ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Νέες χρηματοδοτικές διεξόδους για τις επιχειρήσεις αναζητά η κυβέρνηση

Νέες χρηματοδοτικές διεξόδους για τις επιχειρήσεις αναζητά η κυβέρνηση
ΑΠΕ-ΜΠΕ

Στην απελευθέρωση της αγοράς εταιρικών ομολόγων οδηγεί τροπολογία που κατέθεσε ο πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Χαράλαμπος Γκότσης στη Διεύθυνση Χρηματοοικονομικής Πολιτικής του υπουργείου Οικονομικών, της οποίας προΐσταται ο Γεώργιος Καλλίας.

Το άνοιγμα της αγοράς εταιρικών ομολόγων «σκόνταφτε» μέχρι σήμερα σε δύο βασικά εμπόδια. 1) Στο διοικητικά καθορισμένο δικαιοπρακτικό επιτόκιο ομολογιακών εκδόσεων, που βάσει της υφιστάμενης νομοθεσίας ανέρχεται στο 5,3%, όταν η απόδοση που προσφέρει το δεκαετές ομόλογο του Ελληνικού Δημοσίου είναι 10,1%. 2) Στους αναδόχους των εκδόσεων, δεδομένου πως μέχρι σήμερα μόνον πιστωτικά ιδρύματα και συγκεκριμένες χρηματιστηριακές έχουν αδειοδοτηθεί ως ανάδοχοι, κάτι που καθιστά την αγορά «κλειστή».

Ωστόσο, τα εν λόγω εμπόδια ξεπερνιούνται πλέον με την νομοθετική πρόταση που κατέθεσε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στο υπουργείο Οικονομικών και η οποία προβλέπει την εξάλειψη του πλαφόν 5,3% στο δικαιοπρακτικό επιτόκιο ομολογιακών εκδόσεων, αλλά και τη δυνατότητα σε όλες τις χρηματιστηριακές να μετέχουν ως ανάδοχο στην αγορά εταιρικών ομολόγων.

Σημειώνεται πως υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για τη δημιουργία οργανωμένης αγοράς εταιρικών ομολόγων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, τόσο από ξένους όσο και από Έλληνες επενδυτές αλλά και αναδόχους.

Αν και δεδομένων των συνθηκών οι επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν σε κόστος δανεισμού 9%-10%, το οποίο θα συνόδευε μια νέα εταιρική ομολογιακή έκδοση είναι λίγες, ενδεχόμενη εξομάλυνση της κατάστασης και κυρίως η μείωση του ρίσκου χώρας, θα καθιστούσε πιο λειτουργική τη συγκεκριμένη αγορά και πιο ελκυστική για επενδυτές, ανάδοχους και εταιρείες.

Το μοναδικό ενδεχομένως μειονέκτημα είναι ότι η μια αναβαθμισμένη χρηματιστηριακή αγορά εταιρικών ομολόγων θα αντλούσε κομμάτι της ρευστότητας που σήμερα κατευθύνεται στις εκδόσεις των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά και πάλι η περίπτωση αυτή αφορά σε ξένους επενδυτές και όχι Έλληνες.