Στουρνάρας: Ώθηση για την ελληνική οικονομία από την επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας
Στις ελληνικές τράπεζες και τον ιδιωτικό ασφαλιστικό τομέα αναφέρθηκε κατά την τοποθέτηση του στο FinForum 2023 ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, κ. Γιάννης Στουρνάρας.
Μιλώντας για τις προκλήσεις που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει ο κλάδος και τις ευκαιρίες που μπορεί να αξιοποιήσει, ο Γιάννης Στουρνάρας τόνισε πως «Οι ελληνικές τράπεζες έχουν διανύσει μεγάλη απόσταση στην πορεία για την εξυγίανση τους» και πως «η επενδυτική βαθμίδα θα δώσει σημαντική ώθηση σε κάθε τομέα της ελληνικής οικονομίας».
Συγκεκριμένα ο κ. Στουρνάρας σημείωσε πως «την περασμένη δεκαετία η Ελλάδα βίωσε μια απο τις πιο σοβαρές οικονομικές κρίσεις στην παγκόσμια οικονομική ιστορία, με βαριές συνέπειες και για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα».
«Σήμερα οι τράπεζες τηρούν πλήρως τους εποπτικούς δείκτες ρευστότητας» επισήμανε ο Διοικητής της ΤτΕ και τόνισε πως «διαθέτουν σταθερή και διαρκώς αυξανόμενη καταθεττική βάση, με πλήρη πρόσβαση στις αγορές, παρά το γεγονός πως δεν διαθέτουν ακόμα επενδυτική βαθμίδα».
Όπως τόνισε ο κ. Στουρνάρας, πλέον οι ελληνικές τράπεζες γνωρίζουν σημαντική κερδοφορία, τόσο λόγω της βελτίωσης της ποιότητας του ενεργητικού τους και των υψηλών επιτοκιακών περιθωρίων, όσο και λόγω της πιστωτικής επέκτασης και της υψηλής αποδοτικότητας κόστους, αφού οι ελληνικές τράπεζες έχουν έναν από τους χαμηλότερους δείκτες κόστους».
«Μπορούμε πλέον να πούμε με βεβαιότητα ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και η ελληνική οικονομία έπαψαν να είναι τα μαύρα πρόβατα της Ευρωζώνης και μπορούν να ατενίζουν το μέλλον με αισιοδοξία» τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Στουρνάρας, προσθέτοντας ότι δεν χρειάζεται εφησυχασμός, αλλά εγρήγορση. Αναφέρθηκε στη μεγάλη απόσταση που έχουν διανύσει οι τράπεζες από τα χρόνια της κρίσης μέχρι σήμερα, δίνοντας έμφαση στην πολύ μεγάλη μείωση του ενεργητικού δανείων, που πλέον έχουν υποχωρήσει σε μονοψήφιο αριθμό.
Εν μέσω των γεωπολιτικών κινδύνων, πάντως, οι προοπτικές παραμένουν αβέβαιες, με τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος να κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην αύξηση των επιτοκίων.
«Βραχυπρόθεσμα η αύξηση των επιτοκίων έδωσε ώθηση στα καθαρά έσοδα των τραπεζών από τόκους, μεσοπρόθεσμα όμως μπορεί να αυξήσει το κόστος πιστωτικού κινδύνου, το λειτουργικό κόστος και το κόστος άντλησης ρευστότητας» εξήγησε ο κ. Στουρνάρας. Επισήμανε ότι τα αυξημένα επιτόκια ασκούν πίεση στους δανειολήπτες και είναι πιθανό να οδηγήσουν σε μείωση της ζήτησης για νέα δάνεια και σε αδυναμία πληρωμής των υφιστάμενων δανείων, ενώ δεν πρέπει να αποκλειστεί η επιδείνωση του ενεργητικού των τραπεζών.
Ο Διοικητής της ΤτΕ αναφέρθηκε επίσης στις ευεργετικές επιπτώσεις για ολόκληρη την ελληνική οικονομία από την επικείμενη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, διαβλέποντας σημαντικές ευκαιρίες και για τη διεύρυνση του χαρτοφυλακίου των τραπεζών.
Παρακολουθήστε ζωντανά το Fin Forum 2023:
Οι κίνδυνοι για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα
Όπως τόνισε ο κ. Στουρνάρας κατά την ομιλία του, «οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παγκοσμίως έχουν αυξηθεί τον τελευταίο χρόνο και οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν να αντιμετωπίσουν σημαντικές προκλήσεις».
Συγκεκριμένα στάθηκε στις αβέβαιες προοπτικές για την οικονομική ανάπτυξη στην παγκόσμια και ειδικά στην ευρωπαϊκή οικονομία, εν μέσω των υψηλών γεωπολιτικών κινδύνων και της αύξησης των επιτοκίων που κατέστη αναγκαία προκειμένου να αντιμετωπισθεί ο υψηλός πληθωρισμός.
«Κάποιοι αναλυτές μάλιστα κάνουν λόγο για ένα νέο τρίλημμα που αντιμετωπίζουν οι αρχές καθώς θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τον υψηλό πληθωρισμό μέσω της νομισματικής πολιτικής, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα αλλά και θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης» σημείωσε.
«Ο συνδυασμός αυτός (δηλαδή υψηλός πληθωρισμός και αυξημένα επιτόκια), ασκούν πίεση στα νοικοκυριά και σε ορισμένες επιχειρήσεις, ιδίως στους δανειολήπτες με κυμαινόμενο επιτόκιο δανείων και στους ‘ευάλωτους’ δανειολήπτες, όπως αυτούς που ήταν σε τροχιά ανάκαμψης από την πανδημία. Ως εκ τούτου δεν πρέπει να αποκλεισθεί η πιθανότητα χειροτέρευσης της ποιότητας του ενεργητικού τους το προσεχές χρονικό διάστημα. Αυτή η πρόκληση είναι ακόμα πιο σημαντική για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες -παρά τη σημαντική βελτίωση- βρίσκονται ακόμα μακριά από το μέσο όρο της ευρωζώνης σε σχέση με το δείκτη μη-εξυπηρετούμενων δανείων.
Παράλληλα, συνεχίζοντας τον τόνο των προκλήσεων, ο κ. Στουρνάρας σημείωσε πως « η άνοδος των επιτοκίων και η μεταβλητότητα στις αγορές εγκυμονούν κινδύνους και στο χρηματοοικονομικό τομέα εκτός τραπεζικού συστήματος (non-bank financial institutions) που δύναται να επηρεάσουν τις τράπεζες δευτερογενώς.
- Η αγορά ακινήτων (ιδίως των επαγγελματικών ακινήτων ή αλλιώς commercial real estate) βρίσκεται σε τροχιά διόρθωσης και ενδέχεται να εκθέσει ορισμένες τράπεζες σε ζημιές.
- Επίσης, νέοι κίνδυνοι παρουσιάζονται, όπως αυτοί που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή ή τις κυβερνοεπιθέσεις (cyber attacks).
- Τέλος, οι αγορές παραμένουν ευάλωτες σε αρνητικές ειδήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η πρόσφατη αναταραχή στο τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ και της Ελβετίας που είχε σοβαρό αρνητικό αντίκτυπο στις αγορές.
- Ειδικά για την περίπτωση των αμερικανικών τραπεζών που κατέρρευσαν και τη διάσωση της Credit Suisse (CS) από την UBS, θα ήθελα να επισημάνω ότι είναι μεν γεγονότα που προβλημάτισαν σοβαρά τις αρμόδιες αρχές, αλλά φαίνεται να αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις, όπου η αύξηση των επιτοκίων αποκάλυψε σοβαρές αδυναμίες στο επιχειρηματικό τους μοντέλο και στη διαχείριση των κινδύνων, μαζί με σημαντικά κενά στην εφαρμογή του εποπτικού πλαισίου.
- Η αναταραχή αυτή έδειξε επίσης πόσο σημαντική είναι η διατήρηση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα, ιδίως στην ψηφιακή εποχή που ζούμε σήμερα, λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες που προσφέρει η ψηφιακή τραπεζική. Ανέδειξε επίσης τη σημασία των συνετών πρακτικών διαχείρισης κινδύνων και εσωτερικού ελέγχου εντός των πιστωτικών ιδρυμάτων και της ισχυρής εποπτείας από τις αρμόδιες αρχές.
- Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι οι ευρωπαϊκές και οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν τις αδυναμίες που εντοπίζονται στις ΗΠΑ, καθώς οι περισσότερες από τις καταθέσεις τους είναι ασφαλισμένες, έχουν διαφορετική δομή ενεργητικού με περισσότερα δάνεια στον ισολογισμό τους, διαθέτουν άφθονα ρευστά περιουσιακά στοιχεία υψηλής ποιότητας, έχουν ισχυρά συστήματα εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων, και, όσον αφορά τις ελληνικές τράπεζες, βρίσκονται υπό τον εποπτεία της ΕΚΤ και της Τράπεζας της Ελλάδος. Η δημιουργία του SSM, του ενιαίου ευρωπαϊκού εποπτικού μηχανισμού, απεδείχθη πολύ ορθή επιλογή, αφού, μεταξύ άλλων, εξάλειψε τις εθνικές μεροληψίες στην εποπτική διαδικασία.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημαντικές ευκαιρίες
Παρά τις σοβαρές αυτές προκλήσεις (οι οποίες όπως προανέφερα, αφορούν όλες τις τράπεζες στην ευρωζώνη) και το αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον, οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημαντικές ευκαιρίες για την επέκταση των δραστηριοτήτων τους και την περαιτέρω ενίσχυση των θεμελιωδών μεγεθών τους.
Συγκεκριμένα, αναφερόμενος στις «ευκαιρίες» του κλάδου ο κ. Στουρνάρας δήλωσε:
- Το προσεχές χρονικό διάστημα, η Ελλάδα αναμένεται να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα. Αυτό θα έχει ευεργετικές επιπτώσεις για το σύνολο της οικονομίας, καθώς θα ενισχύσει, μέσω των επενδύσεων, την οικονομική ανάπτυξη και θα διευκολύνει την πρόσβαση στις αγορές με χαμηλότερο (του υφιστάμενου) κόστος άντλησης κεφαλαίων. Δεδομένου ότι οι τράπεζες έχουν σχέδια για σημαντικού ύψους εκδόσεις ομολόγων και κεφαλαιακών μέσων, είναι κατανοητό ότι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα έχει σημαντικές θετικές επιπτώσεις.
- Η οικονομία θα ευνοηθεί τα επόμενα έτη από την υλοποίηση των σημαντικών μεταρρυθμίσεων που ήδη εξήγγειλε η κυβέρνηση καθώς και από την αξιοποίηση των πόρων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Γίνεται αντιληπτό ότι οι ευκαιρίες που δημιουργούνται για τις ελληνικές τράπεζες για τη διεύρυνση του χαρτοφυλακίου δανείων τους είναι σημαντικές, με ότι αυτό συνεπάγεται για την ενίσχυση της κερδοφορίας και της κεφαλαιακής τους επάρκειας.
Υπό το πρίσμα των θετικών προοπτικών για την ελληνική οικονομία και της σημαντικής βελτίωσης που έχει επιτευχθεί τα τελευταία έτη αναφορικά με την εξυγίανση των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών, μπορούμε πλέον να πούμε με βεβαιότητα ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, όπως άλλωστε και η ελληνική οικονομία, έπαψαν να είναι τα ‘μαύρα πρόβατα’ της ευρωζώνης και πλέον μπορούν να ατενίζουν το μέλλον με αισιοδοξία.
- Με έντονο ενδιαφέρον αναμένονται στα τέλη του μήνα τα αποτελέσματα της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests) που θα αξιολογήσουν την ανθεκτικότητα των ελληνικών και ευρωπαϊκών τραπεζών σε ένα δυσμενές σενάριο.
- Τέλος, θεωρώ ότι το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα (συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών τραπεζών) θα ωφεληθεί σημαντικά από την ενδεχόμενη πρόοδο στις συζητήσεις που γίνονται αυτή τη στιγμή στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την εισαγωγή ενός αποτελεσματικού Πλαισίου Διαχείρισης Κρίσεων.
- Ως προς αυτό να αναφέρω ότι τον Απρίλιο του 2023 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε τις προτάσεις της για την αναθεώρηση του πλαισίου για τη διαχείριση κρίσεων και την ασφάλιση των καταθέσεων.
- Τα κύρια σημεία της αναθεώρησης περιλαμβάνουν: α) τη δυνατότητα επέκτασης της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης σε μικρά και μεσαίου μεγέθους πιστωτικά ιδρύματα, β) την ενίσχυση του ρόλου των εθνικών Ταμείων Εγγύησης Καταθέσεων με τη δυνατότητα συμμετοχής τους στη χρηματοδότηση μέτρων πρόληψης κρίσεων, εξυγίανσης ή εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων, γ) άλλες τροποποιήσεις, όπως π.χ. βελτιώσεις των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης και του πλαισίου συνεργασίας μεταξύ των αρχών εποπτείας και εξυγίανσης.
- Οι προτάσεις που έχουν υποβληθεί είναι προς τη σωστή κατεύθυνση για τη διασφάλιση της ομαλής διαχείρισης κρίσεων στον τραπεζικό τομέα και την προστασία των καταθετών. Επισημαίνεται όμως η ανάγκη για πρόσθετες αλλαγές που θα αφορούν, μεταξύ άλλων, τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του πλαισίου σε περίπτωση συστημικής κρίσης, καθώς το υφιστάμενο πλαίσιο είναι σχεδιασμένο για την αντιμετώπιση περιορισμένων κρίσεων. Προς την κατεύθυνση αυτή κρίνεται πρωτίστως απαραίτητη η υιοθέτηση ενός κοινού ευρωπαϊκού ταμείου ασφάλισης καταθέσεων σε επίπεδο τραπεζικής ένωσης για την εμπέδωση της εμπιστοσύνης των καταθετών, ιδίως σε περίπτωση διασυνοριακών διαταραχών και συστημικής κρίσης.
Οι ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις αντιμετώπισαν αποτελεσματικά όλες τις προκλήσεις
Ο έτερος σημαντικός κλάδος που βρίσκεται υπό την εποπτική ευθύνη της Τράπεζας της Ελλάδος είναι αυτός των ιδιωτικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Έχουν περάσει περισσότερα από επτά χρόνια αφότου τέθηκε σε εφαρμογή το ευρωπαϊκό εποπτικό πλαίσιο “Φερεγγυότητα II” το 2016. Οι ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες λειτουργούν με γνώμονα αυτό το πλαίσιο, αντιμετώπισαν αποτελεσματικά όλες τις προκλήσεις των προηγούμενων ετών, διατηρώντας παράλληλα την κεφαλαιακή τους επάρκεια σε υψηλά επίπεδα. Οι επιπτώσεις της πρόσφατης πανδημίας, η ενεργειακή κρίση που οξύνθηκε λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και η γενικευμένη έξαρση του πληθωρισμού είναι μερικά παραδείγματα αυτών των προκλήσεων.
Η ελληνική ασφαλιστική αγορά έχει υποστεί εκτεταμένο μετασχηματισμό τα τελευταία χρόνια, λόγω συγχωνεύσεων και εξαγορών. Σήμερα ο τομέας βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σειρά πρόσθετων προκλήσεων. Ειδικότερα:
- Η Ελλάδα είναι μια χώρα εκτεθειμένη σε κινδύνους φυσικών καταστροφών (κυρίως τον κίνδυνο σεισμού), ως προς τους οποίους η ασφαλιστική διείσδυση είναι δυσανάλογα χαμηλή, γεγονός που συνεπάγεται ένα κενό ασφαλιστικής προστασίας των Ελλήνων πολιτών. Κενά προστασίας από την ιδιωτική ασφάλιση υπάρχουν βεβαίως και σε σχέση με άλλους κινδύνους, όπως αναφορικά με τις συντάξεις, την ασφάλιση υγείας, τη γενική αστική ευθύνη κ.λπ. Αλλά στο συγκεκριμένο θέμα των κινδύνων φυσικών καταστροφών, ο ελληνικός ασφαλιστικός τομέας διαθέτει τις δεξιότητες, τις γνώσεις και την ικανότητα να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην κάλυψη του κενού.
- Δεδομένου ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις χρειάζεται να μειώσουν την έκθεσή τους σε ασφαλιστικά προϊόντα με μακροπρόθεσμες εγγυήσεις, λόγω των χαμηλών ή και αρνητικών επιτοκίων που επικρατούσαν την τελευταία δεκαετία έχει αυξηθεί ο αριθμός των ασφαλιστικών προϊόντων που συνδέονται με επενδύσεις (προϊόντα unit-linked). Μία από τις προτεραιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος είναι να διασφαλίσει την καλύτερη δυνατή μεταχείριση των ασφαλισμένων και τη διάθεση σε αυτούς προϊόντων που προσφέρουν ικανοποιητική σχέση ποιότητας/τιμής. Στο πλαίσιο αυτό, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να αξιολογούν διαρκώς τις επιχειρηματικές τους πρακτικές που αφορούν τη διαδικασία σχεδιασμού και ανάπτυξης ασφαλιστικών προϊόντων, την τιμολόγηση, τη διαφήμιση και τη διανομή τους και, τέλος, τη διαχείριση πιθανών ασφαλιστικών απαιτήσεων.
- Η κλιματική αλλαγή είναι μια σοβαρή πρόκληση. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει τονίσει επανειλημμένως τη σημασία της συμβολής της ιδιωτικής ασφάλισης στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, αφού ο ρόλος της είναι διττός. Αφενός οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις απορροφούν ζημίες που διαφορετικά θα βάρυναν τους ιδιώτες, τις επιχειρήσεις ή το κράτος. Αφετέρου, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ως θεσμικοί επενδυτές, μπορούν να επιλέξουν επενδύσεις που προστατεύουν το περιβάλλον και προάγουν την πράσινη και βιώσιμη οικονομία (αρχές ESG).
- Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει επίσης να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της νέας ψηφιακής εποχής. Πρώτον, αξιοποιώντας τις τεχνολογικές καινοτομίες προκειμένου να βελτιώσουν τις λειτουργίες τους, καθώς και τις υπηρεσίες που παρέχουν στους ασφαλισμένους. Και δεύτερον, παρέχοντας ασφάλιση κατά κυβερνοεπιθέσεων (cyber insurance) σε ιδιώτες, αλλά κυρίως σε ελληνικές επιχειρήσεις.»
Κλείνοντας τη σημερινή του τοποθέτηση, ο κ. Στουρνάρας συμπέρανε ότι το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι σαφώς πιο υγιές και φερέγγυο σε σχέση με το παρελθόν και είναι σε θέση να απορροφήσει κλυδωνισμούς από την ενδεχόμενη υλοποίηση ενός δυσμενούς σεναρίου για την ελληνική οικονομία, π.χ. έναν σοβαρό κλυδωνισμό από το εξωτερικό.
Αυτό όμως δεν σημαίνει εφησυχασμό, τόνισε, καθώς οι προκλήσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένουν υψηλές και χρειάζεται εγρήγορση τόσο από τη μεριά των διοικήσεων, κυρίως των τραπεζών αλλά και των επιχειρήσεων του ιδιωτικού ασφαλιστικού τομέα, όσο και από τη μεριά των εποπτικών αρχών.
«Σε κάθε περίπτωση, νομίζω, ότι μετά από μια δύσκολη περίοδο, είναι πλέον δικαιολογημένο το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα να ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία» δήλωσε κλείνοντας.