ΚΟΣΜΟΣ

Υψίπεδα του Γκολάν: Η γεωστρατηγική σημασία της περιοχής και οι συνέπειες της απόφασης Τραμπ

Υψίπεδα του Γκολάν: Η γεωστρατηγική σημασία της περιοχής και οι συνέπειες της απόφασης Τραμπ

Μία από τις «πληγές» του ’67. Μία λωρίδα ορεινής γης – άγνωστη στους πολλούς, εξαιρετικής διπλωματικής και στρατηγικής σημασίας για τους εμπλεκόμενους – που κατέλαβε από τη Συρία ο ισραηλινός στρατός, κατά τη διάρκεια του πολέμου των Έξι Ημερών. Έκτοτε, η περίπτωση των Υψίπεδων του Γκολάν αποτελεί ένα από τα «αγκάθια» στις αραβοϊσραηλινές σχέσεις. Και με μόλις ένα Tweet, την περασμένη Πέμπτη, ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, κατάφερε όχι μόνο να «αφυπνίσει» αλλά και να δυναμιτίσει ένα από τα πιο ήσυχα «μέτωπα» μιας πολυετούς και δυσεπίλυτης διένεξης.

«Μετά από 52 χρόνια ήρθε η στιγμή οι ΗΠΑ να αναγνωρίσουν πλήρως την κυριαρχία του Ισραήλ στα Υψίπεδα του Γκολάν, που είναι κρίσιμης στρατηγικής σημασίας για το κράτος του Ισραήλ και την περιφερειακή σταθερότητα!» έγραφε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος στο Tweet την περασμένη Πέμπτη, περίπου τρεις εβδομάδες πριν τις εθνικές εκλογές στο Ισραήλ, μία εβδομάδα πριν το ταξίδι του Μπενιαμίν Νετανιάχου στις ΗΠΑ και ενώ ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο βρίσκεται στην Ιερουσαλήμ, στο πλαίσιο της Τριμερούς συνόδου Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ.

Με φόντο το δύσβατο, λόγω σκανδάλων και δικαστικών διώξεων, δρόμο προς τις κάλπες, το μήνυμα εξελήφθη, μεταξύ άλλων, κι ως απόπειρα ώθησης της υποψηφιότητας Νετανιάχου, ο οποίος έσπευσε να κεφαλαιοποιήσει την εξέλιξη, κάνοντας λόγο για «τολμηρή» απόφαση, την ώρα που «το Ιράν χρησιμοποιεί τη Συρία για να καταστρέψει το Ισραήλ».

«Η εν λόγω απόφαση της κυβέρνησης αποτελεί μέρος της «Λύσης του Αιώνα», του φιλο-ισραηλινού σχεδίου των ΗΠΑ στο Παλαιστινιακό, δηλ. της υλοποίησης των ισραηλινών σχεδίων για πλήρη προσάρτηση των Κατεχομένων Παλαιστινιακών Εδαφών (Ιεροσόλυμα-Δυτική Όχθη) από το Ισραήλ και το υπό εξέλιξη σιωπηρό πογκρόμ κατά των υπολοίπων Παλαιστινίων από τις, επί χιλιετίες, πατρογονικές εστίες τους στην Παλαιστίνη. Τα Υψώματα του Γκολάν συνδέονται γεωπολιτικά με την Συρία-Λίβανο και με το Παλαιστινιακό υπό το πρίσμα ότι η Συρία και ο Λίβανος είναι οι δύο αραβικές γειτνιάζουσες χώρες με το Ισραήλ που δεν έχουν συνθηκολογήσει μαζί του», εξηγεί στο CNN Greece o Ευάγγελος Βενέτης, Ειδικός σε Θέματα Ισλάμ και Μέσης Ανατολής του ΕΛΙΑΜΕΠ και Τομεάρχης Εξωτερικών και Άμυνας της Δημοκρατικής Ευθύνης, προσθέτοντας πως η αμερικανική απόφαση «αποσκοπεί στη νομιμοποίηση της παράνομης, βάσει των ψηφισμάτων του ΟΗΕ, κατοχής των συριακών υψωμάτων του Γκολάν μετά την κατάκτησή τους από το Ισραήλ το 1967. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες αμερικανικές κυβερνήσεις, η κυβέρνηση Τραμπ εφαρμόζει μία 100% φιλοϊσραηλινή στάση και στοχεύει να δημιουργήσει τετελεσμένα υπέρ του Ισραήλ κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου».

Γιατί η Ιερουσαλήμ δεν αναγνωρίζεται ως πρωτεύουσα του Ισραήλ

Ποια η σημασία της περιοχής

Το Ισραήλ κατέχει μεγάλο τμήμα του εύφορου αυτού οροπεδίου από το 1967. Το 1981, ωστόσο, προχώρησε στην προσάρτησή του - κίνηση που ποτέ δεν έγινε δεκτή από τη διεθνή κοινότητα. Η περιοχή, που εκτείνεται σε περίπου 1,800 τετραγωνικά χιλιόμετρα και, λόγω της υπερυψωμένης θέσης της, παρέχει το πλεονέκτημα της ορατότητας στο Βόρειο Ισραήλ και τη νότια Συρία, θεωρείται εξαιρετικά σημαντική στρατηγικά και διπλωματικά. Πρόκειται για «το πιο στρατηγικό σημείο στην ορεινή αλυσίδα που συνδέει ή χωρίζει το νότιο Λίβανο και την Συρία από το Ισραήλ και την Παλαιστίνη. Όποιος ελέγχει τα Υψώματα του Γκολάν ελέγχει στρατηγικά την απέναντι κοιλάδα και τα γύρω χαμηλότερα υψώματα, είτε αυτή είναι στην Συρία είτε στο Ισραήλ. Για την Συρία ο έλεγχος των Υψωμάτων από το Ισραήλ καθιστά ευάλωτη την άμυνα της συριακής πρωτεύουσας Δαμασκού στα ισραηλινά επίγεια και εναέρια πυρά από απόσταση 40 περίπου χλμ.», σχολιάζει ο κ. Βενέτης.

Τι σηματοδοτεί η απόφαση Τραμπ

Λιγότερο από 1,5 χρόνο πριν, οι ΗΠΑ αποφάσισαν τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, κίνηση που επί της ουσίας συνιστούσε αναγνώριση της διαφιλονικούμενης πόλης ως πρωτεύουσας του κράτους του Ισραήλ. Κι ενώ έως τότε η Ιερουσαλήμ δεν αναγνωριζόταν από διεθνείς οργανισμούς και έθνη ως αδιαίρετη πρωτεύουσα του Ισραήλ, πολλά κράτη έσπευσαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα των ΗΠΑ, μεταφέροντας τις πρεσβείες τους. Ήδη, δεν είναι λίγοι όσοι εκφράζουν το φόβο πως τέτοιου είδους μονομερείς ενέργειες έχουν στόχο τη δημιουργία τετελεσμένων και παγίωσης καταστάσεων υπέρ του Ισραήλ. Όπως τονίζει ο δρ Βενέτης «αυτό είναι το σχέδιο της Ουάσινγκτον και του Τελ Αβίβ αλλά δεν αναμένεται να επιτύχει, επειδή στρέφεται κατά του διεθνούς δικαίου και νομιμότητας». Ο ίδιος υπενθυμίζει πως «ελάχιστα κράτη με αναιμική οικονομία και ανάπτυξη από την Κ. Αμερική, την Αφρική και την Αν. Ευρώπη έχουν ακολουθήσει τις ΗΠΑ στο να αναγνωρίσουν τα κατεχόμενα παλαιστινιακά Ιεροσόλυμα ως πρωτεύουσα του Ισραήλ. Η συντριπτική πλειονότητα της Διεθνούς Κοινότητας και ο ΟΗΕ έχουν αποδοκιμάσει την εν λόγω ενέργεια ως κατάφωρη παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου ενάντια στη Λύση των Δύο Κρατών, την δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους και την διασφάλιση της ειρήνης».

Επηρεάζεται με κάποιο τρόπο η Δυτική Όχθη;

Παρότι η περίπτωση της Δυτικής Όχθης είναι διαφορετική από εκείνη των Υψωμάτων του Γκολάν, «οι θιασώτες της ειρήνης ανησυχούν πως, η αναγνώριση της ισραηλινής κυριαρχίας επί της προσαρτηθείσας περιοχής του Γκολάν, δημιουργεί το μομέντουμ για προσάρτηση της Δυτικής Όχθης» – όπως γράφει χαρακτηριστικά σε ανάλυσή του το BBC. Ο κ Βενέτης φαίνεται να επιβεβαιώνει το ακραίο αυτό σενάριο, τονίζοντας πως «η παράνομη προσάρτηση της Δυτικής Όχθης του Ισραήλ είναι το αμερικανο-ισραηλινό σχέδιο σε μακροπρόθεσμη βάση. Μονομερής νομιμοποίηση των παράνομων ισραηλινών οικισμών στην Δυτική Όχθη από την Ουάσινγκτον ενδεχομένως να λάβει χώρα αλλά σε καμία περίπτωση από τον ΟΗΕ και τη Διεθνή Κοινότητα».

Η μεταστροφή και οι επιδιώξεις της αμερικανικής πολιτικής

Η απόφαση για το Γκολάν είναι η τελευταία μιας σειράς αμερικανικών πρωτοβουλιών και ενισχύει το επιχείρημα πολλών περί πλήρους επαναπροσδιορισμού της αμερικανικής πολιτικής με έναν τρόπο που ευνοεί το Ισραήλ.

Πλην της αναγνώρισης της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του κράτους του Ισραήλ, η διοίκηση Τραμπ έχει διακόψει κάθε χρηματοδότηση της αρμόδιας υπηρεσίας του ΟΗΕ για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες και έχει αναστείλει τη χορήγηση οικονομικής βοήθειας στην Παλαιστινιακή Αρχή – την οποία κατηγορεί για χρηματοδότηση τρομοκρατών και υπονόμευσης της ειρηνευτικής διαδικασίας. Σχολιάζοντας την επιθετική πολιτική της διοίκησης Τραμπ στο παλαιστινιακό, ο κ Βενέτης εξηγεί πως «η βιασύνη της Ουάσινγκτον και του Τελ Αβίβ να δημιουργήσουν τετελεσμένα στο Παλαιστινιακό, κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου και Νομιμότητας, απορρέει από την αυξανόμενη ανασφάλεια και νευρικότητα που νιώθει το Τελ Αβίβ λόγω των τεκτονικών γεωπολιτικών αλλαγών που επέφερε η αποτυχία της αμερικανο-ισραηλινής πολιτικής στην Συρία και το Ιράκ».

Ο ίδιος αναφέρει πως οι ΗΠΑ με την εν λόγω στάση τους «επιδιώκουν να βάλουν ταφόπλακα στις διαπραγματεύσεις και την προοπτική λύσης του Παλαιστινιακού επί τη βάσει των Δύο Κρατών προς όφελος αποκλειστικά του Ισραήλ το οποίο θέλει να δημιουργήσει ένα και μόνο κράτος, στερώντας την Παλαιστίνη από τους νόμιμους ιδιοκτήτες της: τους Παλαιστινίους. (…) Ενώ θα έπρεπε να είχαν προβεί ήδη στην ίδρυση ανεξάρτητου Κράτους της Παλαιστίνης, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ με την στάση τους πράττουν το αντίθετο, νιώθοντας ισχυροί επί του παρόντος, και διαπράττουν λάθη τακτικής και στρατηγικής, αφού επιδεινώνουν τη γεωπολιτική ασφάλεια στην περιοχή, δυναμιτίζοντας την ισλαμική και αραβική κοινή γνώμη για το Παλαιστινιακό και επιταχύνοντας τις γεωπολιτικές συνέπειες που η Ουάσινγκτον και το Τελ Αβίβ θέλουν να αποφύγουν».

Ο ίδιος κάνει ειδική μνεία στην «πρωτοφανή στα χρονικά συντεταγμένη έλευση της Ρωσίας στην Μέση Ανατολή» που ανακατεύει την μεταπολεμική τράπουλα και ενισχύει τον αντιαμερικανικό άξονα στον ισλαμικό κόσμο με άμεσες προεκτάσεις και συνέπειες στο Παλαιστινιακό υπέρ των Παλαιστινίων. Ως προς το μέλλον των διαπραγματεύσεων δε, θεωρεί πως «η ισχυροποίηση της Ρωσίας στην Μ. Ανατολή αναμένεται να οδηγήσει στην επανέναρξη των συνομιλιών αργά ή γρήγορα. Αυτή την φορά οι διαπραγματεύσεις θα έχουν τη Ρωσία και την Ευρώπη ως κύριους μεσολαβητές, εκτός αν εξισορροπηθεί η μονολιθική φιλοϊσραηλινή αμερικανική στάση της κυβέρνησης Τραμπ».