ΧΡΗΜΑ

Ανάκαμψη στις πωλήσεις των αλκοολούχων ποτών – Τι καταναλώνουν οι Έλληνες

Οι νόμιμες καταγεγραμμένες πωλήσεις αλκοολούχων ποτών το 2021 βρίσκονταν στο 90% του επιπέδου του 2019 Pixabay

Σημαντική μείωση της κατανάλωσης σε όλες τις κατηγορίες αλκοολούχων ποτών καταγράφηκε το 2020 εξαιτίας της πανδημίας με την αγορά να ανακάμπτει το 2021 χωρίς πάντως να επανέρχεται στα επίπεδα προ Covid.

Σύμφωνα με σχετική μελέτη του ΙΟΒΕ για τον κλάδο των αλκοολούχων ποτών η μείωση το 2020 ξεπέρασε ακόμη και το 30% σε πολλές κατηγορίες ποτών, πλην του τσίπουρου, στο οποίο η μείωση ήταν πολύ μικρότερης έντασης.

Συγκεκριμένα, πτώση άνω του 30% καταγράφηκε σε ποτά όπως ρούμι, λικέρ, τζιν, βότκα ενώ σημαντική μείωση της τάξεως του 33,8% σημειώθηκε στο ούζο καθώς το συγκεκριμένο προϊόν συνδέεται άμεσα τόσο με την εστίαση όσο και τον τουρισμό.

Κατά 24,9% μειώθηκε η κατανάλωση σε κρασί και κατά 24,4% στη μπύρα.

Αντίθετα, μετά τη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων και την επαναλειτουργία της εστίασης η κατανάλωση αλκοολούχων ποτών ενισχύθηκε το 2021. Οι νόμιμες καταγεγραμμένες πωλήσεις αλκοολούχων ποτών το 2021 βρίσκονταν στο 90% του επιπέδου του 2019 και στο 50% σε σύγκριση με το 2009.

Συγκεκριμένα, η ανάκαμψη του 2021 ενίσχυσε σημαντικά τις πωλήσεις στην κατηγορία των απεριτίφ, των RTD’s και των λευκών ποτών (τζιν, βότκα, ρούπι, τεκίλα), ενώ μικρότερες αυξήσεις καταγράφονται στο τσίπουρο, Brandy και μπύρα.

Αύξηση της εγχώριας παραγωγής

Η εγχώρια παραγωγή αποσταγμάτων και άλλων αλκοολούχων ποτών διαμορφώθηκε το 2021 σε 49,4 εκ. λίτρα τελικού προϊόντος, έπειτα από την υποχώρηση του 2020 στα 46,6 εκ. λίτρα. Η παραγωγή μάλιστα καταγράφει αυξητική τάση από το 2012 μέχρι το 2019.

Παράλληλα οι εξαγωγές αλκοολούχων ποτών παρουσίασαν αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα το 2020, καταγράφοντας αύξηση η οποία εκτιμάται ότι συνεχίστηκε και το 2021, φτάνοντας τα 35,4 εκ. λίτρα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, η συνολική συμβολή της ευρύτερης εφοδιαστικής αλυσίδας αλκοολούχων ποτών στην ελληνική οικονομία είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς το 2021 συνεισέφερε 1,75 δισ. στο ΑΕΠ και υποστήριξε 61 χιλ. θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης.

Σύμφωνα πάντως με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο συντελεστή ΕΦΚ αλκοολούχων ποτών ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ-27 (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης) και υπερδιπλάσιο από τον μέσο όρο γειτονικών και τουριστικά ανταγωνιστικών χωρών.

Η υψηλή φορολόγηση, όπως σημειώνεται, έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην εγχώρια αγορά, αυξάνοντας τα κίνητρα παράνομου εμπορίου, όσο και στο τουριστικό προϊόν, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητά του.

Στη μελέτη εκτιμήθηκε ότι οι συνολικές απώλειες φορολογικών εσόδων από το παράνομο εμπόριο αλκοολούχων ποτών ανέρχονται σε περίπου 60 εκατ. ευρώ (μη καταβολή ΕΦΚ και ΦΠΑ), χωρίς να υπολογίζονται οι απώλειες από το προϊόν των διήμερων αποσταγματοποιών. Στο γνωστό ως «χύμα τσίπουρο», οι απώλειες από ΕΦΚ εκτιμώνται σε έως και 90 εκατ. ευρώ.

Σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ, μια ενδεχόμενη μείωση του παράνομου εμπορίου κατά 20% θα οδηγούσε σε περίπου 30 εκατ. ευρώ επιπλέον φορολογικά έσοδα από ΕΦΚ και ΦΠΑ ετησίως, ενώ μεγαλύτερη μείωσή του κατά 50% και υποκατάσταση αυτών των ποσοτήτων κατανάλωσης με νόμιμα αλκοολούχα ποτά, θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρόσθετα έσοδα 70 εκατ. ευρώ από ΕΦΚ και ΦΠΑ.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης