Φυσικό αέριο: «Βουτιά» 13% σε μια ημέρα - Έπεσε στα 56 ευρώ ανά μεγαβατώρα
Συνεχίζεται η «βουτιά» του φυσικού αερίου, καθώς ο συνδυασμός του καλού καιρού σε ολόκληρη την Ευρώπη με την αφθονία LNG από την Κίνα συντελούν στη συνεχή μείωση των τιμών.
Οι απώλειες το μεσημέρι της Δευτέρας ξεπερνούσαν το 13% με την τιμή του φυσικού αερίου στο χρηματιστήριο TΤF να διαμορφώνονται στα 56,25 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Πρόκειται για πολυετή χαμηλά, με την τιμή του φυσικού αερίου να επιστρέφει στα επίπεδα του Σεπτεμβρίου του 2021, ενώ από την αρχή του χρόνου οι απώλειες είναι της τάξης του 22%.
Όπως αναφέρουν διεθνείς αναλυτές, το γεγονός ότι οι αποθήκες της Κίνας είναι πλέον γεμάτες με φυσικό αερίου οδηγεί τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομίας παγκοσμίως να διαθέτει φορτία LNG στην Ευρώπη, καλύπτοντας μέρος της ζήτησης.
Ταυτόχρονα, ευεργετικά λειτουργεί και η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με τη μειωμένη ανησυχία για την έκταση και τη διάρκεια της επερχόμενης ύφεσης.
Παράλληλα, σημαντικό ρόλο παίζουν και οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, καθώς πλέον ένα σημαντικό κομμάτι της ηλεκτρικής ενέργειας παράγεται από ΑΠΕ. Ενδεικτικό είναι πως το προηγούμενο Σάββατο η Γερμανία κατέγραψε ρεκόρ παραγωγής αιολικής ενέργειας ενώ αντίστοιχα υψηλά ήταν η ηλεκτροπαραγωγή μέσω αιολικής ενέργειας και στη Βρετανία.
Μάλιστα, καθώς πλέον βρισκόμαστε στα μέσα Ιανουαρίου, αρχίζουν να εκφράζονται οι πρώτες εκτιμήσεις ότι ο χειμώνας θα είναι συνολικά σαφώς πιο ήπιος από ό,τι αρχικά φοβόμασταν, γεγονός που έχει αντίκτυπο στην εξασφάλιση υψηλών αποθεμάτων φυσικού αερίου.
Ενδεικτική είναι η αναφορά της Energi Danmark, σύμφωνα με την οποία «προς το παρόν δεν φαίνεται να υπάρχει τέλος στην πτώση των τιμών στην ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου» για να προσθέσει πως «Η κατάσταση που προσιδίαζε σε πανικό του περασμένου έτους έχει αντικατασταθεί από την πεποίθηση ότι η Ευρώπη θα περάσει τον χειμώνα χωρίς να αντιμετωπίσει ζητήματα αποθεμάτων».
Στον αντίποδα όλων αυτών θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι μολονότι οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν υποχωρήσει, παραμένουν διπλάσιες σε σχέση με το μέσο όρο των τελευταίων πέντε ετών, ενώ, όσο το γεωπολιτικό τοπίο παραμένει ρευστό, ο κίνδυνος νέας εκτίναξης των τιμών παραμένει υπαρκτός.