Σκυλακάκης: Η κλιματική κρίση καθιστά αναγκαία την ανάπτυξη διαπεριφερειακών, ηλεκτρικών συνδέσεων
Την αναγκαιότητα ενίσχυσης της ενεργειακής συνεργασίας της Ευρώπης, με την Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική κατέδειξε Διάσκεψη, που συνδιοργανώθηκε από το Ελληνικό Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων και Δράσης για το Κλίμα.
Ο λόγος για το MEFED2024, που αποτέλεσε τον δεύτερο Περιφερειακό Διάλογο της Ευρώπης για τη Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική. Το Φόρουμ πραγματοποιήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου, στη Θεσσαλονίκη, με περίπου 300 υψηλού επιπέδου συμμετέχοντες από Υπουργεία, ρυθμιστικές αρχές, διαχειριστές δικτύων και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα από την Ευρώπη και την περιοχή MENA (Middle East - North Africa), καθώς και εκπροσώπους από περιφερειακούς οργανισμούς.
Στο πλαίσιο αυτού, τέθηκε επί τάπητος η ανάπτυξη διαπεριφερειακών, ενεργειακών υποδομών, με σκοπό ένα πιο διασυνδεδεμένο ενεργειακό σύστημα μεταξύ αυτών των περιοχών. Εξετάστηκαν ζητήματα που αφορούν -μεταξύ άλλων- στην υφιστάμενη κατάσταση των έργων διασυνδέσεων και των διαδρόμων υδρογόνου, στους απαιτούμενους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς, στις διαδικασίες σχεδιασμού και στα πιθανά εμπόδια, κ.λπ.
Οι εργασίες του MEFED 2024 εκκίνησαν με τις εναρκτήριες ομιλίες του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Θόδωρου Σκυλακάκη και του Ομοσπονδιακού Υπουργού Οικονομικών Υποθέσεων και Δράσης για το Κλίμα της Γερμανίας, Dr Robert Habeck, καθώς και υψηλών αξιωματούχων κυβερνήσεων και διεθνών Οργανισμών, όπως του βοηθού Υφυπουργού Εξωτερικών (Asiistant Minister) για θέματα ενέργειας και αειφορίας των ΗΑΕ, που φιλοξένησαν την COP28, κ. Abdulla Balalaa και του Γενικού Διευθυντή του Διεθνούς Οργανισμού ΑΠΕ (IRENA), κ. Francesco La Camera.
Κατά την ομιλία του, ο κ. Σκυλακάκης, επισήμανε:
«Η Ευρώπη και η περιοχή ΜΕΝΑ (Μέση Ανατολή - Βόρεια Αφρική) σήμερα και για τις επόμενες δεκαετίες ενδέχεται να ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους προς τον κοινό μακροπρόθεσμο στόχο για επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας. Και αυτό, καθώς υπάρχουν εμφανείς διαφορές ως προς τη σημασία που αποδίδει κάθε περιοχή στο δυναμικό υδρογονανθράκων ή ΑΠΕ και στην οικονομική τους διάσταση. Ωστόσο, καθώς οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης θα γίνονται πιο “επιθετικά” εμφανείς (χαρακτηριστικό παράδειγμα, το πέρασμα της κακοκαιρίας “Daniel” από Ελλάδα και Λιβύη), τα πράγματα θα οδηγήσουν στη σύγκλιση των ενεργειακών και περιβαλλοντικών πολιτικών μας. Η σύνδεση των “πράσινων”, εξαγωγικών δυνατοτήτων της ΜΕΝΑ με την Ευρώπη, θα λειτουργήσει ως προϋπόθεση και ταυτόχρονα ως επιταχυντής αυτής της σύγκλισης. Τα έργα και οι προκλήσεις που συζητήθηκαν στο MEFED2024 θα μας βοηθήσουν να κινηθούμε προς τη σωστή κατεύθυνση».
Ο κ. Habeck, από την πλευρά του, σημείωσε:
«Για να αντιμετωπίσουμε καλύτερα τις κοινές προκλήσεις, είναι ζωτικής σημασίας να κατανοήσουμε με απόλυτη σαφήνεια την τρέχουσα κατάσταση των έργων μεταξύ της περιοχής MENA και της Ευρώπης, να επικεντρωθούμε περαιτέρω στα έργα άμεσης προτεραιότητας, να ανταλλάξουμε εμπειρίες από εμβληματικά έργα, να μάθουμε ο ένας από τον άλλον και με αυτόν τον τρόπο, να αναπτύξουμε νέες ιδέες για να εμβαθύνουμε τη συνεργασία μεταξύ της περιοχής MENA και της Ευρώπης».
Διαπεριφερειακή συνεργασία Ευρώπης και MENA
Σε πάνελ με τη συμμετοχή της Υφυπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κυρίας Αλεξάνδρας Σδούκου, συζητήθηκε εκτενώς η διαπεριφερειακή συνεργασία μεταξύ της Ευρώπης και της περιοχής ΜΕΝΑ, η οποία θα έχει κεντρικό ρόλο για τη μόχλευση πόρων και την ανάπτυξη των απαραίτητων υποδομών, καθώς αναγνωρίζεται ότι καμία από τις δυο γεωγραφικές περιοχές δεν θα μπορέσει να επιτύχει μόνη της την ενεργειακή της μετάβαση.
Στη διάρκεια της παρέμβασής της, η Υφυπουργός αναφέρθηκε στη στρατηγική σημασία της συνεργασίας της ΕΕ με την περιοχή της ΜΕΝΑ για την ενεργειακή ασφάλεια και τη μετάβαση σε καθαρές πηγές ενέργειας.
Η κυρία Σδούκου υπογράμμισε, ότι το ουσιαστικό μακροπρόθεσμο, ενεργειακό δυναμικό της περιοχής έγκειται στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων παραγωγής ηλιακής ενέργειας και πράσινου υδρογόνου, τεχνολογιών που συνάδουν με τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας.
Επισήμανε τη σημασία των έργων υποδομών για τη διασύνδεση των αγορών ενέργειας, ώστε να καταστεί εφικτή η μεταφορά πράσινης ενέργειας από τη ΜΕΝΑ στην Ευρώπη, με την Ελλάδα να διαδραματίζει κεντρικό ρόλο ως «γέφυρα» για την εξαγωγή αυτής της ενέργειας. Η Υφυπουργός αναφέρθηκε, επίσης, στα βασικά έργα διασύνδεσης που υλοποιεί η Ελλάδα, τα οποία θα συμβάλλουν, σημαντικά, στην ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας της ΕΕ, ενώ η Ελλάδα θα εξελιχθεί σε κόμβο για τη μεταφορά πράσινης ενέργειας προς την Κεντρική Ευρώπη.
Στο κλείσιμο της παρέμβασής της, τόνισε την ανάγκη για περαιτέρω χρηματοδότηση σε έργα ενεργειακής υποδομής.
Όπως τόνισε: «Πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην ενεργειακή ολοκλήρωση της Ευρώπης, καθώς είναι απαραίτητη για την επιτυχία της στρατηγικής για την κλιματική ουδετερότητα».
Στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκε συζήτηση σε πάνελ υψηλού επιπέδου, με θέμα τις προοπτικές αμοιβαίων οφελών και ενεργειακών σχέσεων μεταξύ της Ευρώπης και της περιοχής ΜΕΝΑ. Κύριο ζήτημα της συζήτησης αποτέλεσε το γεγονός ότι, ενώ η Ευρώπη θα εξαρτάται από τις εισαγωγές ενέργειας για την απαλλαγή του ενεργειακού της συστήματος από τις ανθρακούχες εκπομπές, η περιοχή ΜΕΝΑ είναι μια απίστευτα πλούσια σε πόρους περιοχή με άφθονες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η ηλιακή και η αιολική. Αυτό συνεπάγεται τεράστιες δυνατότητες για συνεργασία και αμοιβαία οφέλη. Στο πλαίσιο του πάνελ υψηλού επιπέδου αναλύθηκε πώς οι ενεργειακές σχέσεις μεταξύ της Ευρώπης και της περιοχής ΜΕΝΑ μπορούν να ωφελήσουν και τις δύο περιοχές στην επίτευξη των ενεργειακών τους στόχων.
Στο πάνελ αυτό συμμετείχε, από πλευράς Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο κ. Σκυλακάκης, ο οποίος εξήγησε πως το έλλειμμα ηλεκτρικών διασυνδέσεων μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης και της Κέντρο-Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και κάποιοι αλγόριθμοι που παρεμποδίζουν τις διασυνδέσεις να λειτουργούν ορθολογικά, έχουν ως αποτέλεσμα, ενδημικά, κατά περιόδους, να καταγράφεται στην περιοχή μας μια παράλογη διαμόρφωση τιμών. Η λύση δεν είναι οι μεγαλύτερες επενδύσεις στην παραγωγική δυναμικότητα, αλλά η ανάπτυξη διασυνδέσεων, όπως υπογράμμισε ο Έλληνας Υπουργός. Έως τότε, η προσπάθεια της Ελλάδας να αναδείξει το θέμα στην Ευρώπη, ώστε να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός παρέμβασης σε περίπτωση στρέβλωσης της αγοράς και δυσλειτουργίας, που έχει ενδημικά χαρακτηριστικά, βρίσκει, ήδη, συμμάχους, χώρες όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία, που αντιμετωπίζουν το ίδιο ή και μεγαλύτερο πρόβλημα.
Στο πλαίσιο της Διάσκεψης, με πρωτοβουλία της Ελλάδας και της Γερμανίας, παρουσιάστηκε και υιοθετήθηκε η «Διακήρυξη της Θεσσαλονίκης».
Τα Προσυπογράφοντα Μέρη ανακοίνωσαν τα εξής:
- Οι χώρες της περιοχής ΜΕΝΑ και της ΕΕ, που παρευρίσκονται στο συνέδριο MEFED 2024, καλούνται να επιδιώξουν την επιτάχυνση της κοινής ανάπτυξης των αναγκαίων ενεργειακών υποδομών για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια και υδρογόνο που θα επιτρέψει την αύξηση του ενεργειακού εμπορίου μεταξύ των δύο περιοχών. Οι χώρες ενθαρρύνονται να ενισχύσουν, κατά περίπτωση, την εθνική τους δέσμευση για σχετικές διαπεριφερειακές και διασυνοριακές ενεργειακές υποδομές για να επωφεληθούν από τα οφέλη της αυξημένης ενδοπεριφερειακής και διαπεριφερειακής συνεργασίας.
- Η ισχυρή και συντονισμένη κινητοποίηση της χρηματοδότησης είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστεί η υλοποίηση των απαιτούμενων διαπεριφερειακών και διασυνοριακών έργων ενεργειακής υποδομής. Η περαιτέρω ανάπτυξη των χρηματοδοτικών μηχανισμών για τη γεφύρωση των χρηματοδοτικών κενών σε μια κοινή προσπάθεια του δημόσιου τομέα, του ιδιωτικού τομέα, των φορέων εκμετάλλευσης υποδομών και των δημόσιων και εμπορικών τραπεζών θα είναι απαραίτητη για να υποστηριχθεί και να τεκμηριωθεί η φιλοδοξία της αύξησης των ενεργειακών διασυνδέσεων μεταξύ της ΕΕ και της MENA.
- Αναγνωρίζοντας τη σημασία των κατάλληλων πλαισίων για το εμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας και υδρογόνου και την ανάπτυξη υποδομών, τα Προσυπογράφοντα Μέρη καλούν σε εντατικοποίηση του διαλόγου, της ανταλλαγής και την αύξηση των γνώσεων σχετικά με τις διαπεριφερειακές υποδομές και τη μοντελοποίηση, τις ρυθμιστικές συνθήκες και τον ολοκληρωμένο σχεδιασμό των ενεργειακών υποδομών ΕΕ-ΜΕΝΑ για τον προσδιορισμό των αναγκαίων επενδύσεων σε υποδομές και να ενημερώσουν τα σχέδια ανάπτυξης δικτύων στην ΕΕ και τη ΜΕΝΑ.