Δολοφονία στο Γουδή: Σοκάρουν οι αποκαλύψεις της 68χρονης μητροκτόνου
Όλες τις λεπτομέρειες για το έγκλημα αλλά και τους λόγους που την οδήγησαν σε αυτό είχε αποκαλύψει στις Αρχές η 68χρονη που συνελήφθη από αξιωματικούς του ανθρωποκτονιών για τη δολοφονία της μητέρας της.
«..Εγώ τη μαμά μου την αγαπούσα όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Ήμουνα μοναχοπαίδι. Σε όλη μου τη ζωή η μαμά μου ήταν μαζί μου. Έχω δύο παιδιά. Στις γέννες μου ήταν μαζί μου. Παντού ήταν μαζί μου. Ατύχησα στο γάμο μου και ζούσα μαζί με τη μαμά μου στο Γουδή. Από το 1978 έμενε η μαμά μου μαζί μου και με τον άντρα μου και τα παιδιά μου. Χώρισα πριν από 26 χρόνια και τα παιδιά μου έφυγαν από το σπίτι πριν από 20 χρόνια. Από τότε μέναμε μαζί με τη μαμά μου, οι δυο μας» είπε η ίδια, μιλώντας για τη σχέση της με τη μητέρα της.
Συνεχίζοντας, η 68χρονη είπε πως πριν από ένα χρόνο, η μητέρα της άρχισε να εμφανίζει σημάδια άνοιας.
«Στην αρχή δεν ήξερα τι ήταν, νόμιζα πως ήταν σπάσιμο νεύρων. Αργότερα κατάλαβα ότι ήταν άνοια βαριάς μορφής. Συνέχεια ξέχναγε και με κατηγορούσε ότι της έπαιρνα τα πράγματα και ότι δεν την άφηνα να βγαίνει από το σπίτι. Όταν γινόταν καλύτερα μου έλεγε πόσο με αγαπούσε και της έλεγα κι εγώ πόσο την αγαπούσα. Τη φρόντιζα και συνέχεια με έπαιρναν τηλέφωνο από την Αστυνομία και πήγαινα και την έπαιρνα. Όλη την ώρα αυτό γινόταν» ανέφερε η 68χρονη γυναίκα.
Παράλληλα, η 68χρονη μητροκτόνος περιέγραψε πώς επιβαρύνθηκε η κατάσταση της μητέρας της μετά από την εισαγωγή της στο νοσοκομείο.
«(…) Πριν δύο βδομάδες πήγε στο “Γεννηματά” για να χειρουργηθεί επειδή είχε πέσει από ένα παγκάκι. Χθες το βράδυ βγήκε από το Νοσοκομείο και ήταν σαν φυτό. Ούτε μπορούσε να μιλήσει, ούτε καταλάβαινε τίποτα. Μόνο κουνιόταν αριστερά και δεξιά. Τον τελευταίο καιρό με παρακαλούσε να πεθάνει. Συνέχεια μου έλεγε ότι ήθελε να συναντήσει τους γονείς της και τον άντρα της που είχαν πεθάνει. Ήταν 97 χρονών. Δεν είχε άλλη ζωή και βασανιζόταν. Συνέχεια έκλαιγα που την έβλεπα έτσι. Σήμερα το πρωί, κατά τις οχτώ παρά τέταρτο, τη βρήκα κατουρημένη στο κρεβάτι της. Ήταν σε κακά χάλια. Τότε κατάλαβα ότι είχε τελειώσει η ζωή της, δεν μπορούσε να ζήσει άλλο έτσι. Ήταν θέμα χρόνου να πεθάνει και θα πέθαινε βασανισμένη. Γι’ αυτό της έβαλα σελοτέιπ, αυτό το φαρδύ, στο στόμα και στη μύτη και έσβησε ήσυχα σε πέντε λεπτά. Της έκλεινα τα μάτια στην αρχή και εκείνη τα άνοιγε και με κοιτούσε, ώσπου τα κράτησε κλειστά και “έφυγε”. Μετά μάζεψα τα ρούχα της για να τα πετάξω, γιατί δεν άντεχα να τα βλέπω. Δεν άντεχα να βλέπω και τη μαμά μου πεθαμένη στο σπίτι. Μπορείς να βλέπεις τη μαμά σου πεθαμένη στο σπίτι σου; Γι’ αυτό την έβγαλα από το σπίτι. Τη σκέπασα προηγουμένως με ένα χειμωνιάτικο μάλλινο κιλίμι δικό της. Δεν μπορώ να σας πω κάτι άλλο. Είμαι σε πολύ άσχημη κατάσταση, το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι δεν ήθελα να φύγει η μαμά μου. Τη λάτρευα, μόνο να ελευθερωθεί ήθελα. Δεν είχε άλλη ζωή μέσα της, βασανιζόταν».