Επιτόκια: Στο έλεος των αυξήσεων επιχειρήσεις και νοικοκυριά
Πριν από ένα χρόνο, όταν η ΕΚΤ ξεκινούσε τις αυξήσεις των επιτοκίων, δίνοντας τέλος στην εποχή του «δωρεάν χρήματος», ουδείς μπορούσε να προβλέψει την εκρηκτική άνοδο στο κόστος δανεισμού.
Σήμερα, μετά από εννέα διαδοχικές αυξήσεις σε 12 μήνες, το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ έχει φτάσει στο 3,75% ενώ το διατραπεζικό επιτόκιο Euribor 6μήνου «αγγίζει» το 4%.
Μένοντας πιστή -και κατά πολλούς σε εμμονικό βαθμό- στον στόχο της για την τιθάσευση του πληθωρισμού και την επαναφορά του στο επίπεδο του 2% η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ έχει επιδοθεί σε ένα ντόμινο αυξήσεων ενώ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να συνεχίσει και το Σεπτέμβριο.
Και αυτό, μολονότι και η ίδια παραδέχεται πως το υψηλό κόστος χρήματος, αλλά και το γεγονός ότι οι αυξήσεις έγιναν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, έχει άμεσο αντίκτυπο στην ανάπτυξη της Ευρωζώνης.
Στη «μέγγενη» οι δανειολήπτες
Οι παραπάνω εξελίξεις έχουν άμεσο αντίκτυπο στην εγχώρια τραπεζική αγορά καθώς νοικοκυριά αλλά και επιχειρήσεις «νιώθουν στο πετσί τους» το πρωτοφανές κόστος από την άνοδο των επιτοκίων. Ειδικά για τις επιχειρήσεις, όσοι δεν «κλείδωσαν» εγκαίρως τα χρέη τους σε σταθερό επιτόκιο, πριν κλιμακωθεί το ντόμινο των επιτοκίων, βρίσκονται αντιμέτωποι με μια σημαντική επιπλέον επιβάρυνση στον ετήσιο προϋπολογισμό τους και στα επιχειρηματικά τους πλάνα.
Συγκεκριμένα, για επιχειρηματικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, η εκτίναξη του Euribor 6μήνου στο επίπεδο του 4% μεταφράζεται σε επιπλέον κόστος της τάξης των 40.000 ευρώ το χρόνο μόνο σε τόκους για κάθε 1 εκατομμύριο ευρώ δανεισμού. Κόστος που στις περισσότερες περιπτώσεις μετακυλίεται -στο βαθμό του εφικτού- στην τιμή των προϊόντων και των υπηρεσιών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον πληθωρισμό.
Ταυτόχρονα, σε αρκετές περιπτώσεις, η αύξηση των επιτοκίων και κατ’ επέκταση του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις «γυρίζουν» από κέρδη σε ζημιές με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ικανότητά τους να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους.
Έρχεται «σοκ» στα στεγαστικά δάνεια
Την ίδια στιγμή, ιδιαίτερα προβληματισμένοι είναι οι αναλυτές αλλά και τα τραπεζικά στελέχη για το τι μέλλει γενέσθαι στην στεγαστική πίστη. Αυτή τη στιγμή, για τους συνεπείς δανειολήπτες, οι τράπεζες αλλά και οι servicers έχουν «παγώσει» τη δόση του δανείου με βάση τα δεδομένα του Μάϊου, γεγονός που σημαίνει ότι οι δύο τελευταίες αυξήσεις δεν έχουν συνυπολογιστεί. Η ρύθμιση αυτή όμως έχει 12μηνη διάρκεια, γεγονός που σημαίνει ότι σε λίγους μήνες από σήμερα οι δόσεις θα επανυπολογιστούν με τα πραγματικά επιτοκιακά δεδομένα, δηλαδή με τις δύο αυξήσεις έχουν ήδη γίνει στο ενδιάμεσο αλλά και με όσες ενδεχομένως θα γίνουν από σήμερα μέχρι και την Άνοιξη του 2024. Αυτό σημαίνει, όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, ότι οι δανειολήπτες θα βρεθούν αντιμέτωποι με ένα άλμα στη μηνιαία δόση τους που μπορεί -ανάλογα με το ύψος και τη διάρκεια της οφειλής- να ξεπεράσει και τα 150 ευρώ και έρχεται να προστεθεί στις υπόλοιπες επιβαρύνσεις λόγω του πληθωρισμού.
Φόβοι για νέα γενιά επισφαλειών
Όλα τα παραπάνω προκαλούν «πονοκέφαλο» στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αλλά και στο οικονομικό επιτελείο, καθώς αυξάνουν οι φόβοι για μια νέα γενιά επισφαλειών, τόσο στην επιχειρηματική όσο και στη στεγαστική πίστη. Μέχρι στιγμής, όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, οι πρόδρομοι δείκτες δεν περιγράφουν κάτι σχετικό, όμως, ειδικά στα δάνεια που έχουν ρυθμιστεί πρόσφατα, ο κίνδυνος είναι ουσιαστικός. Έτσι, ήδη στα τραπεζικά επιτελεία αλλά και εντός της κυβέρνησης έχουν ξεκινήσει συζητήσεις για «αντίμετρα» που μπορεί να περιλαμβάνουν από επέκταση του «παγώματος» των αυξήσεων μέχρι επεκτάσεις στη διάρκεια δανείων και μείωση των επιτοκίων -στο βαθμό του εφικτού- μέχρι τουλάχιστον να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Και ταυτόχρονα, όλα τα βλέμματα στρέφονται στην ΕΚΤ, καθώς μένει να δούμε αν το ντόμινο των αυξήσεων θα συνεχιστεί ή αν έχουμε φτάσει στο τέλος της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής.