ΑΓΟΡΕΣ

«Τέλεια καταιγίδα» στα Χρηματιστήρια: «Κόκκινο» εξάμηνο και φόβοι για ύφεση

«Τέλεια καταιγίδα» στα Χρηματιστήρια: «Κόκκινο» εξάμηνο και φόβοι για ύφεση
Oι αγορές όχι μόνο απώλεσαν τα κέρδη που είχαν καταγράψει το πρώτο δίμηνο του έτους, αλλά και γύρισαν σε «βαθύ κόκκινο» AP Photo

Σε «βαθύ κόκκινο» έκλεισαν το πρώτο εξάμηνο του χρόνου οι μεγαλύτερες αγορές του πλανήτη –συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής- ενώ οι φόβοι για ύφεση δυναμιτίζουν τις προοπτικές για το υπόλοιπο έτος.

Η εκτίναξη του πληθωρισμού, οι γεωπολιτικές ανησυχίες που έφερε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η άνοδος των επιτοκίων και οι φόβοι για το πέρασμα της παγκόσμιας οικονομίας σε ύφεση δημιουργούν την «τέλεια καταιγίδα» που χτυπά με μανία τις μετοχές.

Έτσι, οι αγορές όχι μόνο απώλεσαν τα κέρδη που είχαν καταγράψει το πρώτο δίμηνο του έτους, αλλά και γύρισαν σε «βαθύ κόκκινο», καταγράφοντας απώλειες που ξεπερνούν ακόμη και το 20% από τα υψηλά.

Πέρασαν δηλαδή σε αυτό που στην αργκό των αγορών αποκαλείται «bear market», η οποία και έρχεται όταν οι απώλειες από τα υψηλά ξεπερνούν το 20%.

Σε απόλυτους αριθμούς, το εξάμηνο που ολοκληρώθηκε χθες ήταν το χειρότερο από το 1970 για το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, ξυπνώντας μνήμες από την εφιαλτική δεκαετία του ΄70 που χαρακτηρίστηκε από υψηλό πληθωρισμό, εκτίναξη των τιμών των καυσίμων και μεγάλες απώλειες στο πραγματικό εισόδημα.

Χθες, ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones έκλεισε με πτώση 253,88 μονάδων (–0,82%), φτάνοντας στις 30.775,43 μονάδες. Αντίστοιχα ο τεχνολογικός δείκτης Nasdaq, έκλεισε με πτώση 149,16 μονάδων (–1,33%), στις 11.028,74 μονάδες και ο δείκτης S&P 500 έκλεισε με πτώση 33,45 μονάδων (–0,88%), στις 3.785,38 μονάδες.

Συνολικά, από την αρχή του έτους, ο Dow Jones υπέστη απώλειες 15,31%, ο Nasdaq βυθίστηκε 29,51%, καταγράφοντας τη χειρότερη επίδοση σε ένα εξάμηνο στην ιστορία του, ενώ ο S&P 500 έχασε 20,52% περνώντας και αυτός σε «bear market».
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στην Ευρώπη, με τις απώλειες για τον γερμανικό DAX στο πρώτο εξάμηνο του έτους να φτάνουν το 19,5% ενώ συνολικά ο παγκόσμιος δείκτης MSCI, ο οποίος καταγράφει την πορεία των χρηματιστηριακών αγορών εμφάνισε τις υψηλότερες απώλειές του από το 1990, δηλαδή τη χρονιά την οποία δημιουργήθηκε.

Όσο για την Ελλάδα, συνολικά από την αρχή του έτους η πτώση ξεπέρασε το 9%, ενώ ο Γενικός δείκτης διαμορφώθηκε στις 810,42 έχασε πάνω από 160 μονάδες σε σχέση με το υψηλό εξαμήνου των 973,27 μονάδων που είχε καταγράψει στις 16 Φεβρουαρίου. Μάλιστα, βρίσκεται πολύ κοντά στα χαμηλά του εξαμήνου, δηλαδή στις 788,83 μονάδες στις οποίες είχε πέσει στις 8 Μαρτίου.

Αντίστοιχα, στην τελευταία συνεδρίαση του εξαμήνου οι απώλειες έφτασαν στο 1,43% με αρνητικό πρωταγωνιστή τις τραπεζικές μετοχές, που έχασαν ανάμεσα στο 3% και 4% της αξίας τους.

Οι φόβοι για ύφεση και η άνοδος των επιτοκίων

Όσο για το δεύτερο εξάμηνο του 2022, η προοπτική παγκόσμιας ύφεσης, σε συνδυασμό με το νέο μπαράζ αυξήσεων που αναμένεται στα επιτόκια σε ΗΠΑ και Ευρώπη φέρνει νέα σύννεφα στις αγορές.

«Είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς το πόσο άσχημες ήταν οι επιδόσεις των αγορών τους τελευταίους μήνες, με τις αποδόσεις του δεύτερου τριμήνου να ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό τα βήματα του πρώτου τριμήνου», εξηγεί η Deutsche Bank στην ανάλυσή της για την πορεία των αγορών το πρώτο εξάμηνο.

Αντίστοιχα, από την πλευρά της, η Goldman Sachs διατηρεί την ουδέτερη στάση αναφορικά με τις μετοχές για τους επόμενους τρεις μήνες καθώς εκτιμά ότι η μεταβλητότητα θα παραμείνει υψηλή λόγω του αρνητικού μείγματος του υψηλότερου κινδύνου ύφεσης, σταθερού πληθωρισμού και αύξησης των επιτοκίων.

Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και η Moody’s η οποία και υποβάθμισε τις προβλέψεις της για την οικονομική ανάπτυξη μεταξύ των 20 πιο ανεπτυγμένων χωρών του κόσμου στο 3,1% για φέτος και στο 2,9% για το 2023, σε σύγκριση με τις προβλέψεις του Μαρτίου για ανάπτυξη 3,6% και 3,0%, αντίστοιχα, και του περασμένου Νοεμβρίου για 4,4% και 3,2%.

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, οι προοπτικές για τις παγκόσμιες πιστωτικές συνθήκες έχουν επιδεινωθεί και θα επιδεινωθούν περαιτέρω στο υπόλοιπο του έτους, εν μέσω πιο αργής παγκόσμιας ανάπτυξης, υψηλότερου κόστους εξυπηρέτησης του χρέους, χαμηλότερου καταναλωτικού και επιχειρηματικού κλίματος και αυξημένης μεταβλητότητας και κινδύνων στις αγορές,