ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Τράπεζες: Χορός μνηστήρων για το ποσοστό του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας

Τράπεζες: Χορός μνηστήρων για το ποσοστό του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας
Τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν μπει «στο ραντάρ» επενδυτικών σχημάτων, τα οποία βολιδοσκοπούν την εγχώρια αγορά Unsplash

Σε «πολύφερνες νύφες» έχουν μετατραπεί οι ελληνικές τράπεζες, καθώς διεθνή επενδυτικά σχήματα «χτυπούν την πόρτα» του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, επιδιώκοντας να αποκτήσουν μερίδιο από τη συμμετοχή του.

Το επίσημο αίτημα που έχει καταθέσει το Κρατικό Επενδυτικό Κεφάλαιο της Σαουδικής Αραβίας για ποσοστό 20% του μετοχικού κεφαλαίου της Εθνικής Τράπεζας (από το 40,5% περίπου που κατέχει το ΤΧΣ) καθώς και η εκδήλωση ενδιαφέροντος από το ιταλικό fund, ION Group για το 27% που κατέχει το ΤΧΣ στην Τράπεζα Πειραιώς αποτελούν απτή απόδειξη.

Και, όπως αναφέρουν τραπεζικές πηγές, πέραν από τις δύο επίσημες εκφράσεις ενδιαφέροντος, τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν μπει «στο ραντάρ» και άλλων επενδυτικών σχημάτων, τα οποία βολιδοσκοπούν την εγχώρια αγορά.

Δέλεαρ οι υψηλές προοπτικές

Ο λόγος για τον… ξαφνικό έρωτα των funds προς τις ελληνικές τράπεζες δεν είναι άλλος από τις υψηλές προοπτικές που εμφανίζουν για τη μελλοντική τους κερδοφορία. Βασικός παράγοντας με βάση των οποίο οι τράπεζες έγιναν ξανά επενδύσιμες είναι το «ξεκαθάρισμα» των ισολογισμών τους από τα κόκκινα δάνεια που αποτελούσαν και το μεγαλύτερο βαρίδι. Πλέον, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στις τράπεζες έχει πέσει σε μονοψήφιο ποσοστό, πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, γεγονός που αλλάζει εντελώς την εικόνα τους.

Ο δεύτερος παράγοντας σχετίζεται με την παραγωγή νέων δανείων, κυρίως επιχειρηματικών, που έχουν καταγράψει τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα την τελευταία διετία, αλλά και οι μελλοντικές προοπτικές. Αξιοποιώντας τη διαθέσιμη ρευστότητα, αλλά και χρηματοδοτικά εργαλεία όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, οι τράπεζες έχουν αυξήσει κατακόρυφα το χαρτοφυλάκιο χορηγήσεών τους και μάλιστα με δάνεια που χαρακτηρίζονται ως εξαιρετικά ανθεκτικά. Και ταυτόχρονα, ο οδικός χάρτης τους προβλέπει τη χορήγηση επιπλέον δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, κυρίως για τη χρηματοδότηση έργων υποδομής και Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.

Κατά τρίτον, η αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δημιουργεί μια επιπλέον πηγή κερδοφορίας για τις ελληνικές τράπεζες, καθώς διαθέτουν υπεραρκετές καταθέσεις για να καλύψουν τις χορηγήσεις τους. Αυτό σημαίνει ότι ωφελούνται σημαντικά από την ψαλίδα που υπάρχει ανάμεσα στα επιτόκια καταθέσεων και του διατραπεζικού επιτοκίου, με βάση το οποίο καθορίζονται τα κυμαινόμενα επιτόκια. Σε απόλυτους αριθμούς, το όφελος μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και το 1 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, ενισχύοντας σημαντικά τους ισολογισμούς τους.

Οι αποφάσεις του ΤΧΣ

Με αυτά τα δεδομένα, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας καλείται να εξετάσει τις προσφορές και να λάβει αποφάσεις αναφορικά με τον μέλλον των τραπεζών. Από τη μία, ζητούμενο είναι να απεμπλακεί σε βάθος χρόνου από τη συμμετοχή του στις ελληνικές τράπεζες, οδηγώντας στις στην πλήρη αποκρατικοποίηση. Από την άλλη όμως, καλείται να το πράξει στη βέλτιστη δυνατή συγκυρία, ώστε να εξασφαλίσει τη μέγιστη υπεραξία για τους μετόχους του.

Σημειώνεται ότι ήδη το ΤΧΣ έχει επιλέξει ως σύμβουλο αποεπένδυσης τη Rothschild ενώ στα χέρια του Υπουργού Οικονομικών βρίσκεται η short list για την επιλογή του συμβούλου διάθεσης των μετοχών του Ταμείου από τις τράπεζες μέχρι το τέλος του 2025. Στη λίστα αυτή συμπεριλαμβάνονται οι JP Morgan, η Goldman Sachs και η Bank of America, ενώ η τελική επιλογή αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του μήνα.

Πολύπλοκη διαδικασία

Σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από την επιθυμία που υπάρχει και στους κόλπους της κυβέρνησης για ολοκλήρωση της διάθεσης των μετοχών, πρόκειται για μια εξαιρετικά περίπλοκη, και κατά πάσα πιθανότητα χρονοβόρα διαδικασία. Ο λόγος είναι ότι το ΤΧΣ, σύμφωνα με και το καταστατικό του, διέπεται από πολύ συγκεκριμένους κανόνες αναφορικά με τον τρόπο που μπορεί να διαθέσει μετοχές αλλά και τους όρους της πώλησης. Είναι δηλαδή εξαιρετικά πιθανό να πρέπει να πραγματοποιηθεί διαγωνιστική διαδικασία, ώστε να εξασφαλιστεί η βέλτιστη δυνατή τιμή με πραγματικούς όρους αγοράς και αφού βέβαια ληφθούν υπ΄ όψιν οι προτάσεις των συμβούλων. Ταυτόχρονα, το θέμα έχει ήδη φτάσει στον SSM, με τον επόπτη να παρακολουθεί πολύ στενά τόσο τις διαδικασίες, όσο και το προφίλ των υποψήφιων επενδυτών, προκειμένου να δώσει «το πράσινο φως» στην πώληση των μετοχών. Έτσι, είναι ξεκάθαρο πως δεν πρόκειται για μια απλή συναλλαγή, αλλά για μια πολυσχιδή υπόθεση, η οποία θα χρειαστεί αρκετό χρόνο αλλά και πολλή προσπάθεια μέχρι να ολοκληρωθεί.