ΣΦΕΕ: Το clawback αντί να μειώνεται, προπληρώνεται από τις εταιρείες ως έκπτωση
Με την τακτική των διαπραγματεύσεων και των κλειστών προϋπολογισμών των φαρμάκων, ουσιαστικά το clawback δε μειώνεται, αλλά προπληρώνεται από τις φαρμακευτικές εταιρείες ως έκπτωση (rebate).
Επιπλέον, οι υπέρογκες επιστροφές που καταβάλλουν οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις, σημαίνουν υπερφορολόγηση και καταδεικνύουν την έλλειψη δημόσιας χρηματοδότησης, ενώ απειλούν ευθέως τη βιωσιμότητα τόσο του ίδιου του κλάδου, όσο και του συστήματος υγείας. Υπολογίζεται ότι η δημόσια χρηματοδότηση για το 2022 καλύπτει μόλις το 42% της συνολικής δαπάνης, με τη φαρμακοβιομηχανία να συνεισφέρει με ποσοστό 47% και τους ασθενείς με ποσοστό 11%.
Τα παραπάνω τονίζει στο CNN Greece, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος Ολύμπιος Παπαδημητρίου, στην ερώτηση «τι αναμένετε από τη νέα κυβέρνηση και την ηγεσία του υπ. Υγείας αναφορικά με το μείζον ζήτημα του clawback; Εκτιμάτε ότι μπορεί να αλλάξει κάτι και να διορθωθεί μία στρέβλωση ετών, που έχει λυγίσει τον κλάδο της φαρμακοβιομηχανίας, έχοντας απειλήσει ευθέως τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων αλλά και των επενδύσεων τα τελευταία χρόνια;».
Η απάντηση αναλυτικά του προέδρου του ΣΦΕΕ προς το CNN Greece έχει ως εξής:
Υποχρεωτικές εισφορές πάνω από 70%
Η μείωση του clawback έχει τεθεί ως στόχος του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) και συγκεκριμένα η Ελλάδα έχει δεσμευτεί στο πλαίσιο του RRF για μείωση του clawback κατά 50 εκατ. ευρώ το 2022, κατά 150 εκατ. ευρώ το 2023, κατά 300 εκατ. ευρώ το 2024 και κατά 400 εκατ. ευρώ το 2025, σε σχέση με το 2020. Ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) έχει επανειλημμένως επισημάνει ότι με την τακτική των διαπραγματεύσεων και των κλειστών προϋπολογισμών των φαρμάκων ουσιαστικά το clawback δεν μειώνεται, αλλά προπληρώνεται από τις φαρμακευτικές εταιρείες ως έκπτωση (rebate). Μάλιστα το ύψος των συνολικών υποχρεωτικών επιστροφών έφτασε πάνω από το 60% (σε κάποια φάρμακα και πάνω από 70%)!
Ταυτόχρονα, η απελθούσα κυβέρνηση νομοθέτησε την προκαταβολική διάθεση των ανωτέρω ποσών που περιγράφονται και στο RRF, στους προϋπολογισμούς των ετών 2022-2025, παραδεχόμενη ουσιαστικά ότι ο στόχος δεν θα επιτευχθεί, παρά την προαναφερθείσα «συγκάλυψη» μεγάλων ποσών clawback η οποία επιτυγχάνεται μέσω των διαπραγματεύσεων, και η οποία δυστυχώς «βαφτίζεται» ως «εξοικονόμηση» δαπάνης.
Μέχρι στιγμής, οι υπέρογκες επιστροφές που καταβάλλουν οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις σημαίνουν υπερφορολόγηση και καταδεικνύουν την έλλειψη δημόσιας χρηματοδότησης, ενώ απειλούν ευθέως τη βιωσιμότητα τόσο του ίδιου του κλάδου μας όσο και του συστήματος υγείας. Υπολογίζεται ότι η δημόσια χρηματοδότηση για το 2022 καλύπτει μόλις το 42% της συνολικής δαπάνης, η φαρμακοβιομηχανία συνεισφέρει με ποσοστό 47% και οι ασθενείς με ποσοστό 11%.
Με βάση στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, η αγορά του φαρμάκου πανευρωπαϊκά αυξάνει κάθε χρόνο μετά την πανδημία κατά 7% με 10%. Μένει να δούμε αν και σε ποιο βαθμό τα χρήματα της ρήτρας του RRF θα μπορέσουν να καλύψουν την υστέρηση χρηματοδότησης τόσων ετών αλλά και τις τρέχουσες και μελλοντικές ανάγκες.
Η δαπάνη δεν επαρκεί για να καλύψει τις θεραπείες
Η εκτίμησή μας είναι πως τα χρήματα αυτά δεν επαρκούν για να καλύψουν την αυξανόμενη νοσηρότητα του Ελληνικού πληθυσμού καθώς και τις νέες, εξαιρετικά σημαντικές θεραπείες που έρχονται.
Η νέα Κυβέρνηση και η νέα ηγεσία του Υπουργείου Υγείας θα πρέπει να κινηθούν σε δύο στρατηγικές κατευθύνσεις:
- Σταδιακή αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης, ώστε να καλύπτονται οι πραγματικές ανάγκες των Ελλήνων ασθενών, εξασφάλιση επιπλέον πόρων για τους ανασφάλιστους και για τον ΙΦΕΤ. Η σταδιακή βελτίωση της δημόσιας χρηματοδότησης για το φάρμακο θα συμβάλει καθοριστικά στην αντιμετώπιση των νέων συνθηκών που προέκυψαν και μετά την πανδημία, αλλά και στην πρόσβαση των Ελλήνων ασθενών στις νέες προηγμένες θεραπείες (ΑΤΜΡ) που έρχονται. Το μέλλον είναι προσωποποιημένη φροντίδα και νέες θεραπείες (γονιδιακές, κυτταρικές, συνδυασμοί θεραπειών), που είναι πολύ ακριβές και αποτελούν πρόκληση για όλα τα συστήματα υγείας. Η νέα Κυβέρνηση πρέπει να διασφαλίσει την πρόσβαση των ασθενών στις θεραπείες αιχμής, εισάγοντας νέους τρόπους αξιολόγησης, χρηματοδότησης και αποζημίωσης αυτών των θεραπειών. Επιπλέον χρειάζεται εξασφάλιση πόρων από άλλες πηγές για τη φαρμακευτική δαπάνη των ανασφάλιστων πολιτών που έχει υπερβεί τα € 300 εκατ. ετησίως. Επίσης, επιπλέον χρηματοδότηση αποκλειστικά για τον ΙΦΕΤ, ο οποίος αγοράζει φάρμακα από την διεθνή αγορά σε πολύ ακριβές τιμές καθ’ επιλογήν του και χρηματοδοτείται από το ίδιο κονδύλι όπως τα υπόλοιπα φάρμακα.
Να ελεγχθεί η δαπάνη και η συνταγογράφηση
- Έλεγχο της δαπάνης και καλύτερη απόδοση των διατιθέμενων πόρων. Χρειάζεται άμεσα να υιοθετηθούν μέτρα για τον έλεγχο της συνταγογράφησης, δηλαδή τα ψηφιακά εργαλεία που θα βοηθήσουν στον έλεγχο του μεγέθους και του μίγματος της ζήτησης, μέσω της ορθής εφαρμογής των θεραπευτικών πρωτοκόλλων και της ανάπτυξης φίλτρων συνταγογράφησης. Παράλληλα, πρέπει να προχωρήσει ο ηλεκτρονικός φάκελος ασθενούς, η διασύνδεση των εργαστηριακών εξετάσεων με την ηλεκτρονική συνταγογράφηση, η εισαγωγή της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης στα νοσοκομεία και η διενέργεια διαγωνισμών, όπου είναι εφικτό.
Μάλιστα σαν ΣΦΕΕ, θέλοντας να συμβάλλουμε στη δεύτερη στρατηγική κατεύθυνση – εδώ και χρόνια μιλάμε για την ανάγκη πιο αποδοτικής χρήσης των διατιθέμενων πόρων - χρηματοδοτήσαμε μια μελέτη που διεξήγαγε η IQVIA, σχετικά με πρακτικές συγκράτησης και ελέγχου της φαρμακευτικής δαπάνης που εφαρμόζονται σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Θα επεξεργαστούμε το περιεχόμενό της και θα καλέσουμε τη νέα ηγεσία του Υπουργείου Υγείας για να την παρουσιάσουμε μαζί με προτάσεις προσαρμοσμένες στην Ελληνική πραγματικότητα, οι οποίες θα βελτιώσουν την αποδοτικότητα του συστήματος.
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε και την παράμετρο της ενίσχυσης των επενδυτικών κινήτρων, που πρέπει να καλύπτουν όχι μόνο τις επενδύσεις σε παραγωγικές δαπάνες, αλλά και να στηρίζουν τις επενδύσεις σε κλινικές μελέτες.