ΑΠΕ, υδρογόνο και επενδύσεις 139 δισ. ευρώ στο ενεργειακό μέλλον της Ελλάδας
Ανανεώθηκε:
Το 2022 ήταν μια πολύ καλή χρονιά για την ανανεώσιμη ενέργεια στην Ελλάδα, η οποία άλλαξε τα δεδομένα του «παιχνιδιού», με την εγκατεστημένη ισχύ των ΑΠΕ να φτάνει την επίδοση-ρεκόρ των 1,3 GW.
Ειδικότερα, το 2022, οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) επικράτησαν στο ενεργειακό μείγμα της Ελλάδας για την ηλεκτροπαραγωγή, με πρωταγωνιστές τα αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα, και τις μονάδες βιομάζας μαζί με τους υδροηλεκτρικούς σταθμούς.
Το 2023 αναμένεται να είναι μια εξίσου σημαντική χρονιά για την ελληνική αγορά ενέργειας, καθώς η χώρα βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όσον αφορά στην επάρκεια. Μάλιστα, το δυναμικό των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αναμένεται σχεδόν να διπλασιαστεί στα επόμενα πέντε χρόνια, τόσο σε διεθνές όσο και σε εγχώριο επίπεδο, σύμφωνα με την έκθεση για το 2022 του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας.
Κρίσιμη φαίνεται πως είναι η περίοδος μέχρι το 2030, καθώς η ενεργειακή μετάβαση γίνεται περισσότερο περίπλοκη, όσο εισάγονται ολοένα και περισσότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα.
Πληθώρα επενδυτικών ευκαιριών στις ΑΠΕ
Στο ίδιο μήκος κύματος, η διείσδυση των ΑΠΕ είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες του νέου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), που παρουσίασε το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και το οποίο έχει ορίζοντα το 2030.
Η ανάπτυξη φωτοβολταϊκών και αιολικών συστημάτων, καθώς και η επιτάχυνση της ανάπτυξης των υπεράκτιων αιολικών, η ανάπτυξη της απαιτούμενης αποθήκευσης και τέλος η ενίσχυση της ενεργειακής αποδοτικότητας είναι τα σημεία του σχεδιασμού που θα κινητοποιήσουν σχεδόν διπλάσιες επενδύσεις, σε όλους τους τομείς που εμπλέκονται στην επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης, συγκριτικά με το υφιστάμενο ΕΣΕΚ.
Συγκεκριμένα, το νέο ΕΣΕΚ προβλέπει την αύξηση στο 45% του μεριδίου των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωσης ενέργειας και στο 80% στην ηλεκτροπαραγωγή. Ωστόσο, για την επίτευξη αυτών των φιλόδοξων στόχων θα πρέπει να πραγματοποιηθούν έως το 2030 επενδύσεις 139 δισ. ευρώ σε όλους τους κλάδους (εκτός των μεταφορών), οι οποίες είναι σημαντικά αυξημένες (περίπου κατά 80%) συγκριτικά με το υφιστάμενο ΕΣΕΚ του 2019.
Από αυτές τις επενδύσεις, τα 30 δισ. ευρώ αφορούν στους τομείς της ηλεκτροπαραγωγής και στα δίκτυα έναντι των 21 δισ. ευρώ του υφιστάμενου ΕΣΕΚ.
Ο ρόλος του υδρογόνου
Τόσο το πράσινο υδρογόνο, όσο και το βιοαέριο, έχουν τη δυνατότητα να παράξουν ενέργεια με τρόπο εξαιρετικά φιλικό προς το περιβάλλον, αντικαθιστώντας μέρος της παραγωγής που γίνεται σήμερα από υδρογονάνθρακες και ορυκτά καύσιμα.
Το ενδιαφέρον για το πράσινο υδρογόνο είναι έντονο και ήδη έχει συσταθεί ένας νέος φορέας διευκόλυνσης της αγοράς, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Υδρογόνου (ΕΤΥ), αποστολή της οποίας θα είναι να συμβάλει στην παροχή εγγυήσεων για την αγορά υδρογόνου, κάνοντας ιδίως χρήση των πόρων του Ταμείου Καινοτομίας.
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και η νέα μελέτη της BCG με τίτλο «Building the Green Hydrogen Economy», σύμφωνα με την οποία, η ραγδαία αύξηση της ζήτησης δημιουργεί πληθώρα επενδυτικών ευκαιριών κατά μήκος της αλυσίδας αξίας, από την παραγωγή καθαρής ενέργειας ως πρώτης ύλης και την παραγωγή υδρογόνου έως την μεταφορά και την αποθήκευση υδρογόνου.
Όσον αφορά στην Ελλάδα, το 2022, η αρμόδια κρατική εταιρεία ΕΔΕΥ ΑΕ, ξεκίνησε ένα πρόγραμμα προσέλκυσης μεγάλων διεθνών επενδυτών για τόνωση του προγράμματος εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων.
Επιπρόσθετα, καταλυτικό ρόλο στην επίτευξη των στόχων της ενεργειακής μετάβασης μπορεί να παίξει και το βιοαέριο. Ενδεικτικό είναι πως σύμφωνα με τα σχέδια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι ευρωπαϊκές μονάδες παραγωγής βιοαερίου πρόκειται να παράγουν 35 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα βιομεθανίου έως το 2030. Αυτό απαιτεί διπλασιασμό της παραγωγικής ικανότητας των περίπου 20.000 υφιστάμενων μονάδων βιοαερίου στην Ευρώπη.
Νομοθετικό πλαίσιο και γραφειοκρατία
Είναι πλέον σαφές πως υπάρχει η ανάγκη ενός σταθερού νομοθετικού πλαισίου για την επιτυχία της ενεργειακής μετάβασης, ώστε να στηριχθεί το επενδυτικό ενδιαφέρον και να μην χαθούν ευκαιρίες, λόγω αχρείαστης γραφειοκρατίας και καθυστερήσεων. Οι νέες ανάγκες και τα νέα δεδομένα χρειάζονται και νέες, βελτιωμένες πρακτικές.
Η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα προόδου στο τομέα της νομοθεσίας για την ενέργεια και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ειδικότερα και μπορεί να γίνει ενεργειακός κόμβος για όλη την νοτιοανατολική Ευρώπη, ωστόσο, σύμφωνα με τα όσα δήλωσε κατά την παρουσία του στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών ο Παναγιώτης Μπερνίτσας, Μanaging Partner της δικηγορικής εταιρείας Bernitsas Law:
«Υπάρχει πρόβλημα με τις πολλές αιτήσεις για αδειοδότηση που παραμένουν στο συρτάρι, ωστόσο αν υπάρξει επιτάχυνση των διαδικασιών, τότε αναμφισβήτητα θα υπάρξει λιγότερη ενόχληση από διεθνείς επενδυτές που θέλουν να βάλουν κεφάλαια στη χώρα μας στον τομέα αυτόν. Επιπλέον, πρέπει να υπάρξει ταχεία διαδικασία για τους κανονισμούς που θα διέπουν τις off-shore αποθήκες ενέργειας».
Η υιοθέτηση κοινών κανόνων στον τομέα της ενέργειας μεταξύ των κρατών-μελών της Ένωσης, αποτελεί αναγκαιότητα προκειμένου να διασφαλιστεί η ενεργειακή αυτονομία τους.
«Απάντηση» στη γεωπολιτική κρίση
Όπως επισημαίνει σχετικά και η γενική γραμματέα του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Αλεξάνδρα Σδούκου «η ανάγκη για την Ευρώπη και για τα κράτη - μέλη να απεξαρτητοποιηθούν από τον άνθρακα, δεν είναι μια νέα ιδέα», ωστόσο «αποτελεί πλέον μια επείγουσα ανάγκη».
Όπως τόνισε, αυτό που άλλαξε με τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι, πέραν της κλιματικής κρίσης και η γεωπολιτική.
«Αυτό κάνει ακόμα πιο επείγουσα την πράσινη μετάβαση. Η πράσινη ενέργεια είναι η οικονομικότερη που έχουμε στη διάθεσή μας. Η Ευρώπη ευτυχώς έχει πολλές Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και τη δυνατότητα διαχείρισής τους. Η πράσινη μετάβαση είναι η απάντηση για την γεωπολιτική κρίση, απομακρύνοντας έτσι ένα όπλο από μη προβλέψιμους ή εχθρικούς γείτονες. Στην Ελλάδα έχουμε καταφέρει αυτά τα τέσσερα χρόνια να υλοποιήσουμε μεγάλο μέρος σχετικών πολιτικών».
Αξίζει να σημειωθεί πως από κοινού, τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο της ΕΕ συμφώνησαν σε διπλασιασμό της κατανάλωσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μέχρι το 2030, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας «Fit for 55», μια συμφωνία που θέτει ως δεσμευτικό στόχο η κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγέςνα φτάσει το 42,5% έως το 2030, δηλαδή σχεδόν τα διπλάσια σε σύγκριση με τα σημερινά επίπεδα κατανάλωσης ΑΠΕ που είναι στο 22%.
Τα κράτη μέλη, ωστόσο, θα πρέπει να προσπαθήσουν να επιτύχουν το στόχο του 45%.