Τέλος το δωρεάν χρήμα – Τι φέρνει η αύξηση των επιτοκίων
Είναι πλέον επίσημο. Οι εποχές του δωρεάν χρήματος ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Τα επιτόκια έχουν πάρει την ανιούσα και κανείς δεν γνωρίζει πού και πότε θα σταματήσει η κούρσα.
Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να ανεβάσει κατά 50 μονάδες βάσης το επιτόκιο του ενιαίου νομίσματος δεν εξέπληξε τις αγορές, καθώς σε μεγάλο βαθμό είχε προεξοφληθεί, αν και κάποιοι θα περίμεναν να περιοριστεί στις 25 μονάδες βάσης.
Είχε όμως και συμβολική σημασία, καθώς είναι η πρώτη μετά από 11 χρόνια και σίγουρα όχι η τελευταία. Σε μια προσπάθεια να τιθασεύσει τον πληθωρισμό που μαστίζει την Ευρωζώνη και τη χώρα μας, η ΕΚΤ δείχνει διατεθειμένη να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο, αρχής γενομένης στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου.
Και δεν σκοπεύει να σταματήσει άμεσα, καθώς, σύμφωνα με διεθνείς αναλυτές, ο κύκλος της ανόδου θα ολοκληρωθεί προς το τέλος του 2023, φέρνοντας το βασικό επιτόκιο του ευρώ στο επίπεδο του 1,5% με 2%, όπου και θα παραμείνει, τουλάχιστον μέχρι να αποκλιμακωθούν οι πληθωριστικές πιέσεις.
Άμεσος αντίκτυπος στο κόστος δανεισμού
Η εξέλιξη αυτή έχει άμεσο αντίκτυπο στο κόστος δανεισμού και κατ΄επέκταση σε όλα τα χρηματοοικονομικά μοντέλα που αφορούν το δημόσιο, τις επιχειρήσεις αλλά και τα νοικοκυριά. Σε απόλυτους αριθμούς, με το βασικό επιτόκιο του ευρώ στο 2%, το κόστος δανεισμού για τις μεγάλες επιχειρήσεις και για συγκεκριμένα projects θα είναι κατ’ ελάχιστον 3,5% με 4% ενώ για την πλειονότητα των περιπτώσεων θα διαμορφωθεί ανάμεσα στο 5% με 6%.
Γεγονός που σημαίνει πως οι επιχειρήσεις θα πρέπει να μάθουν να ζουν με σαφώς ακριβότερο κόστος χρήματος και να το ενσωματώσουν στα χρηματοοικονομικά τους μοντέλα, εξετάζοντας αν αυτά παραμένουν βιώσιμα μετά την αναπροσαρμογή.
Αντίστοιχα, μένει να φανεί πώς θα διαμορφωθεί η αγορά ομολόγων, τόσο για το κρατικό χρέος όσο και για το τραπεζικό και επιχειρηματικό. Βέβαια, στο τοπίο αυτό, καθοριστικό ρόλο αναμένεται να παίξουν και τα εργαλεία της ΕΚΤ που έχουν ως σκοπό να κλείσουν την «ψαλίδα» του spread ανάμεσα στις χώρες του πυρήνα και της περιφέρειας της Ευρωζώνης. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά σημαντικό στοίχημα, καθώς μια αύξηση στο κόστος δανεισμού της χώρας έχει άμεσο αντίκτυπο στο ΑΕΠ, επιδεινώνοντας την ήδη δεινή συγκυρία και τους στόχους για επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια.
Σαφώς υψηλότερο αναμένεται να είναι το κόστος έκδοσης και για τα τραπεζικά αλλά και εταιρικά ομόλογα, με τον πήχη να διαμορφώνεται ακόμη και πάνω από το 5% ή 6% για 5ετείς ή 7ετείς εκδόσεις. Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις θα σκεφτούν πολύ πριν βγουν στις αγορές, καθώς το κόστος του χρήματος δεν θα είναι αμελητέο, όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα.
Τι σημαίνει για τα νοικοκυριά
Αντίστοιχα, η συνέχιση της ανόδου των επιτοκίων «χτυπά» και τα νοικοκυριά, τα οποία θα δουν τις δόσεις των δανείων τους με κυμαινόμενο επιτόκιο να ανεβαίνουν. Το επιπλέον κόστος, ανάλογα με το ύψος και τη διάρκεια του δανείου μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τα 1.500 ευρώ το χρόνο, προσθέτοντας μια επιπλέον επιβάρυνση στον ούτως ή άλλως βεβαρυμμένο προϋπολογισμό.
Το παρήγορο στην όλη κατάσταση είναι πως μια αρκετά μεγάλη μερίδα δανειοληπτών είχε προνοήσει και κλείδωσε τα χρέη της σε σταθερό επιτόκιο -και μάλιστα αναλογικά χαμηλό- το προηγούμενο διάστημα, αξιοποιώντας την ευνοϊκή συγκυρία. Εντούτοις, τα πράγματα είναι σαφώς πιο δύσκολα για τους νέους δανειολήπτες, καθώς, είτε επιλέξουν κυμαινόμενο επιτόκιο είτε σταθερό, θα πληρώσουν περισσότερα χρήματα σε σχέση με λίγους μήνες πριν.
Νέο τοπίο για τους καταθέτες
Την ίδια στιγμή, η άνοδος των επιτοκίων σε συνδυασμό με την άνοδο του πληθωρισμού φέρνει τους καταθέτες αντιμέτωπους με μια νέα, ζοφερή πραγματικότητα. Αφενός ο πληθωρισμός που «τρέχει» με διψήφιους ρυθμούς ροκανίζει την πραγματική αξία των χρημάτων τους. Από την άλλη, η άνοδος των επιτοκίων δεν πρόκειται να περάσει, τουλάχιστον αυτούσια, στις καταθέσεις. Πράγμα που σημαίνει ότι τα επιτόκια των καταθέσεων δεν πρόκειται να ανέβουν πάνω από το 1% και αυτό υπό προϋποθέσεις. Γεγονός που με τη σειρά του σημαίνει πως οι αποταμιευτές καλούνται να βρουν άλλες λύσεις, όπως για παράδειγμα τα ομόλογα, αναλαμβάνοντας όμως το ρίσκο που αναλογεί στις επιλογές τους.