Γερμανικές εκλογές 2017: Με το βλέμμα στραμμένο στις μετεκλογικές συνεργασίες
Συμμετοχή στον κυβερνητικό συνασπισμό ή αντιπολίτευση στην κυβέρνηση; Τα γερμανικά κόμματα μπορούν να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες: τα μεγάλα κόμματα των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), τα μικρότερα που θα καθορίσουν αν θα μπορέσει να σχηματιστεί κυβέρνηση πλειοψηφίας και τους αντιρρησίες συνείδησης.
Οι μεγάλες δυνάμεις: Στόχος η καγκελαρίαΜετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε όλες τις κυβερνήσεις της δυτικής Γερμανίας και στη συνέχεια της ενωμένης Γερμανίας συμμετείχε ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα: το CDU και οι Βαυαροί σύμμαχοί τους οι Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) ή το SPD.
Τα δύο αυτά κόμματα έχουν συμμετάσχει μαζί και σε τρεις «μεγάλους συνασπισμούς», δύο εκ των οποίων υπό την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, το 2005 και 2013.
Οι συντηρητικοί της Μέρκελ εμφανίζονται να είναι μπροστά στις δημοσκοπήσεις και φαίνεται πως θα διατηρήσουν την καγκελαρία με μια πολιτική γραμμή τοποθετημένη περισσότερο στο κέντρο, όμως θα χρειαστούν έναν ή δύο εταίρους για τον σχηματισμό κυβέρνησης πλειοψηφίας.
Το SPD θα μπορούσε λοιπόν να αποφασίσει μετά τις 24 Σεπτεμβρίου είτε να συμμετάσχει εκ νέου σε έναν μεγάλο συνασπισμό ή να βρεθεί στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ο Τίμο Λοχότσκι, πολιτικός αναλυτής στο German Marshall Fund, εκτιμά ότι ίσως «να κάνει καλό στους Σοσιαλδημοκράτες να περάσουν λίγο καιρό στην αντιπολίτευση». Διότι το πιο παλιό κόμμα της Γερμανίας περνά μια στρατηγική κρίση, αλλά και μια κρίση ταυτότητας: επειδή συμμετείχε στον κυβερνητικό συνασπισμό, οι πολίτες δεν το ακούν όταν επικρίνει τη Μέρκελ.
Από την άλλη οι Σοσιαλδημοκράτες έχασαν ένα μέρος της λαϊκής βάσης τους, προχωρώντας το 2003 και το 2005 στη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας και των κοινωνικών επιδομάτων.
Φιλελεύθεροι και Πράσινοι: Στόχος η συμμετοχή στην κυβέρνηση
Εδώ και καιρό οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) θεωρούνται το κόμμα που μπορεί να φτιάχνει και να ρίχνει κυβερνητικούς συνασπισμούς. Ωστόσο το 2013 υπέστησαν μεγάλη ήττα συγκεντρώνοντας μόλις το 4,3%, γεγονός που τους εμπόδισε να εισέλθουν στη Μπούντεσταγκ. Η επιστροφή τους στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο θα αποτελέσει νίκη για τη νέα ηγεσία του κόμματος και θα τους καταστήσει ικανούς να συμμετάσχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό.
Οι Πράσινοι, που συμμετείχαν από το 1998 ως το 2005 στον κυβερνητικό συνασπισμό με το SPD, πρέπει να ξεκαθαρίσουν τη θέση τους: επιθυμούν να συμμετάσχουν σε κυβερνητικό συνασπισμό με το CDU και το FDP, σε μια άνευ προηγουμένου συμμαχία σε ομοσπονδιακό επίπεδο ή θα μείνουν στην αντιπολίτευση;
Με το σταδιακό κλείσιμο των πυρηνικών σταθμών της Γερμανίας, που αποφασίστηκε το 2011, και την υιοθέτηση του γάμου μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου φέτος, οι Πράσινοι έχουν χάσει δύο από τα βασικά ζητήματα με τα οποία απευθύνονταν στους Γερμανούς και τώρα πρέπει να επαναδιατυπώσουν τις θέσεις τους και να βρουν νέα ταυτότητα.
AfD και Die Linke: Παραμένουν στην αντιπολίτευση
Το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) δημιουργήθηκε το 2013 υιοθετώντας έναν λαϊκιστικό και αντιμεταναστευτικό χαρακτήρα. Στις δημοσκοπήσεις φαίνεται να συγκεντρώνει το 8% της πρόθεσης ψήφου και να εισέρχεται στη Μπούντεσταγκ, ωστόσο το ποσοστό αυτό είναι πολύ μικρότερο από το 15-16% που συγκέντρωνε το 2015, όταν ήταν στο απόγειό της η προσφυγική κρίση.
Από την πλευρά του το αριστερό Die Linke, που σχηματίστηκε το 2007 από πρώην κομμουνιστές της Ανατολικής Γερμανίας και απογοητευμένους του SPD, συμμετέχει σε κυβερνητικούς συνασπισμούς σε αρκετά περιφερειακά κοινοβούλια, μεταξύ των οποίων και του Βερολίνου. Ωστόσο η συμμετοχή του σε μια κυβέρνηση υπό το SPD σε ομοσπονδιακό επίπεδο δεν φαίνεται προς το παρόν πιθανή.
Στο επίκεντρο οι ηλικιωμένοι
Στη Γερμανία, το εκλογικό βάρος των ηλικιωμένων δεν ήταν ποτέ τόσο σημαντικό όσο στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου, ενισχύοντας τους φόβους ότι η χώρα θυσιάζει το μέλλον χάριν μιας ορισμένης αδράνειας.
Κατά τη μεγάλη τηλεμαχία τους στις αρχές Σεπτεμβρίου, η συντηρητική Άνγκελα Μέρκελ και ο σοσιαλδημοκράτης αντίπαλός της Μάρτιν Σουλτς δεσμεύτηκαν ότι δεν θα αυξήσουν ποτέ το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης στα 70 έτη, προοπτική η οποία ωστόσο εκτιμάται ως αναπόδραστη από τους ειδικούς.
Όμως κανείς από τους δύο δεν βρήκε τον χρόνο να σταθεί στην εκπαίδευση ή στην ψηφιακή πολιτική, αδύνατα σημεία της χώρας, ή ακόμη στην αύξηση του κινδύνου παιδικής φτώχειας στην πρώτη οικονομία στην Ευρώπη, η οποία ωστόσο βρίσκεται σε πλήρη οικονομική ανάπτυξη.
Ήταν κάτι αναμενόμενο σε μια εκστρατεία που κύριο μέλημά της ήταν να καθησυχάσει, ιδιαίτερα τους πιο ηλικιωμένους, εκτιμά ο ιστορικός Βόλφγκανγκ Γκρούντιγκερ, εκπρόσωπος, επίσης, ενός ιδρύματος για την προάσπιση των δικαιωμάτων των νέων γενεών.
«Υπάρχουν πολλοί τομείς στην πολιτική όπου το θέμα είναι να μην αλλάξει τίποτα, σαν να βάζαμε τη Γερμανία σε μία γυάλα για να διατηρήσουμε το παρόν για πάντα ενώ θα εξοικονομούμε από το μέλλον», λέει.
Δημοκρατία των συνταξιούχων;
Όσο οι εκλογείς γερνάνε τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος για μια πολιτική κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των ηλικιωμένων, η φωνή των οποίων γίνεται αποφασιστική. Και ψηφίζουν κατά προτίμηση τα δύο μεγάλα κόμματα, την CDU και το SPD, και τους φιλελεύθερους FDP, σύμφωνα με το οικονομικό ινστιτούτο DIW.
«Το να γερνάς, είναι πολύ καλό πράγμα. Όμως φυσικά, αυτό έχει επιπτώσεις στη δημοκρατία», λέει ο 33χρονος ερευνητής.
Η εξουσία θα βρίσκει πάντα πόρους για να κλείνει τον προϋπολογισμό για τις συντάξεις. Ενώ αλλού κάνει περικοπές.
Σε μια έρευνα που δημοσιοποιήθηκε στα τέλη Αυγούστου, η Eurostat αποκάλυψε πως η Γερμανία επένδυσε μόνο το 4,2% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) της στην παιδεία το 2015, κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (4,9%). Η Γαλλία, αν και με δημοσιονομικό έλλειμμα, τα καταφέρνει καλύτερα (5,5%).
Ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας Ρόμαν Χέρτσογκ, ο οποίος πέθανε τον Ιανουάριο, είχε προειδοποιήσει ήδη από το 2008 για το φάσμα μιας «δημοκρατίας των συνταξιούχων» που λεηλατεί τη νεολαία της. Με τις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου, η διαμάχη επανήλθε στο προσκήνιο.
Διότι οι άνω των 60 ετών θα είναι, με ποσοστό 36,1%, η μεγαλύτερη εκλογική ομάδα, για πρώτη φορά στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, αποκαλύπτει μια έρευνα της GDV, της γερμανικής Ομοσπονδίας Ασφαλιστικών Εταιριών. Οι εκλογείς ηλικίας κάτω των 40 ετών αποτελούν λιγότερο από το ένα τρίτο (29,3%).
Υποχώρηση των γεννήσεων και αύξηση του προσδόκιμου ζωής εξηγούν αυτή την αντιστροφή του ισοζυγίου δυνάμεων μετά την επανένωση της Γερμανίας. Η διαφορά πρόκειται να μεγαλώσει περαιτέρω όταν οι μπέιμπι-μπούμερς --όσοι γεννήθηκαν αμέσως μετά το τέλος του Β? παγκοσμίου Πολέμου-- αρχίσουν να βγαίνουν μαζικά στη σύνταξη από το 2020.
Ευθύνονται οι μεγαλύτεροι;
Στον Έρβιν Μπέντερ, έναν καινούριο συνταξιούχο ηλικίας 67 ετών, δεν αρέσει αυτή τη διαμάχη που καταλήγει, όπως υποστηρίζει, να βάζει στο εδώλιο του κατηγορουμένου τους ηλικιωμένους. «Αυτό γίνεται πάντα, όταν κάτι δεν λειτουργεί κάπου. Λένε: ποιος είναι υπεύθυνος; Αυτός είναι».
Ο πρώην δημόσιος υπάλληλος είναι πρόεδρος μιας αντιπροσωπείας ηλικιωμένων του δήμου του Νόικελν, στον οποίο ανήκουν πολλές συνοικίες του νότιου Βερολίνου, όπως το Μπούκοβ, όπου, στους δρόμους, τα πι είναι περισσότερα από τα καροτσάκια.
«Βέβαια οι ηλικιωμένοι έχουν τα δικά τους ειδικά προβλήματα», λέει, αλλά επισημαίνει πως οι ηλικιωμένοι ανησυχούν για την αύξηση των ενοικίων τόσο όσο και οι μόνες μητέρες.
Ο μαρασμός των σχολείων, που γίνεται συχνά πρωτοσέλιδος στον τοπικό Τύπο, η απελπισία των γονέων απέναντι στην έλλειψη βρεφονηπιακών σταθμών, βαραίνουν επίσης στην ψήφο τους.
«Αυτό που είναι σημαντικό για τα εγγόνια μας είναι σίγουρα εξίσου σημαντικό για εμάς», δηλώνει ο Βέρνερ Έλχολτς, ένας συνταξιούχος μηχανικός, 73 ετών.
Όσον αφορά τις εκλογικές υποσχέσεις που απευθύνονται στους πιο ηλικιωμένους, ορισμένοι δεν τις πιστεύουν καθόλου έτσι κι αλλιώς. «Πριν από τις εκλογές, λένε ναι, και μετά ξεχνούν», λέει η Χέλγκα Σουλτς, 79 ετών.
Για αυτούς τους συνταξιούχους, οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να διασφαλίσουν την κοινωνική συνοχή και αυτό περνάει μέσα από μια δίκαιη μεταχείριση των γενεών. Μια λύση θα ήταν να επιτραπεί στους κάτω των 18 ετών να ψηφίζουν, περιλαμβανομένων και των νέων παιδιών «αν αισθάνονται έτοιμα», λέει ο Βόλφγκανγκ Γκρέντιγκερ.
Για το θέμα αυτό, η Άνγκελα Μέρκελ, σε καλό δρόμο για να εξασφαλίσει άλλη μία τετραετία στην καγκελαρία, ξεκαθάρισε ήδη: η απάντηση είναι «Όχι».
Οι Γερμανοί τουρκικής καταγωγής
Η πλειονότητα των τουρκικής καταγωγής Γερμανών πολιτών δηλώνει πως θα ψηφίσει τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU) της καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ, τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) και τους Πράσινους στις επερχόμενες εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου στη Γερμανία, παρακούοντας τις παραινέσεις του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να μην το πράξουν, προκύπτει από έρευνα του ιδρύματος TAVAK για την Ευρώπη, που δημοσιεύεται στη Χουριέτ.
Η έρευνα, που διενεργήθηκε σε επτά πόλεις με δείγμα 1.072 Γερμανούς πολίτες τουρκικής καταγωγής, αποφαίνεται πως το 64% εξ αυτών θα ψήφιζε κόμματα που έχουν χαρακτηρισθεί «εχθροί της Τουρκίας» από τον Ερντογάν.
Σύμφωνα με το TAVAK, το 45% θα ψήφιζε Σοσιαλδημοκράτες, το 12% το κόμμα της Μέρκελ και το 7% τους Πράσινους.
Ο πρόεδρος του ιδρύματος καθηγητής Φαρούκ Σεν τόνισε πως το 65% των Γερμανών τουρκικής καταγωγής ψήφισαν στις τουρκικές εκλογές το κόμμα ΑΚΡ του Ερντογάν, όμως η πλειονότητά τους δηλώνει ότι δεν θα υπακούσει τις προτροπές του Τούρκου προέδρου να μην ψηφίσουν γερμανικά κόμματα.
«Υπάρχει ένα εκατ. Τούρκοι ψηφοφόροι που πρόκειται να ψηφίσουν. Καλώ τους Τούρκους ψηφοφόρους να δώσουν ένα απαραίτητο μάθημα στα κόμματα που τάσσονται κατά της Τουρκίας», είχε δηλώσει πρόσφατα ο Ερντογάν.
Από την ίδια έρευνα προκύπτει πως η πρόθεση ψήφων των τουρκικής καταγωγής Γερμανών πολιτών είναι χαμηλή, μόλις στο 44%. Το 38% δήλωσε πως δεν θα ψηφίσει, ενώ το 18% δηλώνει αναποφάσιστο.
Στη Γερμανία ζουν περίπου 3.200.000 Τούρκοι, από τους οποίους οι 1.470.000 έχουν γερμανική υπηκοότητα. Στην πλειοψηφία τους, οι Τούρκοι της Γερμανίας έχουν την τάση να ψηφίζουν συντηρητικά κόμματα στην Τουρκία, όμως προτιμούν τα προοδευτικά κόμματα στις γερμανικές εκλογές.