ΧΡΗΜΑ

Επιτόκια: Τι φέρνει η νέα αύξηση για δανειολήπτες, καταθέτες και επιχειρήσεις

Επιτόκια: Τι φέρνει η νέα αύξηση για δανειολήπτες, καταθέτες και επιχειρήσεις
Ο κύκλος των αυξήσεων αναμένεται να ολοκληρωθεί όταν το βασικό επιτόκιο του ευρώ διαμορφωθεί πέριξ του 1,5% (AP Photo/Peter Dejong)

Αντιμέτωποι με ακόμα μία αύξηση των επιτοκίων, τη δεύτερη μετά τον Ιούλιο, που αυτή τη φορά μπορεί να είναι της τάξης και των 75 μονάδων βάσης θα βρεθούν οι δανειολήπτες.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στην συνεδρίασή της στις 8 Σεπτεμβρίου θα ανακοινώσει τα νέα δεδομένα, τα οποία έχουν άμεσο αντίκτυπο στο σύνολο της οικονομίας. Προκειμένου να ανασχέσει τον πληθωρισμό που μαστίζει την Ευρωζώνη αλλά και να επιτρέψει στο ευρώ να ανακτήσει κάποιο από το χαμένο έδαφος έναντι του δολαρίου, η ΕΚΤ υιοθετεί πλέον μια πιο σκληρή γραμμή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους δανειολήπτες.

Μάλιστα, πλέον η εκτίμηση που υπάρχει εντός των κύκλων της ΕΚΤ είναι πως ο κύκλος των αυξήσεων αναμένεται να ολοκληρωθεί όταν το βασικό επιτόκιο του ευρώ διαμορφωθεί πέριξ του 1,5%, γεγονός που σημαίνει ότι έπεται τουλάχιστον μία ακόμη αύξηση, είτε στο τέλος του 2022 είτε το αργότερο στις αρχές του 2023.

Ντόμινο ανόδου στα επιτόκια των δανείων

Ο κύκλος ανόδου που ξεκίνησε από τον Ιούλιο και συνεχίζεται ακάθεκτος άμεσο αντίκτυπο στο κόστος δανεισμού για το δημόσιο, τις επιχειρήσεις αλλά και τα νοικοκυριά.

Σε απόλυτους αριθμούς, και εφόσον το επιτόκιο του ευρώ καταλήξει στο επίπεδο του 1,5%, το κόστος δανεισμού για τις μεγάλες επιχειρήσεις και για συγκεκριμένα projects θα είναι κατ’ ελάχιστον 3,5% με 4% ενώ για την πλειονότητα των περιπτώσεων θα διαμορφωθεί ανάμεσα στο 5% με 6%, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και το risk premium που φέρνει η τρέχουσα οικονομική συγκυρία.

Αυτό μεταφράζεται με τη σειρά του σε μια νέα οικονομική πραγματικότητα για τις επιχειρήσεις, που τα προηγούμενα χρόνια είχαν συνηθίσει στο «δωρεάν χρήμα». Έτσι, από εδώ και πέρα καλούνται να λειτουργήσουν με σαφώς ακριβότερο κόστος χρήματος και να το ενσωματώσουν στα χρηματοοικονομικά τους μοντέλα, εξετάζοντας αν αυτά παραμένουν βιώσιμα μετά την αναπροσαρμογή. Μάλιστα, ήδη πολλές από αυτές φρόντισαν να «κλειδώσουν» τα επιτόκιά τους για τα επόμενα χρόνια σε σταθερή βάση ώστε να γνωρίζουν επακριβώς το κόστος του δανεισμού τους.

Αντίστοιχα, μένει να φανεί πώς θα διαμορφωθεί η αγορά ομολόγων, τόσο για το κρατικό χρέος όσο και για το τραπεζικό και επιχειρηματικό. Βέβαια, στο τοπίο αυτό, καθοριστικό ρόλο αναμένεται να παίξουν και τα εργαλεία της ΕΚΤ που έχουν ως σκοπό να κλείσουν την «ψαλίδα» του spread ανάμεσα στις χώρες του πυρήνα και της περιφέρειας της Ευρωζώνης. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά σημαντικό στοίχημα, καθώς μια αύξηση στο κόστος δανεισμού της χώρας έχει άμεσο αντίκτυπο στο ΑΕΠ, επιδεινώνοντας την ήδη δεινή συγκυρία και τους στόχους για επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια.

Ήδη αυτή τη στιγμή το κόστος του ελληνικού ομολόγου διαμορφώνεται πάνω από το 4%, ψυχολογικό όριο στο οποίο αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή ο νέος μηχανισμός της ΕΚΤ.

Αντίστοιχος είναι ο αντίκτυπος και στα τραπεζικά αλλά και εταιρικά ομόλογα, με τον πήχη να διαμορφώνεται ακόμη και πάνω από το 5% για 5ετείς ή 7ετείς εκδόσεις. Έτσι, και σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια, η συγκεκριμένη αγορά είναι «μουδιασμένη», καθώς πολλές επιχειρήσεις αναβάλλουν τα σχέδιά τους να βγουν στις αγορές, αναμένοντας να ξεκαθαρίσει το τοπίο και υπολογίζοντας τι σημαίνει για αυτές το ακριβότερο κόστος του χρήματος.

Τι σημαίνει για τα νοικοκυριά

Μεγάλοι χαμένοι από την αύξηση των επιτοκίων είναι και όσοι έχουν δάνεια -κυρίως στεγαστικά- με κυμαινόμενο επιτόκιο. Στην περίπτωση αυτή, το επιπλέον κόστος, ανάλογα με το ύψος και τη διάρκεια του δανείου μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τα 1.500 ευρώ το χρόνο, προσθέτοντας μια επιπλέον επιβάρυνση στον ούτως ή άλλως βεβαρυμμένο προϋπολογισμό.

Βέβαια, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι συνέπειες είναι αρκετά περιορισμένες σε σχέση με ό,τι είχε συμβεί στο παρελθόν, όταν το επιτόκιο του ευρώ βρισκόταν ξανά σε υψηλό επίπεδο. Και αυτό γιατί σήμερα μια αρκετά μεγάλη μερίδα δανειοληπτών είχε προνοήσει και κλείδωσε τα χρέη της σε σταθερό επιτόκιο -και μάλιστα αναλογικά

χαμηλό- το προηγούμενο διάστημα, αξιοποιώντας την ευνοϊκή συγκυρία.
Έτσι, χαμένοι είναι οι νέοι δανειολήπτες καθώς, είτε επιλέξουν κυμαινόμενο επιτόκιο είτε σταθερό, θα πληρώσουν περισσότερα χρήματα σε σχέση με λίγους μήνες πριν.

Χαμένοι και οι καταθέτες

Στον αντίποδα, ελάχιστα είναι μέχρι στιγμής τα οφέλη για τους καταθέτες, καθώς η άνοδος των επιτοκίων δεν αποτυπώνεται αντίστοιχα στις αποδόσεις τους, ενώ ταυτόχρονα η «ψαλίδα» ανάμεσα στα επιτόκια των καταθέσεων και τον πληθωρισμό είναι μεγαλύτερη από ποτέ.

Έτσι, ο πληθωρισμός που «τρέχει» με διψήφιους ρυθμούς ροκανίζει την πραγματική αξία των χρημάτων τους ενώ ταυτόχρονα τα επιτόκια των καταθέσεων δεν πρόκειται να ανέβουν πάνω από το 1% και αυτό υπό προϋποθέσεις. Γεγονός που με τη σειρά του σημαίνει πως οι αποταμιευτές καλούνται να βρουν άλλες λύσεις, όπως για παράδειγμα τα ομόλογα, αναλαμβάνοντας όμως το ρίσκο που αναλογεί στις επιλογές τους.