Τραγωδία δίχως τέλος στις ΗΠΑ: Άλλοι 1.680 θάνατοι από κορωνοϊό
Στις ΗΠΑ καταγράφηκαν άλλοι 1.680 θάνατοι εξαιτίας της COVID-19, της ασθένειας που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός, ως τις 20:30 της Παρασκευής (σ.σ. τοπική ώρα• στις 03:30 σήμερα Σάββατο ώρα Ελλάδας) από την ίδια ώρα της προηγουμένης, σύμφωνα με τα δεδομένα που συγκεντρώνει και μεταφορτώνει στον ειδικό ιστότοπο που έχει δημιουργήσει το πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς.
Ο αριθμός των θυμάτων της πανδημίας παραμένει σχετικά σταθερός τις τελευταίες τέσσερις ημέρες.
Συνολικά, οι ΗΠΑ θρηνούν 87.493 νεκρούς εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού, είναι δηλαδή μακράν η χώρα με τον πιο βαρύ απολογισμό θυμάτων στον πλανήτη σε απόλυτες τιμές — αλλά πάντως όχι με βάση την αναλογία επί του πληθυσμού — μέχρι σήμερα.
Παράλληλα, εντοπίστηκαν 26.396 νέα επιβεβαιωμένα κρούσματα μόλυνσης από τον SARS-CoV-2 τις προηγούμενες 24 ώρες.
Οι ΗΠΑ αποκαθιστούν εν μέρει τη χρηματοδότηση του ΠΟΥ
Την ώρα που ο κορωνοϊός «σαρώνει» τις ΗΠΑ, η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ αναμένεται να αποκαταστήσει εν μέρει τη χρηματοδότηση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), όπως μετέδωσε αργά χθες Παρασκευή το βράδυ το Fox News, επικαλούμενο προσχέδιο της σχετικής επιστολής.
Η κυβέρνηση Τραμπ «θα συμφωνήσει να καταβάλει ποσό έως αυτό που καταβάλλει η Κίνα σε εκτιμώμενες συμβολές» στον ΠΟΥ, μετέδωσε το Fox News επικαλούμενο την επιστολή.
Ο πρόεδρος Τραμπ ανέστειλε τη συμβολή των ΗΠΑ στον ΠΟΥ στις 14 Απριλίου, κατηγορώντας τον διεθνή οργανισμό ότι προάγει την «παραπληροφόρηση» της Κίνας όσον αφορά το ξέσπασμα του νέου κορωνοϊού και σημειώνοντας ότι η κυβέρνησή του θα ξεκινήσει μια αξιολόγηση του ΠΟΥ.
Αξιωματούχοι του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας απέρριψαν τους ισχυρισμούς αυτούς, ενώ η Κίνα επέμεινε ότι είναι διαφανής και ανοιχτή.
Οι ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος συμβαλλόμενος στον ΠΟΥ.
Αν οι ΗΠΑ καταβάλουν το αντίστοιχο της συμβολής της Κίνας, όπως προστίθεται στο δημοσίευμα του Fox, το νέο επίπεδο της χρηματοδότησης του οργανισμού από την Ουάσινγκτον θα ανέρχεται σε περίπου το ένα δέκατο του προηγούμενου ποσού που κατέβαλλε το οποίο ανερχόταν σε περίπου 400 εκατομμύρια δολάρια ετησίως.