Επιτόκια: Το τέλος του φθηνού χρήματος και η ύφεση που έρχεται
«Το φθηνό χρήμα τελείωσε, η ύφεση βρίσκεται προ των πυλών».
Με αυτή τη φράση δίνει το στίγμα της εβδομάδας που πέρασε κορυφαίο τραπεζικό στέλεχος, χαρτογραφώντας τις οικονομικές εξελίξεις των επόμενων μηνών. Η διπλή αύξηση στο κόστος του χρήματος, αρχικά την Τετάρτη στις Ηνωμένες Πολιτείες και εν συνεχεία την Πέμπτη στη Βρετανία επιβεβαίωσε τη σκληρή γραμμή των Κεντρικών Τραπεζών.
Το νέο “whatever it takes”, στα πρότυπα του Μάριο Ντράγκι, έχει αυτή τη φορά στόχο την τιθάσευση του πληθωρισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Και οι επικεφαλής των Κεντρικών Τραπεζών και στις δύο όχθες του Ατλαντικού είναι αποφασισμένοι να το πετύχουν, ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι η παγκόσμια οικονομία θα περάσει σε ύφεση.
Και αυτό, ενώ ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη καλπάζει, καθώς τον Οκτώβριο -σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat- σκαρφάλωσε για πρώτη φορά πάνω πάνω από το 10% και έφτασε στο 10,7% καταγράφοντας ρεκόρ, σε σχέση με το 9,9% που είχε καταγράψει τον Σεπτέμβριο.
Το υψηλότερο επίπεδο πληθωρισμού στην ευρωζώνη καταγράφουν τον Οκτώβριο η Εσθονία, (22,4%), η Λιθουανία (22%) και η Λετονία (21,8%) ενώ στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 9,8% έναντι 12,1% το Σεπτέμβριο.
Στη σκιά αυτών των εξελίξεων, λίγες μόλις ημέρες πριν, η Κριστίν Λαγκάρντ είχε δώσει το δικό της στίγμα, καθώς στις 27 Οκτωβρίου η ΕΚΤ ανέβασε τα επιτόκια του ευρώ κατά 75 μονάδες βάσης, προχωρώντας στην τρίτη άνοδο από τον Ιούλιο. Και άφησε ορθάνοικτη την πόρτα σε νέες αυξήσεις, τόσο εντός του Δεκεμβρίου, όσο και στις αρχές του 2023, αψηφώντας το φόβο η ευρωπαϊκή οικονομία να γυρίσει σε ύφεση, αρχής γενομένης από τη Γερμανία.
Όπως φαίνεται, τα «γεράκια» στη Φρανκφούρτη έχουν πάρει «το πάνω χέρι» στη νομισματική πολιτική, υιοθετώντας τη σκληρή γραμμή που θέλει την τιθάσευση του πληθωρισμού να αποτελεί πρώτη και μοναδική προτεραιότητα. Και αυτό, μολονότι υπάρχουν φωνές, όπως του Έλληνα Κεντρικού Τραπεζίτη Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος, σε συνέντευξή του στο Politico εξέφρασε την εκτίμηση πως αν γίνουν και άλλες υπερβολικά μεγάλες αυξήσεις στα επιτόκια από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν αδικαιολόγητη ζημιά στην οικονομία της Ευρώπης, υποστηρίζοντας ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων πρέπει να γίνουν με πιο αργό ρυθμό.
Και παράλληλα, παρότρυνε τις δημοσιονομικές αρχές και τις αρμόδιες αρχές του ενεργειακού τομέα να κάνουν περισσότερα για να δαμάσουν τον πληθωρισμό. Όπως ανέφερε στη συνέντευξή του, αν αφήσουμε την ΕΚΤ μόνη της στη μάχη κατά του πληθωρισμού, υπάρχει κίνδυνος «τα επιτόκια να εκτοξευθούν σε πολύ υψηλά επίπεδα» και «το κόστος σε όρους προϊόντος να είναι πολύ μεγαλύτερο».
Σε αυτή τη φάση όμως, οι φωνές των «περιστεριών» είναι μάλλον μειοψηφία, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως.
Ενδεικτικές είναι οι δηλώσεις του προέδρου της Federal Reserve Τζερόμ Πάουελ, o οποίος, στη σκιά της νέας αύξησης των επιτοκίων του δολαρίου τόνισε πως «η Federal Reserve έχει ακόμη "κάποια απόσταση να διανύσει” προτού ολοκληρωθεί ο τρέχων κύκλος αύξησης των επιτοκίων». Και προσέθεσε πως «είναι πολύ νωρίς για να σκεφτόμαστε να σταματήσουμε. Ο κόσμος όταν ακούσει "επιβράδυνση” σκέφτεται την παύση. Είναι πολύ πρόωρο, κατά την άποψή μου, να σκεφτόμαστε ή να μιλάμε για παύση των αυξήσεων των επιτοκίων. Έχουμε δρόμο μπροστά μας».
Ύφεση προ των πυλών
Η σκληρή νομισματική πολιτική έχει άμεσο αντίκτυπο στην πορεία των οικονομιών, με το πέρασμα σε ύφεση να είναι το βασικό σενάριο για το 2023 σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο, εξαιρουμένης (σε αυτή τη φάση) της Ελλάδας.
Ενδεικτικό είναι πως η Τράπεζα της Αγγλίας προβλέπει πτώση της βρετανικής οικονομίας στη «μεγαλύτερη ύφεση» στην ιστορία της ενώ ταυτόχρονα αύξησε τα επιτόκια της στο υψηλότερο επίπεδο σε διάστημα 33 ετών.
Συγκεκριμένα, η βρετανική Κεντρική Τράπεζα αύξησε τα επιτόκια της στο 3%, από 2,25%, και προέβλεψε το πέρασμα της χώρας σε ύφεση, σημειώνοντας πως θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια «πολύ δύσκολη» περίοδο δύο ετών, με πιθανό διπλασιασμό της ανεργίας.
Άποψη την οποία συμμερίζεται και ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας Ντέιβιντ Μάλπας, τονίζοντας πως «υπάρχει αληθινός κίνδυνος για μια παγκόσμια ύφεση την επόμενη χρονιά» και προειδοποιώντας πως ο αντίκτυπος της επιβράδυνσης θα είναι ακόμη πιο βαρύς για τον αναπτυσσόμενο κόσμο διευρύνοντας περαιτέρω τις ανισότητες.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η επικεφαλής του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, τονίζοντας πως περίπου το ένα τρίτο της παγκόσμιας οικονομίας θα βιώσει τουλάχιστον δύο συνεχόμενα τρίμηνα επιβράδυνσης (που συνιστά τεχνική ύφεση) ξεκινώντας από τη φετινή χρονιά.
Επιβεβαιώνοντας δηλαδή πως η ύφεση δεν είναι πλέον «εφιάλτης» αλλά πραγματικότητα.