ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Κατώτατος μισθός: Πώς «υποδέχθηκε» η αγορά τη νέα αύξηση

Κατώτατος μισθός: Πώς «υποδέχθηκε» η αγορά τη νέα αύξηση
ΙΝΤΙΜΕ

Στις πρώτες αντιδράσεις τους μετά την ανακοίνωση της κυβέρνησης σχετικά με το νέο κατώτατο μισθό, όπως αυτός διαμορφώνεται από την 1η Απριλίου, οι φορείς της αγοράς επισημαίνουν μεν ως θετικό, την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των χαμηλόμισθων εργαζομένων, από την άλλη πλευρά, ωστόσο, υπογραμμίζουν πως είναι αναγκαίο να συνοδευτεί και από μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων.

Εν μέσω ακρίβειας και πληθωριστικών πιέσεων, οι εκπρόσωποι της αγοράς επισημαίνουν πως η ενίσχυση του εισοδήματος είναι απαραίτητη για τους εργαζόμενους,εκτιμώντας πως αυτό θα βοηθήσει παράλληλα και στην τόνωση της κατανάλωσης.

Αντίστοιχα, ωστόσο, επισημαίνουν πως είναι απαραίτητο για τις επιχειρήσεις, να ληφθούν μέτρα για τη μείωση του λειτουργικού κόστους το οποίο έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία διετία καθώς και για την ενίσχυση της ρευστότητάς τους.

ΓΣΕΒΕΕ: Απαραίτητη η αύξηση για τους εργαζόμενους, αναγκαία τα μέτρα για τις μικρές επιχειρήσεις

«Η αύξηση του κατώτατου μισθού που ανακοίνωσε η Κυβέρνηση ήταν απαραίτητη, κυρίως για την ενίσχυση του εισοδήματος των χαμηλόμισθων εργαζομένων, των οποίων το εισόδημα επηρεάζεται περισσότερο από τον επίμονο πληθωρισμό. Ωστόσο, και προκειμένου η αύξηση που αποφασίστηκε να έχει αξία, είναι αναγκαίο να ληφθούν αποτελεσματικά μέτρα για τη συγκράτηση των τιμών» σημειώνει η ΓΣΕΒΕΕ.

Υπογραμμίζει ωστόσο πως «αναγκαία είναι, επίσης, και η λήψη μέτρων για τη μείωση του κόστους λειτουργίας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, που τα τελευταία 2 έτη έχει αυξηθεί κατά 35%, καθώς και μέτρα για την ενίσχυση της ρευστότητάς τους. Τέτοια θα μπορούσαν να είναι η πλήρης κατάργηση τους τέλους επιτηδεύματος, η ρεαλιστική ρύθμιση των οφειλών, η μείωση των έμμεσων φόρων, ο περιορισμός των ειδικών φόρων και τελών, η επαναφορά του αφορολόγητου ορίου για τα εισοδήματα που αποκτώνται από επιχειρηματική δραστηριότητα και βέβαια η απόσυρση της τεκμαρτής φορολόγησης των ατομικών επιχειρήσεων, η οποία θα τις επιβαρύνει έτι περαιτέρω καθώς συνδέεται άμεσα με το ύψος του κατώτατου μισθού».

Στ. Καφούνης: Καλοδεχούμενη η αύξηση αλλά να συνδυαστεί με μείωση του μη μισθολογικού κόστους

Από την πλευρά του ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών, Σταύρος Καφούνης χαρακτηρίζει ως «καλοδεχούμενη κάθε αύξηση η οποία βελτιώνει το οικογενειακό εισόδημα, ιδιαίτερα των πιο αδύναμων οικονομικά συμπολιτών μας. Άλλωστε, μόνον έτσι θα πραγματοποιηθεί η αναγκαία αύξηση της υποτονικής κίνησης, που έχει καταγραφεί στην αγορά το τελευταίο διάστημα». Προσθέτει ωστόσο ότι «επειδή δεν γίνεται κοινωνική πολιτική στις πλάτες της επιχειρηματικότητας, αναμένουμε η απόφαση αυτή που υπερβαίνει τις προτάσεις μας, να συνδυαστεί τουλάχιστον με τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα πλήξουμε άμεσα την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και δυστυχώς θα αναγκαστούμε, όπως συνέβη και στο παρελθόν, να πάρουμε πίσω την αύξηση με πολλαπλάσιο κόστος ή στην καλύτερη περίπτωση να καθυστερήσουμε να προχωρήσουμε όπως επιθυμούμε και το επόμενο έτος, σε μία περαιτέρω σημαντική βελτίωση των μισθών».

Γ. Χατζηθεοδοσίου: Ναι στην αύξηση αλλά χωρίς ελάφρυνση βαρών των ΜμΕ ο λογαριασμός δεν βγαίνει

«Το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών τάσσεται πάντα υπέρ της αύξησης του εισοδήματος των εργαζομένων. Ειδικά σε αυτή την περίοδο που η ακρίβεια πιέζει ασφυκτικά τα νοικοκυριά. Οπότε είμαστε σαφώς θετικοί στη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού στα 830 ευρώ.Εξάλλου έτσι θα στηριχθεί και η αγορά» υπογραμμίζει ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Γιάννης Χατηθεοδοσίου.

«Σε αυτό όμως που είμαστε αντίθετοι είναι στο γεγονός ότι αυτή η νέα αύξηση έρχεται χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και η δυνατότητα τους να ανταποκριθούν σε επιπλέον βάρη. Είχαμε κάνει ξεκάθαρο προς την κυβέρνηση πως η οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου θα έπρεπε να συνοδευτεί από τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους το οποίο παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Κάτι τέτοιο δεν έγινε και οι επιχειρήσεις, ειδικά οι μικρομεσαίες, επιβαρύνονται κι άλλο σε μία χρονική στιγμή που η βιωσιμότητα τους απειλείται από διάφορους ανασταλτικούς παράγοντες όπως η ακρίβεια, το υψηλό λειτουργικό κόστος, η έλλειψη χρηματοδοτικών εργαλείων, η επιπλέον φορολόγηση, ο βραχνάς των ανεξόφλητων οφειλών» προσθέτει.

Β. Κορκίδης: «Διατηρεί την ''ροπή κατανάλωσης'' στην αγορά»

Από την πλευρά του ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ και του ΠΕΣΑ, Βασίλης Κορκίδης σημειώνει ότι «ο κατώτατος μισθός, όπως διαμορφώνεται στα 830 ευρώ από την 1η Απριλίου 2024, είναι αποτέλεσμα τήρησης ισορροπίας στην ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος ενάντια στην ακρίβεια και στη διατήρηση του ανταγωνιστικού πλαισίου της οικονομίας. Η κυβέρνηση, συνεπής προς τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει και αξιοποιώντας τη δυναμική της κυκλικότητας στην οικονομία, επιχειρεί να δώσει, μέσω των επιχειρήσεων, νέα ώθηση στο διαθέσιμο εισόδημα. Κατά συνέπεια η αύξηση του κατώτατου μισθού θα ενισχύσει την κατανάλωση στην αγορά και αντίστοιχα την οικονομία».

Μεταξύ άλλων ο κ. Κορκίδης επισημαίνει ότι «σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον, που βελτιώνεται διαρκώς, οι ισορροπημένες αυξήσεις μισθών θα συνεχίσουν να προσφέρουν περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας στη χώρα μας, υπό την προϋπόθεση, ότι θα ακολουθήσει και μια αντίστοιχη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε, ότι η παραγωγικότητα στην εργασία είναι στοιχείο που συμβάλει στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, άρα και δικαιολογεί, τόσο την διατήρηση των θέσεων εργασίας, όσο και την αύξηση της πλήρους απασχόλησης. Το βέβαιο είναι πως οι μικρότεροι, αλλά και μεγαλύτεροι εργοδότες δεν προσέγγισαν ποτέ φοβικά τις αυξήσεις των αμοιβών των εργαζόμενων τους, όταν αυτές ήταν λελογισμένες».

«Ορθώς λοιπόν, η κυβέρνηση αποφάσισε το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού, καλώς οι εργαζόμενοι επωφελούνται και δικαίως οι εργοδότες πληρώνουμε, αφού μόνο έτσι θα ενισχυθεί το διαθέσιμο εισόδημα σε μια τριετή περίοδο ακρίβειας, ώστε να διατηρηθεί η “ροπή κατανάλωσης” στην αγορά» καταλήγει ο κ. Κορκίδης.

Βιοτεχνικό επιμελητήριο Αθηνών: Ανάσα για τους εργαζόμενους, επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις

«Η νέα αύξηση κατώτατου μισθού στα 830 ευρώ, θα έπρεπε να έχει σχεδιαστεί με καταλληλότερο τρόπο για την εθνική οικονομία, με ταυτόχρονη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ώστε να ωφεληθούν τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι επαγγελματίες» σημειώνει το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο της Αθήνας.

«Σαφέστατα και είναι προς τη θετική κατεύθυνση η ενίσχυση του μηνιαίου εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης των περίπου 600.000 χαμηλά αμειβόμενων πολιτών της χώρας, από την 1η Απριλίου, καθώς σωρευτικά, ο κατώτατος μισθός, από το 2019, μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων, αυξήθηκε κατά 25% από 663 ευρώ στα 830 ευρώ μικτά. Παράλληλα όμως, αυξάνεται η μηνιαία επιβάρυνση των επιχειρήσεων, για κάθε εργαζόμενο που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, κατά 62,90 ευρώ, από 953,8 ευρώ στα 1.016,7 ευρώ. Μια μικρομεσαία επιχείρηση, με 5 άτομα αμειβόμενα με τον κατώτατο μισθό, θα κληθεί να καταβάλει επιπλέον 4.403 ευρώ, σε ετήσια βάση» προσθέτει μεταξύ άλλων. «Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας, ζητά την άμεση μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, εντός του 2024, κι όχι το 2025 όπως προβλέπει ο κυβερνητικός σχεδιασμός» καταλήγει.