Αντιδράσεις από τους παραγωγικούς φορείς για το «ψηφιακό χαράτσι»
Την έντονη αντίθεση και δυσαρέσκεια τους, εκφράζουν θεσμικοί, παραγωγικοί και καταναλωτικοί φορείς για τη συνέχιση, όπως επισημαίνουν, μίας άδικης, αντιαναπτυξιακής, αντικοινοτικής και αντικοινωνικής επιβάρυνσης, αυτής του «ψηφιακού χαρατσιού».
Συγκεκριμένα σε κοινή τους ανακοίνωση οι Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Πληροφορικής και Επικοινωνιών Ελλάδας - ΣΕΠΕ, Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας - ΓΣΕΒΕΕ, Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών - ΕΒΕΑ, Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς - ΕΒΕΠ, Ένωση Καταναλωτών-Η Ποιότητα Της Ζωής - Ε.Κ.ΠΟΙ.ΖΩ, Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών - ΕΕΑ, Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας - ΕΣΕΕ, Ελληνικός Σύνδεσμος Νέων Επιχειρηματιών Αθηνών - ΕΣΥΝΕ Αθηνών, Σύνδεσμος Επιχειρήσεων & Λιανικής Πωλήσεως Ελλάδος - ΣΕΛΠΕ, σημειώνουν πως «το Υπουργείο Πολιτισμού επιμένει, παρά τις δεσμεύσεις της ΝΔ όταν βρισκόταν στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης το 2017 ότι θα το καταργούσε, στη διατήρηση του υψηλότατου “ψηφιακού τέλους” στα ψηφιακά προϊόντα που εισάγονται, παράγονται και διατίθενται στη χώρα, αλλά και στη στρεβλή και άδικη εφαρμογή του νομού».
«Η κυβέρνηση, μέσω και στελεχών του Υπουργείου Πολιτισμού, παρά το ό,τι είχε δεσμευθεί πως με το υπό ψήφιση Νομοσχέδιο θα διευκρίνιζε την ενιαία αντιμετώπιση των tablets και smartphones ως υπολογιστών και θα αποσαφήνιζε την ορθή δήλωση των υποκείμενων σε εύλογη αμοιβή ειδών, αθετεί τη δέσμευση της» σημειώνουν στην ίδια ανακοίνωση και προσθέτουν:
«Το Υπουργείο Πολιτισμού δεσμεύτηκε και κατέθεσε στο προσχέδιο του νόμου, στη διαδικασία της διαβούλευσης, το άρθρο (43), το οποίο εξορθολόγιζε και διευκρίνιζε τη σωστή εφαρμογή της υπάρχουσας Νομοθεσίας, αντιμετωπίζοντας τις παράλογες στρεβλώσεις και αδικίες και αίροντας ερμηνευτικές αμφιβολίες, οι οποίες δημιουργούσαν σειρά προβλημάτων και δικαστικών αγώνων. Προφανώς όμως, υποκύπτοντας σε διάφορες εκβιαστικές και μονομερείς πιέσεις σε αυτήν την παρατεταμένη εκλογική περίοδο, λίγο πριν κατατεθεί το νομοσχέδιο το Υπουργείο Πολιτισμού απέσυρε το άρθρο 43, βλάπτοντας τόσο τους πολίτες-καταναλωτές όσο και την επιχειρηματικότητα, αλλά και το Δημόσιο».
Αναλυτικά εξηγούν πως:
«Με τον νόμο 4481/2017 (Α’ 100) της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ επανεπιβλήθηκε, μετά από 15 χρόνια, η λεγόμενη “εύλογη αμοιβή” (χαράτσι) 2% επί της αξίας των Η/Υ, που εισάγονται/ παράγονται στην Ελλάδα. Την αμοιβή αυτή την εισπράττουν από τους εισαγωγείς και παραγωγούς διάφοροι Οργανισμοί Συλλογικής Διαχείρισης δημιουργών (συγγραφέων, καλλιτεχνών, φωτογράφων) και τη διανέμουν στα μέλη τους για αντιστάθμιση (αποζημίωση) της νόμιμης αναπαραγωγής των έργων τους για ιδιωτική χρήση. Βάσει του νόμου, οι εισαγωγείς/ παραγωγοί, που την κατέβαλαν, τη μετακυλίουν στους τελικούς χρήστες των προϊόντων αυτών, δηλαδή στους καταναλωτές, στους επαγγελματίες και στο ελληνικό Δημόσιο, οι οποίοι επιβαρύνονται με επιπλέον κόστος για την αγορά του εξοπλισμού τους. Είναι σαφές πως πρόκειται για μία ακόμη άδικη επιβάρυνση, με τραγικές συνέπειες για όλους: καταναλωτές, επιχειρήσεις, επαγγελματίες, Δημόσιο που επιβαρύνει όλους, ιδιαίτερα σήμερα, σε μία περίοδο κατά την οποία, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΓΣΕΕ, η αγοραστική δυνατότητα των εργαζομένων έχει μειωθεί έως και 40%, ενώ οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αδυνατούν να ανταποκριθούν στις βασικές τους υποχρεώσεις. Υπογραμμίζεται πως η απόσυρση του παραπάνω άρθρου (43) είναι άδικη, αντιαναπτυξιακή και αντιβαίνει τις οδηγίες και επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Παράλληλα σημειώνουν ότι:
• Το ψηφιακό “χαράτσι” υπολογίζεται πως κοστίζει περισσότερο από 70 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο στους Έλληνες καταναλωτές, στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, στους επαγγελματίες αλλά και στο Δημόσιο. Ειδικά μάλιστα για τις επιχειρήσεις, Οργανισμούς, επαγγελματίες και το Δημόσιο η επιβάρυνση αυτή είναι πέρα για πέρα παράνομη και οι σχετικές πληρωμές εκατομμυρίων ευρώ έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως και πρέπει να αναζητηθούν, ενώ, με την απόσυρση του άρθρου 43, θα εξακολουθήσουν να καταβάλλονται και στο μέλλον.
• Πρόκειται για μία υπέρογκη επιβάρυνση (και μάλιστα υπέρ τρίτων) με 2% στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, στα tablets και στα smartphones, 4% στους σαρωτές (scanners) και εκτυπωτές, 6% στα αποθηκευτικά μέσα, κ.λπ. Βάσει των αποτελεσμάτων έρευνας, που διεξήχθη για πρώτη φορά στην Ελλάδα, αλλά και σύμφωνα με τα στοιχεία του Digital Europe (Ευρωπαϊκού Οργανισμού Επιχειρήσεων και Συνδέσμων Ψηφιακής Τεχνολογίας), τα ποσά εύλογης αμοιβής, που ισχύουν στην Ελλάδα και επιβαρύνουν τον Έλληνα καταναλωτή, είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη (είμαστε στην πρώτη τετράδα των χωρών με τα υψηλότερα ποσά αμοιβής), ενώ, ταυτόχρονα, τα ποσά αυτά είναι πολλαπλάσια (μέχρι και 10 φορές) της εκτιμώμενης απώλειας εσόδων των δημιουργών από την αναπαραγωγή των έργων τους. Μόνο από την Ψηφιακή Μέριμνα, επιβαρύνθηκαν οι μαθητές και οι καθηγητές, που συμμετείχαν, με 3.250.000 ευρώ, τα οποία διοχετεύθηκαν στα μέλη των Οργανισμών Συλλογικής Διαχείρισης.
• Η συγκεκριμένη επιβάρυνση πλήττει τον μεγάλο στόχο του ψηφιακού μετασχηματισμού της χώρας και της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, τον οποίο και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει χαρακτηρίσει ως κεντρική Εθνική προτεραιότητα, θέτοντας προσκόμματα στην απόκτηση προϊόντων τεχνολογίας, στο ρόλο της ψηφιακής τεχνολογίας αλλά και στο νέο αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας, ανακόπτοντας την Ελλάδα από το να κάνει το πραγματικό άλμα που υπόσχεται ο Πρωθυπουργός.
• Η ανάπτυξη της τεχνολογίας, της επιστήμης της πληροφορικής, καθώς και των ψηφιακών δεξιοτήτων, αποτελεί βασικό άξονα για την καταπολέμηση της ανεργίας, ενισχύοντας τον κόσμο της γνώσης και εμπειρίας με πολλαπλές δυνατότητες και ικανότητες. Ταυτόχρονα, όλα τα διεθνή δεδομένα καταδεικνύουν το γεγονός πως οι Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών αποτελούν απαραίτητο όχημα ενίσχυσης της διαφάνειας, αντιμετώπισης της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής.
• Αποτελεί καίριο πλήγμα στη διεθνή ανταγωνιστικότητα του κλάδου Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών. Αξίζει να σημειωθεί πως πολλές χώρες-μέλη της ΕΕ, όπως η Βουλγαρία, η Ιρλανδία, η Κύπρος, η Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, η Μάλτα και η Φινλανδία, δεν καταβάλλουν “ψηφιακό τέλος”, όπως και το Ηνωμένο Βασίλειο. Επιπλέον με τη συγκεκριμένη επιβάρυνση - η οποία είναι όχι μόνο πολλαπλάσια από ότι ισχύει σε άλλες χώρες της ΕΕ που έχουν εφαρμόσει αντίστοιχο “τέλος”- η χώρα μας καθίσταται πλέον “πρωταθλήτρια” επιβαρύνσεων στον τομέα αυτό (και μάλιστα υπέρ τρίτων - των μελών των Οργανισμών Συλλογικής Διαχείρισης), έχοντας από τα υψηλότερα ποσοστά “ψηφιακού τέλους” στην Ευρώπη.
Συμπληρώνουν ακόμη πως «προκαλεί ιδιαιτέρως αλγεινή εντύπωση το γεγονός ότι οι Οργανισμοί Συλλογικής Διαχείρισης των Πνευματικών Δικαιωμάτων, που συμμετείχαν στη διαβούλευση, υποστήριξαν ότι οι εργαζόμενοι, τόσο του Δημόσιου όσο και του Ιδιωτικού τομέα, κατά την ώρα της εργασίας τους χρησιμοποιούν παρανόμως τον εξοπλισμό της επιχείρησης ή της υπηρεσίας τους για παραγωγή ιδιωτικών αντιγράφων και θα πρέπει το Δημόσιο και οι επιχειρήσεις (!!!) να αποδείξουν ότι οι εργαζόμενοί τους δεν κάνουν ιδιωτική χρήση των μηχανημάτων, για να απαλλαγούν από την αμοιβή.
Η προάσπιση των πνευματικών δικαιωμάτων είναι αυτονόητη, και η θέσπιση εύλογης αποζημίωσης των δημιουργών αναγκαία. Δεν πρέπει όμως να επιτυγχάνεται επιβαρύνοντας υπέρμετρα καταναλωτές, επιχειρήσεις, Δημόσιο τομέα και χωρίς να είναι συμβατή με την κοινή ευρωπαϊκή νομοθεσία, νομολογία και πρακτική. Με πλήρη, αναλυτικά και τεκμηριωμένα στοιχεία, διαχρονικά, προσπαθούμε να συμβάλουμε στη σωστή, νόμιμη και δίκαιη ρύθμιση του θέματος προς όφελος όλων: καταναλωτών, δημιουργών, Δημοσίου, αγοράς τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών και φυσικά της ίδια της χώρας και της εθνικής οικονομίας».
Και καταλήγουν: «Σε αυτό το πλαίσιο, η Κυβέρνηση πρέπει άμεσα να αποκαταστήσει, έστω μερικώς αυτήν την αδικία, επαναφέροντας το άρθρο 43 του ν/σ του Υπουργείου Πολιτισμού και διασφαλίζοντας τη σωστή και δίκαιη εφαρμογή του νόμου, σύμφωνα και με τις Κοινοτικές οδηγίες».