Ο Κυριάκος θέλει να νικήσει τις ιδέες της Αριστεράς
Οι τελευταίες παρεμβάσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη έχουν προκαλέσει ομοβροντία επιθέσεων από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το κυβερνητικό στρατόπεδο κατηγορεί τον αρχηγό της Νέα Δημοκρατίας για άκρατο νεοφιλελευθερισμό και ταξική μεροληψία υπέρ των πλουσίων. Άλλοι φιλοκυβερνητικοί σχολιαστές κάνουν λόγο για συνεχείς γκάφες του κ. Μητσοτάκη.
Ωστόσο, το γεγονός ότι ο αρχηγός της ΝΔ επιμένει στην ίδια γραμμή, δείχνει ότι έχουμε να κάνουμε με συγκεκριμένη πολιτική επιλογή που έχει στρατηγικό χαρακτήρα.
Η κοινωνία
Τα τελευταία χρόνια στον χώρο της Νέας Δημοκρατίας είναι κυρίαρχη η πεποίθηση ότι μετά τη Μεταπολίτευση στην Ελλάδα ηγεμόνευσε ιδεολογικά η Αριστερά και η Κεντροαριστερά. Η πεποίθηση αυτή δεν απορρέει μόνο από τον κυρίαρχο ρόλο του ΠΑΣΟΚ και στη συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ στα πολιτικά πράγματα. Πιο πολύ σχετίζεται με τις κυρίαρχες πεποιθήσεις στην κοινωνία σχετικά με την αναδιανομή του πλούτου, τον δημόσιο τομέα, την αστυνόμευση, τα πολιτικά δικαιώματα. Από πολιτικής άποψης, έχει μάλλον μικρή σημασία η πραγματολογική ακρίβεια της εκτίμησης περί αριστερής ηγεμονίας. Μια εύλογη αντίρρηση έχει να κάνει με τον πολιτικό ρόλο της ΝΔ που από τα 1974 και μετά είναι εξίσου σημαντικός με αυτόν του ΠΑΣΟΚ, ενώ έχει σαφώς μεγαλύτερη αντοχή στον χρόνο. Το σημαντικό είναι ότι τα ηγετικά στελέχη της Πειραιώς πιστεύουν ότι η «αριστερή ιδεολογική ηγεμονία» αποτελεί τροχοπέδη για τη χώρα.
Είναι χαρακτηριστική η παλιότερη δήλωση του βουλευτή της ΝΔ Μάκη Βορίδη: «Πρέπει να υπάρξει στρατηγική ήττα των ιδεών της Αριστεράς για να μην ξαναβρεθεί στην εξουσία με οποιαδήποτε μορφή της. Ο Κ. Μητσοτάκης πρέπει να κάνει παρεμβάσεις στο κράτος και στους θεσμούς για να μην ξαναέρθει η Αριστερά στην εξουσία, γιατί οι ιδέες της είναι ελαττωματικές»
Η ιδεολογία
Η γενική εκτίμηση των στελεχών της Νέας Δημοκρατίας περί αριστερής ηγεμονίας έρχεται να συναντηθεί με τη συγκεκριμένη ιδεολογική τοποθέτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο αρχηγός της ΝΔ ανήκει παραδοσιακά στη φιλελεύθερη πτέρυγα της ΝΔ και όχι σε αυτήν της «λαϊκής Δεξιάς». Βασική ιδεολογική πεποίθησή του είναι ότι η αγορά μπορεί να δώσει λύσεις ακόμα και σε πεδία που θεωρούνται κατ’ εξοχήν κρατικά.
Είναι χαρακτηριστικά όσα είπε ο κ. Μητσοτάκης στους Άρη Πορτοσάλτε και Παύλο Τσιίμα στον ΣΚΑΪ για την Υγεία: «Εγώ δεν θα είχα καμία αντίρρηση να δοκιμάσουμε σε ένα μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας να διοικηθεί το νοσοκομείο αυτό σε σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα. Μια μακροχρόνια σύμβαση με ξεκάθαρα μετρήσιμα αποτελέσματα. Ξέρω ότι θα βγουν τώρα τα τρολ του ΣΥΡΙΖΑ -το λέω- και θα πουν ότι ιδιωτικοποιώ την υγεία και όλες αυτές τις σαχλαμάρες. Το προεξοφλώ ότι θα ειπωθούν όλα αυτά. Αλλά αν υπάρχει τεχνογνωσία στον ιδιωτικό τομέα για τη σχέση κόστους-οφέλους στον τρόπο με τον οποίο διοικείται ένα νοσοκομείο, και εμένα με ενδιαφέρει τελικά το παρεχόμενο αποτέλεσμα, δεν με νοιάζει το νοσοκομείο να είναι κρατικό, με νοιάζει η Yγεία να είναι δημόσια, αυτό με ενδιαφέρει, το δημόσιο δεν είναι κατ’ ανάγκη κρατικό. Και αν ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να παρέχει μία υπηρεσία με καλύτερη ποιότητα και σε χαμηλότερο κόστος από ό,τι το Κράτος, δεν βλέπω κανένα λόγο γιατί αυτό να μην γίνει.» Η πιο σημαντική φράση εδώ που δείχνει τον τρόπο σκέψης του κ. Μητσοτάκης είναι ότι «το δημόσιο δεν είναι κατ’ ανάγκη κρατικό.»
Μετά το Μνημόνιο
Πέρα όμως από τις πολιτικές εκτιμήσεις και τις ιδεολογικές πεποιθήσεις, είναι πιθανό η στάση του κ. Μητσοτάκη να απορρέει από μια ορισμένη πρόσληψη για τις τάσεις του εκλογικού σώματος. Το 2017 o Γιάννης Μαυρής είχε παρουσιάσει μια έρευνα της κοινής γνώμης με τίτλο: «Άνοδος του συντηρητισμού: Πολιτικές ιδεολογίες στην Ελλάδα μετά το Μνημόνιο. Πώς άλλαξε ο ιδεολογικός χάρτης, στην περίοδο 2009-2017.» Στην έρευνα καταγράφηκε μια εντυπωσιακή άνοδος των θετικών απόψεων για τον ιδιωτικό τομέα κατά την περίοδο του Μνημονίου. Το 2009 οι θετικές απόψεις για τον ιδιωτικό τομέα ανέρχονταν στο 56%. Το 2017 το αντίστοιχο ποσοστό είχε φτάσει στο 74% (αύξηση 18%).
Εύλογα λοιπόν προκύπτει η υπόθεση ότι ο κ. Μητσοτάκης επιχειρεί εκείνη την (ισχυρή απ’ ό,τι φαίνεται) τάση της κοινωνίας που θέλει περισσότερη «αγορά» κι επομένως απορρίπτει τις «ιδέες της Αριστεράς», όπως τουλάχιστον τις αντιλαμβάνονται στην Πειραιώς.
Το ερωτήματα βέβαια που προκύπτουν από αυτήν την επιλογή είναι δύο:
Πρώτον, η Ελλάδα της «μεταμνημονιακής κόπωσης» μπορεί να συγκινηθεί ή (πολύ περισσότερο) να κινητοποιηθεί από ιδεολογικές διαμάχες;
Δεύτερον, η πλειοδοσία στην «πολιτική της αγοράς» θα προκαλέσει το φόβο της εμβάθυνσης των αδικιών και της περαιτέρω χαλάρωσης της κοινωνικής προστασίας από μια κυβέρνηση Μητσοτάκη;
Το βράδυ της 26ης Μαΐου θα έχουμε τις πρώτες απαντήσεις.