Τι είναι το Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου και πως αντιμετωπίζεται;
Γράφει ο Γεώργιος Αναγνωστόπουλος, Γαστρεντερολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης ΜΗΤΕΡΑ
Περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι στην Ελλάδα και εκατοντάδες εκατομμύρια σε ολόκληρο τον κόσμο βασανίζονται καθημερινά από το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου ή κοινώς τη Σπαστική Κολίτιδα.
Tο Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου ή Σπαστική Κολίτιδα, είναι η συχνότερη γαστρεντερολογική διαταραχή, από την οποία πάσχει περισσότερο από το 10%-20% του πληθυσμού της γης και ιδίως οι γυναίκες.
Εμφανίζεται συνήθως σε ηλικίες 20-40 χρόνων και είναι εξαιρετικά σπάνιο μετά την ηλικία των 60 χρόνων. Η ακριβής αιτιολογία – παθογένεια του Συνδρόμου Ευερέθιστου Εντέρου δεν είναι απολύτως γνωστή. Στην πραγματικότητα είναι πολύπλοκη.
Τα κύρια συμπτώματα του συνδρόμου είναι:
- το κοιλιακό άλγος
- η κοιλιακή δυσφορία
- το φούσκωμα
- οι αλλαγές στις συνήθειες του εντέρου χωρίς να υπάρχει κάποια οργανική νόσος
Αυτό σημαίνει πως πριν τεθεί η διάγνωση του Σύνδρομου ευερέθιστου εντέρου πρέπει να έχουν αποκλεισθεί με τις κατάλληλες εξετάσεις άλλες νόσοι που μπορεί να υποδυθούν τα συμπτώματα του συνδρόμου (πχ κοιλιοκάκη, ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου, κακοήθειες, εκκολπωματική νόσος κλπ).
Τα συμπτώματα βελτιώνονται συχνά ή υποχωρούν μετά την κένωση. Oι πάσχοντες παρουσιάζουν συχνότερα (σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό) γαστρο-οισοφαγική παλινδρόμηση, σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, πονοκεφάλους, πόνους στον αυχένα ή στη μέση, κατάθλιψη και αγχώδεις διαταραχές.
Πολλοί ασθενείς μπορεί να παρουσιάζουν συμπτώματα που δεν ανήκουν κυριολεκτικά στον ορισμό του Ευερέθιστου Εντέρου, τα οποία όμως έχουν λειτουργικό χαρακτήρα και ονομάζονται αντίστοιχα λειτουργικός μετεωρισμός ή κοιλιακός πόνος. Τα συμπτώματα αυτά αντιμετωπίζονται αιτιοπαθογενετικά με παρόμοιο τρόπο.
Tο σύνδρομο μπορεί να εμφανισθεί υπό τη μορφή διάρροιας ή δυσκοιλιότητας, ή με εναλλαγή αυτών ή με μικτό τρόπο. Επίσης μπορεί να ξεκινήσει μετά από μία λοίμωξη ή μία έντονα στρεσογόνο κατάσταση ή μετά από ένα επεισόδιο εκκολπωματίτιδας.
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει και γίνονται πολλές μελέτες για να γίνει κατανοητός ο μηχανισμός του συνδρόμου και να αναπτυχθούν μορφές θεραπείας. Είναι γεγονός πως στους ασθενείς με το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου υπάρχει διαταραχή της κινητικότητας του πεπτικού συστήματος ή/και κάποια μορφή σπλαγχνικής υπερευαισθησίας. Το γεγονός πως πολλοί ασθενείς αναπτύσσουν Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου μετά από ένα επεισόδιο γαστρεντερίτιδας δείχνει πως ο μικροβιακός παράγοντας και η αλλαγή της χλωρίδας παίζει σημαντικό ρόλο.
Άλλες μελέτες αποδεικνύουν την ύπαρξη κάποιας οδού που συνδέει το έντερο με τον εγκέφαλο (brain-gut axis) με αποτέλεσμα μεταβολές στην εντερική χλωρίδα να δρουν σε εξειδικευμένα κέντρα στο κεντρικό νευρικό σύστημα, ενώ και το άγχος να δρα στο έντερο μέσω των οδών αυτών. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως ο κύριος νευρομεταβιβαστής τόσο στο έντερο όσο και στον εγκέφαλο είναι η σεροτονίνη, και για αυτόν τον λόγο πολλοί ασθενείς με Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου στο οποίο προεξάρχει ο πόνος θα βοηθηθούν από αντικαταθλιπτικά φάρμακα που επιδρούν στα επίπεδα της σεροτονίνης στο αίμα.
Πολλοί παράγοντες ενοχοποιούνται για την εμφάνιση του συνδρόμου.
Συγκεκριμένα:
- Μικροβιακή χλωρίδα
- Διατροφικοί παράγοντες-δυσανεξία σε τρόφιμα
- Συνεκτικότητα εντερικού τοιχώματος
- Γενετικοί παράγοντες
- Ψυχολογικοί παράγοντες
- Διαταραχές κινητικότητας το εντέρου
- Σπλαγχνική υπερευαισθησία
Αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση του συνδρόμου βασίζεται κυρίως στην τροποποίηση των παθογενετικών μηχανισμών και πάντα ανάλογα με τα συμπτώματα που επικρατούν, γεγονός που σημαίνει πως η θεραπευτική αγωγή εξατομικεύεται ανάλογα με το άτομο (αν προεξάρχει η διάρροια ή η δυσκοιλιότητα ή μόνο ο πόνος).
Τελευταία δεδομένα δείχνουν πως η αγωγή με το αντιμικροβιακό φάρμακο ριφαξιμίνη θα βοηθήσει σημαντικό ποσοστό ασθενών με Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου ενώ πολλοί ασθενείς θα ανακουφισθούν από τις διαταραχές των κενώσεων με προβιοτικά. Η γλουταμίνη βοηθά ασθενείς με διάρροιες ενώ το λάδι μέντας είναι το καλύτερο σπασμολυτικό και βελτιώνει αισθητά τον μετεωρισμό όπως και η σιμεθικόνη.
Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό το γεγονός πως το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου είναι μια πολυπαραγοντική νόσος. Είναι πολλές φορές αναγκαία η συνεργασία του γαστρεντερολόγου με τον διαιτολόγο και τον ψυχολόγο/ψυχίατρο έτσι ώστε να μεγιστοποιηθεί η πιθανότητα να βελτιωθούν η και να εξαλειφθούν τα συμπτώματα του ασθενούς. Πολλοί ασθενείς συσχετίζουν τα συμπτώματα με την λήψη συγκεκριμένων τροφών ενώ άλλοι με καταστάσεις άγχους. Υπάρχουν εξειδικευμένες δίαιτες που μπορεί να βοηθήσουν την πρώτη κατηγορία ασθενών ενώ η βοήθεια του ψυχολόγου είναι καταλυτική στην δεύτερη υποομάδα.
Συμπερασματικά, το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου είναι μια πολύπλοκη νόσος στην παθογένεση της οποίας συμμετέχουν πολλοί μηχανισμοί διαφορετικοί σε κάθε άτομο. Για τον λόγο αυτό ο κάθε ασθενής με Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου είναι μοναδικός και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται.