομα κλήθηκα να ανταποκριθώ σε σύνθετες προκλήσεις σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

Οι δυσκολίες ήταν πολλές—από τη διαχείριση απαιτητικών συγχωνεύσεων και οργανωτικών αλλαγών έως την υλοποίηση στρατηγικών πρωτοβουλιών που επέτρεψαν σε καινοτόμες θεραπείες να φτάσουν ταχύτερα στους ασθενείς, βελτιώνοντας άμεσα την υγεία και την ποιότητα ζωής τους. Σταθμοί αυτής της διαδρομής υπήρξαν η δημιουργία Κέντρων Αριστείας στη GlaxoSmithKline, η ανάληψη της ηγεσίας του ελληνικού υποκαταστήματος και αργότερα η καθοδήγηση περισσότερων από 6.000 εργαζομένων σε 30 χώρες της Ευρώπης, ιδιαίτερα σε περιόδους αβεβαιότητας και κρίσης.

Αν έπρεπε να ξεχωρίσω δύο καθοριστικές δεξιότητες που με βοήθησαν σε αυτό το ταξίδι, θα έλεγα ότι αυτές είναι η προσαρμοστικότητα και η διορατικότητα. Ο φαρμακευτικός κλάδος μεταβάλλεται διαρκώς, απαιτώντας ηγετικές προσωπικότητες που διακρίνουν ευκαιρίες μέσα στις προκλήσεις και ανταποκρίνονται με ταχύτητα. Αυτή η προσέγγιση μου επέτρεψε να συμβάλω στην ανάπτυξη του οργανισμού, να ηγηθώ σημαντικών στρατηγικών μετασχηματισμών—όπως η ενσωμάτωση της τεχνητής νοημοσύνης και της ψηφιακής καινοτομίας—και να έχω ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της φαρμακευτικής πολιτικής στην Ευρώπη και διεθνώς, μέσω εξειδικευμένων πρωτοβουλιών και δράσεων.

Σήμερα, ως επικεφαλής της παγκόσμιας στρατηγικής των εμβολίων της GSK, παραμένω προσηλωμένος στο ίδιο όραμα: τη μεγιστοποίηση του θετικού αντίκτυπου στην υγεία, με επίδραση στη ζωή 1,3 δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Για μένα, αυτό το ταξίδι δεν αφορά μόνο την προσωπική εξέλιξη, αλλά αποτελεί μια αποστολή βαθύτερης σημασίας—να ενισχύσουμε την πρόσβαση σε καινοτόμες θεραπείες και να διασφαλίσουμε ότι η ελληνική αριστεία αποκτά διεθνή αναγνώριση και αντίκτυπο.

Ερώτηση ΔΠ: Κύριε Κατζουράκη, στην πρόσφατη ομιλία σας στην επετειακή εκδήλωση 50 και πλέον ετών της GSK στην Ελλάδα με θέμα «Πρόληψη και Αλλαγή Συμπεριφορικού Μοντέλου» αναδείξατε τη σημασία της χώρας μας στο ευρύτερο υγειονομικό οικοσύστημα. Ποια είναι η θέση της Ελλάδας στη διεθνή στρατηγική της GSK και ποιον ρόλο διαδραματίζει στην ανάπτυξη της εταιρείας;

Απάντηση ΓΚ: Στην πολυετή διαδρομή μου στην GSK, είχα τη χαρά να υπηρετήσω σε διάφορους ρόλους, μεταξύ αυτών και ως επικεφαλής της Ευρώπης, προτού αναλάβω πρόσφατα την ευθύνη της χάραξης της στρατηγικής του τομέα των εμβολίων παγκοσμίως για την εταιρεία. Από αυτή τη θέση, είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω από κοντά τη σημαντική συμβολή της Ελλάδας, τόσο στον τομέα της υγείας όσο και στη συνολική δυναμική της GSK στην Ευρώπη.

Η Ελλάδα κατέχει κομβικό ρόλο στις ευρωπαϊκές δραστηριότητες της εταιρείας, ιδιαίτερα στον τομέα των εμβολίων αλλά και πέραν τούτου, χάρη στην υψηλού επιπέδου ιατρική έρευνα και τους διακεκριμένους επαγγελματίες υγείας. Αυτή η ποιότητα επιστημονικού έργου δεν αφορά μόνο την τοπική αγορά, αλλά ενισχύει την καινοτομία και την πρόοδο της υγειονομικής περίθαλψης σε διεθνές επίπεδο.

Πέρα από αυτά, είναι αξιοσημείωτη η προσήλωση της χώρας στην προαγωγή της δημόσιας υγείας, με έμφαση στην πρόληψη. Αυτή η στρατηγική κατεύθυνση, σε συνδυασμό με τα βήματα προόδου που έχουν επιτευχθεί, αποτελεί έναν από τους βασικούς λόγους που η GSK επενδύει δυναμικά στην Ελλάδα. Μάλιστα, η χώρα μας διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο παγκόσμιο κλινικό πρόγραμμα της GSK, προσφέροντας προστιθέμενη αξία τόσο στους Έλληνες ασθενείς όσο και στην τοπική οικονομία. Δηλωτικό της υψηλής μας επένδυσής μας στη χώρα είναι το γεγονός οτι η Ελλάδα, από το 2021, αποτελεί χώρα αναφοράς στη διεξαγωγή κλινικών μελετών, έχοντας πλέον, από τον Ιανουάριο του 2024, ένα ανεξάρτητο και ταχέως αναπτυσσόμενο τμήμα κλινικών μελετών, μέσω του οποίου εξασφαλίζεται ότι η πλειοψηφία, εάν όχι το σύνολο των κλινικών μελετών που διεξάγει η GSK παγκοσμίως, θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν και στην χώρα μας. Πράγματι η χώρα μας, συγκαταλέγεται στις πρώτες θέσεις, ανάμεσα στις αγορές της GSK, παγκοσμίως στην ένταξη ασθενών σε κλινικές μελέτες για τον καρκίνο του πνεύμονα και το πολλαπλό μυέλωμα.

Η δέσμευσή μας είναι να συνεχίσουμε να ενισχύουμε το αποτύπωμά μας στη χώρα, επενδύοντας σε καινοτόμες λύσεις που βελτιώνουν την ποιότητα ζωής των ασθενών και συμβάλλουν στη βιωσιμότητα του ελληνικού συστήματος υγείας.

Ερώτηση ΔΠ: Ο τομέας της υγείας βρίσκεται αντιμέτωπος με μεγάλες προκλήσεις, τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και στην Ελλάδα. Ποιες θεωρείτε ως τις πιο κρίσιμες και ποιες είναι οι ενδεδειγμένες στρατηγικές για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους;

Απάντηση ΓΚ: Είναι γεγονός ότι επιχειρούμε σε μια εποχή βαθιάς μετάβασης, στο πλαίσιο της οποία ο τομέας της υγείας επηρεάζεται από μια σειρά αλληλένδετων παραγόντων: τη γήρανση του πληθυσμού, τις επιδημιολογικές αλλαγές, τις γεωπολιτικές κρίσεις, την ταχύτατη εξέλιξη της επιστημονικής έρευνας και τεχνολογίας καθώς και τις ελλείψεις σε υγειονομικό προσωπικό και πόρους. Παράλληλα, οι αυξανόμενες ανισότητες στην υγεία και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής εντείνουν τις πιέσεις στα συστήματα περίθαλψης, απειλώντας τη βιωσιμότητά τους και επηρεάζοντας την υγεία και την παραγωγικότητα των πολιτών.

Η έλλειψη επένδυσης στην πρόληψη έχει τεράστιο ανθρώπινο και οικονομικό κόστος. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, το 2019, πάνω από 3 εκατομμύρια πρόωροι θάνατοι σε άτομα κάτω των 75 ετών θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί μέσω πιο ολοκληρωμένων προληπτικών παρεμβάσεων. Επιπλέον, αν μειώναμε το επιβαρυντικό φορτίο των ασθενειών και προωθούσαμε πιο υγιεινές συμπεριφορές, το παγκόσμιο ΑΕΠ θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 12 τρισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2040.

Ο εμβολιασμός λοιπόν αποτελεί έναν από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους πρόληψης, τόσο για τη δημόσια υγεία όσο και για τη βιωσιμότητα των συστημάτων περίθαλψης. Εκτιμάται ότι μέχρι το 2030, τα εμβόλια θα αποτρέψουν 24 εκατομμύρια ανθρώπους από το να οδηγηθούν σε οικονομική εξαθλίωση λόγω ασθένειας, ενώ κάθε δολάριο που επενδύεται στον εμβολιασμό ενηλίκων μπορεί να αποφέρει έως και 19 φορές την αρχική δαπάνη, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Office of Health Economics (OHE). Επιπλέον, η αντοχή στα αντιβιοτικά, μια από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες υγειονομικές απειλές, μπορεί να αντιμετωπιστεί, μεταξύ άλλων, μέσω του εμβολιασμού. Σήμερα, 700.000 άνθρωποι πεθαίνουν ετησίως από αιτίες που σχετίζονται με την αντοχή στα αντιβιοτικά, και αν δεν ληφθούν μέτρα, αυτός ο αριθμός θα μπορούσε να εκτιναχθεί στα 10 εκατομμύρια ετησίως έως το 2050.

Η πρόληψη, ειδικά μέσω του εμβολιασμού, δεν είναι απλώς μια επιλογή, αλλά μια αναγκαιότητα για ένα βιώσιμο μέλλον. Οι οικονομικές επιπτώσεις των νοσημάτων που μπορούν να προληφθούν είναι ήδη τεράστιες: στις χώρες της G20, εκτιμάται ότι η απώλεια παραγωγικότητας λόγω αυτών των ασθενειών φτάνει το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως για τα άτομα ηλικίας 50-64 ετών.

Ας αναλογιστούμε πόσο θα μπορούσε να ωφελήσει η ενίσχυση του εμβολιασμού των ενηλίκων στη μείωση των χαμένων ημερών εργασίας, στην αποσυμφόρηση των νοσοκομείων, στη μείωση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων και του κόστους περίθαλψης για τους ηλικιωμένους. Είναι ζωτικής σημασίας επομένως να επενδύσουμε συνολικά σε αυτή τη στρατηγική, διαμορφώνοντας ένα σύστημα υγείας που θα είναι ανθεκτικό και προσαρμοσμένο στις ανάγκες του μέλλοντος.

Screenshot_1.jpg

Ερώτηση ΔΠ: Η πανδημία ανέδειξε την κρίσιμη σημασία της πρόληψης και του εμβολιασμού, ενώ ταυτόχρονα επανάφερε στο προσκήνιο ζητήματα όπως η εμπιστοσύνη του κοινού στα εμβόλια και η διασφάλιση της έγκαιρης πρόσβασης σε αυτά. Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις που βλέπετε σήμερα στον εμβολιασμό των ενηλίκων και πώς μπορεί η φαρμακοβιομηχανία να συμβάλει στην αντιμετώπισή τους;

Απάντηση ΓΚ: Πράγματι η πανδημία 2020 – 2023 λειτούργησε ως μια δυνατή υπενθύμιση ότι η πρόληψη μέσω του εμβολιασμού δεν είναι απλώς μια επιλογή, αλλά αναγκαιότητα. Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί, εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε τρεις βασικές προκλήσεις στον εμβολιασμό των ενηλίκων:

Πρώτον την χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη σε ενήλικες. Δηλαδή ενώ τα εμβόλια για τα παιδιά είναι ευρέως αποδεκτά και μέρος ενός καθιερωμένου προγράμματος, οι ενήλικες συχνά δεν αναγνωρίζουν τη σημασία της πρόληψης για τη δική τους υγεία. Είναι κρίσιμο να υιοθετήσουμε την προσέγγιση του δια βίου εμβολιασμού, διασφαλίζοντας ότι οι ενήλικες γνωρίζουν ποια εμβόλια τους αφορούν και διευκολύνοντας την πρόσβασή τους σε αυτά.

Δεύτερον την αντιμετώπιση της διστακτικότητας απέναντι στον εμβολιασμό καθώς η παραπληροφόρηση και η έλλειψη εμπιστοσύνης στα εμβόλια εξακολουθούν να αποτελούν προκλήσεις. Εδώ, η επιστημονική κοινότητα, οι κυβερνήσεις και οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν ευθύνη να συνεργαστούν, παρέχοντας έγκυρη και σαφή ενημέρωση, βασισμένη σε δεδομένα, καθώς και να ενισχύσουν τον ρόλο των επαγγελματιών υγείας, που είναι οι πιο αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης για το κοινό.

Τρίτον την ανάγκη για μεγαλύτερη προβλεψιμότητα και σχεδιασμό. Οι υγειονομικές κρίσεις μάς έδειξαν ότι πρέπει να σχεδιάζουμε με προοπτική, ώστε να διασφαλίζουμε ότι τα συστήματα υγείας έχουν επαρκή πρόσβαση σε εμβόλια, ακόμα και σε περιόδους αυξημένης ζήτησης.

Στην GSK, υποστηρίζουμε τη δημιουργία ενός συνεκτικού Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τον Εμβολιασμό που θα ενσωματώνει όλες τις καλές πρακτικές και θα διασφαλίζει ότι κάθε πολίτης έχει έγκαιρη και ισότιμη πρόσβαση στα εμβόλια που χρειάζεται.

(3).jpg

Ερώτηση ΔΠ: Ο εμβολιασμός θεωρείται πράγματι ένα από τα πιο αποδοτικά μέτρα δημόσιας υγείας. Πώς συγκρίνεται η Ελλάδα με άλλες ευρωπαϊκές χώρες όσον αφορά την πρόσβαση στα εμβόλια;

Απάντηση ΓΚ: Η Ελλάδα έχει καταγράψει εντυπωσιακή πρόοδο τα τελευταία χρόνια, ξεπερνώντας την προηγούμενη θέση της και πλέον συγκαταλέγεται στις χώρες με τον ταχύτερο χρόνο πρόσβασης του πληθυσμού σε νέα εμβόλια, μαζί με το Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Αυτή η εξέλιξη αντικατοπτρίζει τη δέσμευση της χώρας να διατηρήσει τον ηγετικό της ρόλο σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο παγκόσμιο τοπίο. Παράλληλα, η συνεχής πρόοδος σε τομείς όπως η υγειονομική περίθαλψη και η έρευνα, ενισχύει τη δυνατότητα της Ελλάδας να προσελκύσει περαιτέρω επενδύσεις και να εδραιώσει τη θέση της ως πρωτοπόρος στην Ευρώπη.

Τα Εθνικά Προγράμματα Εμβολιασμού της Ελλάδας είναι από τα πιο ολοκληρωμένα στην Ευρώπη, παρέχοντας ένα ευρύ φάσμα εμβολίων με πλήρη αποζημίωση. Επιπλέον, η χώρα διαθέτει έναν ξεχωριστό προϋπολογισμό για τα εμβόλια – ένα βήμα που ελάχιστες χώρες έχουν υιοθετήσει, αν και απαιτούνται ακόμα προσαρμογές ώστε να καλύψει πλήρως τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού.

Ένα σημαντικό πλεονέκτημα του ελληνικού συστήματος είναι επίσης η προβλεψιμότητα στη διαμόρφωση τιμών και τον προγραμματισμό, καθώς, σε αντίθεση με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα, τα εμβόλια δεν υπόκεινται σε ετήσιες αναθεωρήσεις τιμών ούτε σε επιστροφές. Αυτός ο σχεδιασμός έχει επιτρέψει στην Ελλάδα να διασφαλίσει ταχύτερη πρόσβαση σε εμβόλια συγκριτικά με χώρες όπως η Γαλλία και η Ισπανία, όπου η εθνική αποζημίωση για τα εμβόλια δεν είναι ακόμη θεσμοθετημένη, αλλά και η Ιταλία, όπου η πρόσβαση καθορίζεται σε τοπικό επίπεδο μέσω διαγωνιστικών διαδικασιών.

Ωστόσο, για να μεγιστοποιηθεί η αποτελεσματικότητα αυτών των πολιτικών, είναι κρίσιμο να ενσωματωθούν σε μια συνολική και συνεκτική Εθνική Στρατηγική Εμβολιασμού, η οποία θα προάγει τον εμβολιασμό, καθόλη τη διάρκεια ζωής του ελληνικού πληθυσμού, μέσω μεταξύ άλλων, εκστρατειών ενημέρωσης και ευαισθητοποίησής του. Ένα τέτοιο στρατηγικό πλαίσιο θα ενίσχυε περαιτέρω την πρόσβαση του πληθυσμού στα εμβόλια, καλύπτοντας όλες τις ηλικιακές και πληθυσμιακές ομάδες, και θα καθιστούσε την Ελλάδα ένα ακόμη πιο ισχυρό παράδειγμα προς μίμηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Ερώτηση ΔΠ: Ποιες είναι οι στρατηγικές προτεραιότητες για την ενίσχυση της πρόληψης και του εμβολιασμού ενηλίκων; Πώς μπορεί η φαρμακοβιομηχανία να συνεργαστεί με την Πολιτεία προς αυτή την κατεύθυνση;

Απάντηση ΓΚ: Η Ατζέντα Εμβολιασμού 2030 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας αποτελεί έναν ολοκληρωμένο οδικό χάρτη για την αύξηση των εμβολιασμών και την ενίσχυση των υγειονομικών συστημάτων, καθιστώντας τα πιο ευέλικτα, συμπεριληπτικά και ανθεκτικά. Στο πλαίσιο αυτό, είναι απαραίτητη η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των υπευθύνων χάραξης πολιτικής, των επαγγελματιών υγείας, των ενώσεων ασθενών, των αρχών και της φαρμακοβιομηχανίας. Μια πιο διαφανής και δομημένη συνεργασία θα επιταχύνει την πρόσβαση σε νέα και υπάρχοντα εμβόλια, θα σώσει ζωές, θα διασφαλίσει την ετοιμότητα απέναντι σε μελλοντικές κρίσεις και θα ενισχύσει τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας. Πέρα από τη συνεργασία, απαιτείται ένας έγκαιρος και προοπτικός σχεδιασμός, ώστε να προβλέπονται οι μελλοντικές ανάγκες και προκλήσεις. Η συλλογική στρατηγική και η πρώιμη δράση είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς η πρόβλεψη των μελλοντικών αναγκών και η δημιουργία των απαραίτητων υποδομών εξασφαλίζουν τη διαθεσιμότητα των εμβολίων και την προστασία του πληθυσμού.

Στην GSK, δεσμευόμαστε παγκοσμίως –και ιδιαίτερα στην Ελλάδα– για την προαγωγή του εμβολιασμού. Για να καταστεί η χώρα μας πρότυπο αριστείας, είναι απαραίτητο να ενοποιήσουμε όλες αυτές τις μεμονωμένες πολιτικές σε ένα συνεκτικό Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τον Εμβολιασμό, εναρμονισμένο με τους στόχους της IA2030, καθορίζοντας έναν σαφή οδικό χάρτη για την πλήρη εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού.

Συνοψίζοντας, οι βασικές στρατηγικές προτεραιότητες που πρέπει να υιοθετηθούν είναι οι εξής:

  1. Διαμόρφωση κουλτούρας πρόληψης – Είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί μια διακριτή και επαρκής χρηματοδότηση για τα προγράμματα εμβολιασμού ενηλίκων, καθώς η πρόληψη δεν αποτελεί κόστος, αλλά επένδυση με σημαντικά κοινωνικοοικονομικά οφέλη.
  2. Υιοθέτηση της προσέγγισης του δια βίου εμβολιασμού – Ισχυρά προγράμματα ανοσοποίησης για ενήλικες και εκσυγχρονισμένες διαδικασίες αποζημίωσης θα διευκολύνουν την έγκαιρη πρόσβαση στα εμβόλια, μειώνοντας το φορτίο ασθενειών και ενισχύοντας την αποδοτικότητα των υγειονομικών πόρων.
  3. Ενίσχυση της εμπιστοσύνης στον εμβολιασμό – Εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες από αξιόπιστους ειδικούς θα ενδυναμώσουν την εμπιστοσύνη στα εμβόλια, ενώ η επέκταση των σημείων εμβολιασμού πέρα από τα παραδοσιακά κανάλια –π.χ. μέσω των φαρμακείων– θα εξασφαλίσει την ισότιμη πρόσβαση όλων των πολιτών.
  4. Κάλυψη των υφιστάμενων κενών γνώσης – Η έρευνα και η συλλογή δεδομένων για τα ευρύτερα οφέλη του εμβολιασμού ενηλίκων θα επιτρέψουν τη λήψη καλά ενημερωμένων αποφάσεων που θα προάγουν τη βελτιστοποίηση των προγραμμάτων εμβολιασμού και την προσαρμογή τους στις ανάγκες του πληθυσμού.

Η συνεργασία μεταξύ Πολιτείας και φαρμακοβιομηχανίας μπορεί να αποτελέσει το θεμέλιο για ένα ισχυρό και βιώσιμο σύστημα εμβολιασμού, διασφαλίζοντας ένα υγιές και παραγωγικό μέλλον για όλους. Θα πρέπει από κοινού να οραματιστούμε μια Ελλάδα όπου η πρόληψη είναι θεμελιώδης, ο εμβολιασμός είναι καθολικός και κάθε πολίτης, νέος ή ηλικιωμένος, προστατεύεται από τις ασθένειες που μπορούν να προληφθούν.