ΧΡΗΜΑ

Επιτόκια: Οι μεγάλοι χαμένοι και οι κερδισμένοι από το ακριβό χρήμα

Επιτόκια: Οι μεγάλοι χαμένοι και οι κερδισμένοι από το ακριβό χρήμα
Unsplash

Δάκρυα αλλά και χαμόγελα φέρνει η νέα αύξηση των επιτοκίων του ευρώ κατά 75 μονάδες βάσης που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Ανάμεσα στους χαμένους συγκαταλέγονται οι δανειολήπτες με κυμαινόμενο επιτόκιο, αλλά και μικροκαταθέτες. Στον αντίποδα κερδισμένες είναι οι τράπεζες αλλά και -υπό προϋποθέσεις- οι ομολογιούχοι.

Αναλυτικά, την Πέμπτη, επιβεβαιώνοντας και τις σχετικές προβλέψεις, η ΕΚΤ ανέβασε τα επιτόκια του ευρώ κατά 75 μονάδες βάσης. Ήταν η τρίτη κατά σειρά αύξηση από τον Ιούλιο, φέρνοντας το βασικό επιτόκιο του ευρώ στο 2% και το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο 1,5%. Μάλιστα, με βάση και όσα ανέφερε η ΕΚΤ την Πέμπτη στη σχετική της ανακοίνωση, δεν αποκλείονται και νέες αυξήσεις, καθώς στόχος είναι ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης να αποκλιμακωθεί κοντά στο επίπεδο του 2%. Αυτό σημαίνει πως -σύμφωνα με τους αναλυτές- επίκειται μια νέα άνοδος κατά τουλάχιστον 50 μονάδες βάσης το Δεκέμβριο, ενώ πιθανότατα έπεται και συνέχεια εντός του 2023, ειδικά αν οι πληθωριστικές πιέσεις παραμείνουν.

«Καπέλο» στις δόσεις των δανείων

Έτσι, άμεσα χαμένοι από τις αυξήσεις που έγιναν, αλλά και εκείνες του έρχονται, είναι όσοι έχουν στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο. Ήδη, ανάλογα με το ύψος του δανείου αλλά και τη διάρκειά του, η συνολική ετήσια επιβάρυνση από τις μέχρι στιγμής αυξήσεις αγγίζει τις δύο μηνιαίες δόσεις. Μάλιστα, αν τελικά συνεχιστεί η πολιτική του «ακριβού χρήματος», μπορεί το κόστος εξυπηρέτησης του δανείου να αυξηθεί ακόμη περισσότερο.

Αντίστοιχα, οι επιχειρήσεις βλέπουν το συνολικό κόστος για τα νέα επιχειρηματικά δάνεια να διαμορφώνεται πέριξ του 5%. Ήδη το διατραπεζικό επιτόκιο Euribor 6μήνου (με βάση τα οποία υπολογίζονται τα τελικά επιτόκια) έχει «σκαρφαλώσει πάνω από το 2%, ενώ μαζί με το τραπεζικό περιθώριο το συνολικό κόστος μπορεί να ξεπεράσει και το 5%.

Αντίστοιχα, αν η ΕΚΤ συνεχίσει τις αυξήσεις και το 2023, το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων θα ανέβει ακόμη περισσότερο, ξεπερνώντας με άνεση το 5%.

«Ψίχουλα» για τους μικροκαταθέτες

Επιπλέον, ουσιαστικά χαμένοι βγαίνουν και οι μικροκαταθέτες, καθώς -παρά τις αυξήσεις των επιτοκίων- οι αποδόσεις που δίνουν οι τράπεζες παραμένουν από μηδενικές έως συμβολικές. Και αυτό, ενώ ο πληθωρισμός έχει εκτιναχθεί στο 12%, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη ψαλίδα στη σύγχρονη ιστορία ανάμεσα στον τιμάριθμο και τις αποδόσεις των καταθέσεων.

Μάλιστα, ακόμα και αν στο προσεχές χρονικό διάστημα οι τράπεζες αυξήσουν κατά τι τις καταθέσεις, ειδικά στο ταμιευτήριο αυτές θα παραμείνουν καθηλωμένες, φτάνοντας στην καλύτερη των περιπτώσεων στα επίπεδα του 0,15%-0,25%, δηλαδή πολύ μακριά σε σχέση με το πληθωρισμό. Γεγονός που σημαίνει ότι -σε πραγματικούς όρους- οι καταθέτες χάνουν πάνω από 10% της αξίας των χρημάτων τους κάθε χρόνο, όσο ο πληθωρισμός παραμένει στα σημερινά επίπεδα.

Κερδισμένες τράπεζες και ομολογιούχοι

Στον αντίποδα, σημαντικά είναι τα οφέλη για τις τράπεζες και κυρίως για εκείνες που έχουν μεγάλη καταθετική βάση. Και αυτό γιατί τα επιτοκιακά τους έσοδα ανεβαίνουν κατακόρυφα λόγω της ανόδου του Euribor, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζουν να «αγοράζουν» το χρήμα φθηνά από τους καταθέτες. Έτσι, το άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στα συνολικά επιτόκια των δανείων και αυτά των καταθέσεων μεταφράζεται σε ετήσια κέρδη που μπορούν να ξεπερνούν και το 1 δισεκατομμύριο ευρώ για τις ελληνικές τράπεζες.

Σε αντίθεση όμως με τις καταθέσεις, τα επιτόκια των ομολόγων έχουν πάρει την ανιούσα, με τις αποδόσεις να ξεπερνούν το 6% στη δευτερογενή αγορά, ενώ νέες εκδόσεις τιμολογούνται ακόμη και πάνω από το 7%.

Πρόκειται για επίπεδα που θεωρούνται αρκετά ανταγωνιστικά σε σχέση με τον πληθωρισμό, ενέχουν όμως σημαντικό επίπεδο ρίσκου. Και αυτό γιατί ουδείς μπορεί να γνωρίζει την πορεία της αγοράς ομολόγων στο μέλλον, ειδικά αν έχουμε και νέες αυξήσεις επιτοκίων. Γεγονός που σημαίνει ότι όσοι επενδύσουν εκεί με δέλεαρ τις υψηλότερες αποδόσεις μπορούν να υποστούν κεφαλαιακές απώλειες στη λογιστική αξία της επένδυσής τους, καθώς τα ομόλογα θα τιμολογούνται χαμηλότερα στη δευτερογενή αγορά.