«Τρενάκι» του τρόμου οι αγορές - Πανδημία και ύφεση οι καταλύτες
Ανανεώθηκε:
Από τα χαμηλά του Μαρτίου μέχρι τα μέσα Ιουλίου η κεφαλαιοποίηση των διεθνών αγορών είχε αυξηθεί περί τα 20 τρισ. δολάρια σε ένα ράλι που έπιασε εξαπίνης οικονομολόγους και αναλυτές.
Η βαθιά ύφεση που χτυπά όλες τις οικονομίες διεθνώς, το πλήγμα σε επιχειρήσεις και αγορά εργασίας λόγω της κρίσης, καθώς και οι κίνδυνοι που αναδύονται για το επόμενο διάστημα σε ό,τι αφορά την εξέλιξη της πανδημίας και τις επιπτώσεις της δεν επηρέαζαν μέχρι πριν 15 ημέρες τα χρηματιστήρια, τα οποία χάρη στις ενέσεις ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες όλο το προηγούμενο διάστημα κινούνταν ανοδικά.
Κλείνει το μεγαλύτερο hedge fund η Lansdowne
Ο... παραλογισμός αυτός των αγορών γονάτισε τους shorts που κατέγραψαν σημαντικές ζημιές. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο πως η Lansdowne Partners, γνωστή και στην Ελλάδα για θέσεις short που έχει πάρει έναντι ελληνικών μετοχών, έκλεισε το μεγαλύτερο από τα hedge fund της, απομακρυνόμενη από το short selling, καθώς χτυπήθηκε από τις χειρότερες ζημιές στην ιστορία της.
Η εταιρεία που εδρεύει στο Λονδίνο σταμάτησε το Lansdowne Developed Markets Fund, ύψους 2,8 δισ. δολαρίων. Οι επενδυτές μπορούν να αποσύρουν τα χρήματά τους ή να τα μεταφέρουν στο Lansdowne Developed Markets Long Only Fund, το οποίο παίρνει θέσεις αγοράς στις μετοχές, σύμφωνα με την ίδια πηγή.
Η εταιρεία πάντως θα συνεχίσει να στοιχηματίζει κατά μετοχών με κάποια από τα άλλα funds που διαθέτει. Η κίνηση, συνιστά μια δραματική υποχώρηση από ένα από τα πλέον γνωστά hedge funds και έρχεται μετά τις φτωχές επιδόσεις τόσο κατά την άνοδο όσο και κατά την πτώση των αγορών. Το βασικό fund που διαχειρίζεται ο Peter Davies και ο Jonathon Regis υποχώρησε 13% τον Μάρτιο, στη μεγαλύτερη μηνιαία πτώση από το ξεκίνημά του σχεδόν δύο δεκαετίες πριν, ενώ από τις αρχές του έτους οι απώλειες φτάνουν στο 23,3%. Το ενεργητικό του μειώθηκε στα 9,8 δισ. δολάρια τον Ιούνιο από την κορυφή των 22 δισ. δολαρίων.
Καταλύτης η πορεία της πανδημίας
Πάντως, οι μετοχές στις διεθνείς αγορές θύμισαν «τρενάκι του τρόμου» στο α’ εξάμηνο του 2020, με την πορεία των κρουσμάτων του κορωνοϊού να αποτελεί τον καταλύτη για το σύνολο του έτους.
Έχοντας υποχωρήσει 35% από τις 20 Φεβρουαρίου έως τις 23 Μαρτίου, βρίσκονται στο +5% περίπου, χάρη στα δημοσιονομικά μέτρα, τα μηδενικά ή και αρνητικά επιτόκια και την «πλημμύρα» ποσοτικής χαλάρωσης.
Για το σύνολο του 2020, πολλά εξαρτώνται από το εάν είναι πολύ κοντά στο να εκδηλωθεί ένα δεύτερο κύμα κορωνοϊού, δοκιμάζοντας περαιτέρω τις αρχές. Επίσης, αν βρεθεί μια αποτελεσματική θεραπεία ή ένα εμβόλιο, η ιστορική παγκόσμια ύφεση, θα μπορούσε να αποδειχθεί μικρότερη σε διάρκεια. Ωστόσο, η κρίση έχει αποκαλύψει αδυναμίες, όπως τα υψηλά επίπεδα χρέους των εταιρειών και η υπερβολική τους εξάρτηση από τις επαναγορές μετοχών.
Τελειώνει το bear market rally;
Και το ερώτημα που βασανίζει τους αναλυτές είναι εάν διατηρηθεί το bear market rally ή σύντομα θα φτάσει στο τέλος του. Οι απόψεις διίστανται, καθώς κάποιοι θεωρούν πως η υπερβάλλουσα ρευστότητα που διοχετεύουν οι Κεντρικές Τράπεζες θα συνεχίσει να στηρίζει τις μετοχές. Στον αντίποδα υπάρχουν αναλυτές που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για επερχόμενη σημαντική διόρθωση στις αγορές λόγω των επιπτώσεων στην παγκόσμια οικονομία από τον κορωνοϊό.
Η Citigroup συστήνει στους επενδυτές να μην ποντάρουν στις αγορές μετοχών και να περιμένουν στην επόμενη πτώση. Σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο οι αγορές μετοχών θα είναι στα ίδια επίπεδα για τουλάχιστον 12 μήνες. Η συνεχιζόμενη ευπάθεια της παγκόσμιας οικονομίας στις αυξανόμενες μολύνσεις Covid-19 και η υπερβολική αισιοδοξία ως προς τους κινδύνους, πιθανότατα θα ακυρώσουν την αισιοδοξία που απορρέει από μια πιθανή ανάκαμψη, τονίζει η Citi.
Η JP Morgan υποστηρίζει πως η παγκόσμια οικονομία πνίγεται στο χρέος και στο τέλος αυτό δεν θα έχει καλή κατάληξη για τις μετοχές. Σημειώνεται πως το συνολικό μη χρηματοπιστωτικό χρέος (αφορά μεταξύ άλλων το κράτος και τα νοικοκυριά) στις Ηνωμένες Πολιτείες εκτοξεύθηκε σε ιστορικό υψηλό κατά το α’ τρίμηνο του 2020, καθώς ανήλθε στα τέλη Μαρτίου στα 55,9 τρισ. δολάρια ή 260% του ΑΕΠ, Μάλιστα, σε τριμηνιαία βάση, η αύξηση ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν τεράστια, ήτοι 10%, λόγω και της μείωσης του αμερικανικού ΑΕΠ κατά 0,9% για την ίδια περίοδο. Να σημειωθεί ότι τα στοιχεία αφορούν την περίοδο πριν την κορύφωση του κορωνοϊού τον Απρίλιο και τον Μάιο. Το δημόσιο χρέος ανήλθε σε 22,8 τρισ. δολάρια το α’ τρίμηνο 2020, που αντιστοιχεί στο 106% του ΑΕΠ.
Την ίδια ώρα η JP Morgan ο αμερικανικός οίκος σπρώχνει τους πελάτες της στο χρυσό, καθώς υποβάθμισε τη Wall Street από overweight σε neutral. Και μπορεί για κάποιους να αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι μόλις δύο εβδομάδες αφότου η JP Morgan εκτίμησε πως βρισκόμαστε σε bull market υποβάθμισε τη χρηματαγορά της Wall Street από οverweight σε neutral. Σύμφωνα, όμως, τους αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας, το συναίσθημα ευφορίας που υπήρχε έχει αντικατασταθεί από την αβεβαιότητα που επικρατεί για την οικονομική δραστηριότητα.
Ως εκ τούτου, οι επενδυτές εμφανίζονται ολοένα και λιγότερο πρόθυμοι για να αναλάβουν ρίσκο, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της JP Morgan, το χρηματιστήριο να υποαποδώσει το β’ εξάμηνο του 2020.
Είναι καιρός για αγορές μετοχών;
Οι αναλυτές της Goldman Sachs προειδοποιούν ότι το δεύτερο εξάμηνο του έτους μπορεί να μην είναι τόσο αισιόδοξο όσο οι πρώτοι έξι μήνες. Η πτωτική τάση θα είναι πραγματική, αλλά πιθανώς βραχύβια, υποστηρίζει ο αμερικανικός οίκος.
Ο Christophe Barraud, ο επικεφαλής οικονομολόγος του Market Securities που κατατάσσεται σε έναν από τους κορυφαίους οικονομολόγους του Bloomberg για την τελευταία δεκαετία, δήλωσε στο Business Insider ότι η οικονομία δεν θα επανέλθει στα επίπεδα ανάπτυξης του 2019 έως τουλάχιστον το 2022, προσθέτοντας ότι «θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να επιστρέψει η ζωή στην κανονικότητα.
Ο Barraud είπε ότι η φάση ανάκαμψης της οικονομίας ενδέχεται να καθυστερήσει μέχρι το 2022 ή μετά, και επίσης είπε για την Ευρώπη, ότι θα απαιτηθεί έως το 2023 για να ανακάμψει και να βρεθεί σε επίπεδα 2019.
Ο Barraud είπε ότι οι τιμές των χρηματιστηρίων είναι τέλειες, αλλά πολλά πράγματα πρέπει να εξελιχθούν σωστά για να δικαιολογηθούν οι τρέχουσες αποτιμήσεις. Ο Barraud προειδοποιεί για διόρθωση των μετοχών καθώς οι αβεβαιότητες αυξάνονται ως προς το σχήμα της ανάκαμψης.
Εύθραυστη η εικόνα στο Χ.Α.
Σε στενωπό έχει περιέλθει το ελληνικό χρηματιστήριο το τελευταίο διάστημα, με τους αναλυτές να επισημαίνουν πως η εικόνα θα παραμείνει εύθραυστη, καθώς δεν υπάρχουν εγχώριες ειδήσεις που θα μπορούσαν να βελτιώσουν το κλίμα.
Εν τω μεταξύ η υποαπόδοση των τραπεζικών μετοχών επιδρά αρνητικά στο Χ.Α, το οποίο ως μία τραπεζοκεντρική αγορά επηρεάζεται άμεσα από τη συμπεριφορά των συγκεκριμένων μετοχών. Βυθισμένο στη συναλλακτική καχεξία και με τους περισσότερους δεικτοβαρείς τίτλους να συνεχίζουν να εμφανίζουν ευδιάκριτα σημάδια κόπωσης, ο πήχης των προσδοκιών για κάτι σημαντικά έχει κατέβει πολύ χαμηλά.
Από την άλλη πλευρά η εικόνα εγκατάλειψης, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, σε μεσαία και μικρότερη κεφαλαιοποίηση, που επιβεβαιώνεται από τις μηδενικές συναλλαγές σε πολλούς τίτλους καταδεικνύει την απουσία εγχώριων παικτών.
Αναφορικά με τους ξένους παίκτες, είναι εμφανής η αποστασιοποίησή τους από την εγχώρια αγορά, κάτι που αποτυπώνεται και στη μείωση των συναλλαγών. Συνεπώς με τα blue chips αδύναμα να σπρώξουν τους βασικούς δείκτες προς υψηλότερα επίπεδα, το ενδιαφέρον για τίτλους μεσαίας και μικρότερης κεφαλαιοποίησης εξαιρετικά περιορισμένο και τα διεθνή χαρτοφυλάκια να αντιμετωπίζουν το Χ.Α. σαν μια ρηχή περιφερειακή αγορά, χωρίς αυτοδύναμο momentum, η πλαγιολισθητική κίνηση θεωρείται το επικρατέστερο σενάριο.
Ο Ιούλιος ήταν δεύτερος συνεχόμενος πτωτικός μήνας για το ΧΑ, με μηνιαίες απώλειες 3,33% για τον Γενικό Δείκτη και απώλειες 14,87% για τον τραπεζικό δείκτη.
Από την αρχή του χρόνου, ο Γενικός Δείκτης καταγράφει απώλειες 32,62% και ο κλαδικός δείκτης των Τραπεζών «γκρεμίζεται» κατά 65,78%.