ΕΚΤ: Το ένα τρίτο των κερδών των ευρωπαϊκών τραπεζών από το 2008 πήγε σε δικαστικές δαπάνες
Από το 2008 και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν διαθέσει το ένα τρίτο των καθαρών κερδών τους για την κάλυψη νομικών εξόδων.
Αυτό προκύπτει από στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), που δημοσιοποιήθηκαν σήμερα και αν μη τι άλλο σημαίνει ότι η κερδοφορία τους εν μέσω κρίσης θα ήταν μεγαλύτερη, αν δεν είχαν εμπλακεί όλα τα προηγούμενα χρόνια σε πλήθος σκανδάλων.
Σύμφωνα με την προδημοσίευση της έκθεσης της ΕΚΤ για την χρηματοοικονομική σταθερότητα (Financial Stability Review – "Recent trends in euro area banks' business models and implications for banking sector stability", 23 Μαΐου 2016), οι ευρωπαϊκές τράπεζες προϋπολόγισαν –από το 2008 έως το 2015– 160 δισ. δολάρια για δικαστικές δαπάνες, ποσό που αντιστοιχεί σχεδόν στο ένα τρίτο των καθαρών κερδών τους στην περίοδο αυτή ή τα μισά περίπου καθαρά τους έσοδα.
Για κάποιες μεγάλες τράπεζες –όπως τη γερμανική Deutsche Bank, την ελβετική UBS και τη βρετανική Lloyds– τα σχετικά ποστά ξεπέρασαν κατά πολύ τα καθαρά τους κέρδη στο ίδιο διάστημα.
Πηγή: ecb.europa.eu
Βαρύ το τίμημα της κακοδιαχείρισης
Η έκθεση της ΕΚΤ προσθέτει ότι η τάση αυτή πιθανόν να συνεχιστεί, με τις τράπεζες να βάζουν στην άκρη για τον ίδιο λόγο 50 δισ. δολάρια έως στο τέλος του 2015.
Ενδιαφέρον είναι δε το γεγονός ότι περίπου το μισό από το παραπάνω αυτό ποσό αφορά σε προβλεπόμενα έξοδα των βρετανικών τραπεζών, κυρίως για το σκάνδαλο των ασφαλίσεων προστασίας πληρωμών (PPI – payment protection insurance). Όπως αποδείχθηκε, ήταν κοινή πρακτική των μεγαλύτερων τραπεζών στο Ηνωμένο Βασίλειο να παραπλανούν χιλιάδες πελάτες τους, χρεώνοντάς τους με ασφάλιστρα αποπληρωμής πιστωτικών καρτών, δόσεων καταναλωτικών δανείων κ.α. υπερβολικά ή και εν αγνοία των τελευταίων.
Η έκταση του σκανδάλου έγινε αντιληπτή, όταν τον Φεβρουάριο του 2013 η βρετανική εποπτική αρχή ανακοίνωσε ότι το 90% των συμφωνιών αντιστάθμισης επιτοκιακού κινδύνου, που πουλήθηκαν από τις βρετανικές τράπεζες σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις από τα τέλη του 2001, είχαν παραβεί τουλάχιστον έναν κανόνα από το πλαίσιο αρχών που διέπει τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές.
«Παρά τον μεγάλο αριθμό υποθέσεων που έχουν κλείσει και των διακανονισμών που έχουν συναφθεί έως σήμερα, το αναμενόμενο κόστος από κακοδιαχείριση στο παρελθόν παραμένει σημαντικό. Αυτό πιθανόν να επιφέρει περαιτέρω πιέσεις στην κερδοφορία των τραπεζών και στη δυνατότητα συσσώρευσης κεφαλαίων», αναφέρει η ΕΚΤ.
Παγκόσμιες πρωταθλήτριες στην κακοδιαχείριση αναδεικνύονται οι αμερικανικές τράπεζες. Στην περίπτωσή τους η κακοδιαχείριση έχει να κάνει με τα ενυπόθηκα στεγαστικά υψηλού κινδύνου (sub-primes), ενώ στην περίπτωση των ευρωπαϊκών τραπεζών έχει να κάνει κυρίως με κακές πρακτικές και προσπάθεια χειραγώγησης της αγοράς (PPI, διατραπεζικά επιτόκια LIBOR/EURIBOR κ.α.).
Η παγκόσμια λίστα της κακοδιαχείρισης συμπληρώνεται με παραβιάσεις νόμων περί ξεπλύματος μαύρου χρήματος (αμερικανικό πρόστιμο 1,9 δισ. δολαρίων στη βρετανική HSBC για ξέπλυμα μεξικανικών και κολομβιανών καρτέλ ναρκωτικών), καταπάτησης διεθνούς εμπάργκο (πρόστιμο 9 δισ. δολαρίων στη γαλλική BNP Baribas για καταπάτηση του αμερικανικού εμπάργκο σε Ιράν, Κούβα, Σουδάν), αλλά και συγκάλυψης φοροφυγάδων (πρόστιμο 2,6 δισ. δολαρίων στην ελβετική Credit Suisse).
Οι συντάκτες της έκθεσης αναφέρουν ότι το 80% του συνολικού κόστους σε πρόστιμα και διακανονισμούς για τις μεγάλες τράπεζες διεθνώς έχει καταβληθεί σε αμερικανικές αρχές. Από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η ΕΚΤ, οι αμερικανικές τράπεζες εκτέθηκαν κυρίως σε διακανονισμούς με ιδιώτες, ενώ οι ευρωπαϊκές τράπεζες ήρθαν αντιμέτωπες κυρίως με πρόστιμα των ρυθμιστικών αρχών.
Συνολικά, το 53% των νομικών εξόδων αφορά διακανονισμούς με τις ρυθμιστικές αρχές, το 28% πρόστιμα από τις ρυθμιστικές αρχές και το 19% διακανονισμούς με ιδιώτες.
Σε δείγμα 26 τραπεζών με έδρα τις ΗΠΑ (Bank of America, BNY Mellon, Citigroup, Goldman Sachs, JPMorgan, Morgan Stanley, State Street, Wells Fargo), τη Βρετανία (Barclays, HSBC, Lloyds Banking Group, Royal Bank of Scotland, Standard Chartered), την Ελβετία (Credit Suisse, UBS) και την Ευρωζώνη (BNP Paribas, Commerzbank, Crédit Agricole, Deutsche Bank, ING, Intesa Sanpaolo, Groupe BPCE, Rabobank, Santander, Société Générale, UniCredit), προκύπτει πως το άθροισμα των νομικών τους εξόδων (δίκες, διακανονισμοί, πρόστιμα, ζημίες) ανήλθε στα 275 δισ. δολάρια από το 2008. Οι μισές και πλέον από αυτές τις δαπάνες (140 δισ.) εμφανίστηκαν την περίοδο 2013-2014.
Οι Ευρωπαίοι άργησαν
Σε αυτό το σημείο η ανάλυση της ΕΚΤ εστιάζει σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό από πολιτικής άποψης εύρημα: οι αμερικανικές τράπεζες ήρθαν αντιμέτωπες με τη δικαιοσύνη «νωρίτερα και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές».
Πράγματι, από το ξέσπασμα της κρίσης τα δύο τρίτα των σχετικών εξόδων αφορούν αμερικανικές τράπεζες. «Οι ευρωπαϊκές τράπεζες κατέγραψαν μεγαλύτερα νομικά έξοδα από τις αμερικανικές για πρώτη φορά το 2015, όταν στον υπόλοιπο πλανήτη αυτά άρχισαν να υποχωρούν», αναφέρεται στην έκθεση.
Περίπου δε το 57,5% των εναπομεινάντων 95 δισ. δολαρίων σε νομικές δαπάνες για τις ευρωπαϊκές τράπεζες αποδίδονται στα βρετανικά τραπεζικά ιδρύματα το 27,5% στις συστημικές τράπεζες της Ευρωζώνης και το 15% στις ελβετικές τράπεζες. Αν μη τι άλλο, το βρετανικό δημοψήφισμα αποκτά μια ενδιαφέρουσα διάσταση, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη τις προειδοποιήσεις των βρετανικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Έχοντας μεταφέρει ουσιαστικά τις δραστηριότητές τους εντός των τειχών, οι τράπεζες στη Γηραιά Αλβιώνα δεν φοβούνται ότι το Brexit θα τις αποκλείσει από τις ηπειρωτικές αγορές. Απεναντίας, φοβούνται τις συνέπειες της οικονομικής επιβράδυνσης στους ήδη επιβαρυμένους ισολογισμούς τους.
Η ανάλυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας βασίζεται σε στοιχεία ρυθμιστικών αρχών, τραπεζικών ιδρυμάτων, νομικών εταιρειών και ετήσιων εκθέσεων. Η ΕΚΤ διευκρινίζει ότι οι παραπάνω εκτιμήσεις της περιβάλλονται από «μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας» και πως πιθανόν να είναι «μάλλον συντηρητικές», δεδομένης της έλλειψης επαρκούς και δημόσια προσβάσιμης πληροφορίας, καθώς και της συχνά απόρρητης διαδικασίας των διακανονισμών.