Στη μέγγενη του ακριβού χρήματος επιχειρήσεις και νοικοκυριά - Τα υψηλά επιτόκια θα παραμείνουν
Αντιμέτωποι με το ακριβό χρήμα για μεγάλο χρονικό διάστημα θα παραμείνουν -όπως όλα δείχνουν- νοικοκυριά και επιχειρήσεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Και μπορεί oι αναλυτές να εμφανίζονται πλέον μοιρασμένοι για τον αν την ερχόμενη Πέμπτη η ΕΚΤ θα προχωρήσει στην 10η κατά σειρά αύξηση των επιτοκίων, κοινή πεποίθηση της αγοράς όμως είναι ότι το «ακριβό χρήμα» θα παραμείνει για πολλούς μήνες ακόμα, πιθανότατα και για ολόκληρο το 2024.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα και με σχετική δημοσκόπηση του Bloomberg, ανάμεσα στους ερωτηθέντες οικονομολόγους περίπου οι μισοί αναμένουν μια 10η συνεχόμενη αύξηση την Πέμπτη ενώ οι άλλοι μισοί κάνουν λόγο για «παύση» πριν το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων φθάσει στο επίπεδο ρεκόρ του 4% τον Οκτώβριο. Αντίστοιχα, το βασικό επιτόκιο του ευρώ θα φτάσει στο 4,25%, καθώς η ΕΚΤ πασχίζει να ανασχέσει τον πληθωρισμό, ο οποίος «καλπάζει» σταθερά πάνω από τον στόχο του 2%.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και από τη διατραπεζική αγορά, καθώς το Euribor 3μήνου διαμορφώνεται στο 3,795%, προεξοφλώντας σε κάποιο βαθμό ότι δεν επίκειται αύξηση την Πέμπτη. Αντίθετα, το Euribor 6μήνου διαμορφώνεται στο 3,929%, ενσωματώνοντας δηλαδή μια ακόμη αύξηση μέσα στους επόμενους μήνες. Τέλος, το Euribor 12μήνου αυτή τη στιγμή ανέρχεται σε 4,051%, γεγονός που σημαίνει πως η διατραπεζική αγορά δεν περιμένει κάποια ραγδαία αποκλιμάκωση μέχρι το Καλοκαίρι του 2024 τουλάχιστον.
«Καπέλο» χιλιάδων ευρώ για επιχειρήσεις και νοικοκυριά
Τα δεδομένα αυτά, είτε τελικά η αύξηση γίνει τις επόμενες ημέρες είτε μέχρι το τέλος του έτους, σφίγγουν έτι περαιτέρω τη θηλιά των επιτοκίων για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Χαρακτηριστικά, από τον Ιούλιου του 2022, όταν και ξεκίνησε το ντόμινο των αυξήσεων, το συνολικό κόστος χρήματος για τις επιχειρήσεις διαμορφωνόταν σε αρνητικό επίπεδο ενώ για την πλειονότητα των δανείων λογιζόταν ως μηδενικό. Σήμερα, έχει εκτιναχθεί κοντά στο 3,8%. Γεγονός που σημαίνει ότι για κάνε ένα εκατομμύριο δανεισμού, κάθε επιχείρηση πρέπει να πληρώνει 38.000 ευρώ επιπλέον σε τόκους.
Έτσι, αν μια μεσαία επιχείρηση έχει συνολικό δανεισμό της τάξης των 10 εκατ. ευρώ, ο ισολογισμός της επιβαρύνεται με 380.000 ευρώ το χρόνο επιπλέον, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη βιωσιμότητά της αλλά και τις αυξήσεις που η ίδια αναγκαστικά κάνει στα προϊόντα και τις υπηρεσίες τις.
Αντίστοιχα, στην περίπτωση των νοικοκυριών, μπορεί στα στεγαστικά δάνεια οι δόσεις να έχουν «παγώσει» μέχρι την Άνοιξη του 2024, όμως ήδη οι αυξήσεις μεταφράζονται σε επιπλέον 150 ευρώ το μήνα περίπου για ένα δάνειο 100.000 ευρώ 15ετούς διάρκειας. Δηλαδή το επιπλέον κόστος ενός στεγαστικού δανείου ξεπερνά ακόμη και τους δύο μέσους καθαρούς μισθούς σε ετήσια βάση.
Μάλιστα, αν εντός του 2024 αρθεί το «ταβάνι» που έχουν βάλει οι τράπεζες στις δόσεις των στεγαστικών δανείων, εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά θα βρεθούν αντιμέτωπα με ένα πραγματικό σοκ, βλέποντας τις ήδη υψηλές δόσεις τους να αυξάνονται έτι περαιτέρω.
Γεγονός που ήδη έχει «χτυπήσει καμπανάκι» στις τράπεζες αλλά και στην κυβέρνηση, καθώς είναι πλέον υπαρκτός ο κίνδυνος μιας νέας γενιάς επισφαλειών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία.