ΚΟΣΜΟΣ

Γερμανία: Τρομακτικός ο απολογισμός των θυμάτων του «νοσηλευτή-δολοφόνου»

Γερμανία: Τρομακτικός ο απολογισμός των θυμάτων του «νοσηλευτή-δολοφόνου»
Η δίκη του υπόπτου/Φωτογραφία Αρχείου Twitter/@rberet

Στην πλέον αιματηρή υπόθεση κατά συρροή δολοφονιών εξελίσσεται η έρευνα για τον Γερμανό νοσηλευτή Νιλς Χέγκελ, ο οποίος, σύμφωνα με τις Αρχές, σκότωσε τουλάχιστον 90 ασθενείς. Οι πληροφορίες αναφέρουν πως ο τελικός απολογισμός των νεκρών ίσως να είναι και διπλάσιος.

Έπειτα από «134 εκταφές και πολλές εκατοντάδες μαρτυρίες, μπορούμε να αποδείξουμε τουλάχιστον 90 φόνους και υπάρχουν τουλάχιστον άλλοι τόσοι τους οποίους δεν μπορούμε να αποδείξουμε», δήλωσε μιλώντας στους δημοσιογράφους ο επικεφαλής της έρευνας Άρνε Σμιτ.

«Αυτός ο αριθμός είναι εξαιρετικός, μοναδικός στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας» της Γερμανίας, πρόσθεσε, όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, ανακοινώνοντας πως η ειδική ερευνητική επιτροπή που είχε αναλάβει την υπόθεση ολοκλήρωσε πλέον την εργασία της.

«Αυτό που μπορέσαμε να διαπιστώσουμε είναι τρομακτικό, υπερβαίνει οτιδήποτε μπορούσαμε να φανταστούμε», πρόσθεσε ο Γιόχαν Κίμε, επικεφαλής της αστυνομίας του Όλντενμπουργκ, στη βόρεια Γερμανία.

Εν γένει ο Νιλς Χέγκελ σκότωνε ασθενείς κάνοντάς τους ενέσεις με υπερβολικές δόσεις φαρμάκων ενώ βρίσκονταν σε ανάνηψη. Δεν είχε «προτιμήσεις» σε ηλικία ή σε φύλο όσον αφορά τα θύματά του, αν και «προτιμούσε ασθενείς που βρίσκονταν σε πολύ κρίσιμη κατάσταση», δήλωσε ο Σμιτ.

Ο νοσηλευτής είχε καταδικασθεί το 2015 σε ισόβια για δύο φόνους και τέσσερις απόπειρες που κατέληξαν στον θάνατο των ασθενών. Σ' αυτές τις έξι υποθέσεις, οι ερευνητές ανακοίνωσαν σήμερα ότι πρόσθεσαν 84 νέες περιπτώσεις, ανεβάζοντας συνεπώς σε 90 το σύνολο των θανάτων που αποδίδονται στον Χέγκελ, ο οποίος είναι σήμερα ηλικίας 41 ετών.

Τον Ιούνιο 2016, σε έναν προηγούμενο απολογισμό, οι ερευνητές είχαν διαπιστώσει την ευθύνη του νοσηλευτή σε 33 θανάτους.

Η έρευνα είχε επαναληφθεί τον Ιανουάριο 2014 επειδή ο ενδιαφερόμενος είχε παραδεχθεί σε έναν συγκρατούμενό του γύρω στις 50 ανθρωποκτονίες. Στη συνέχεια θα πει σ' έναν ψυχίατρο πως έχει διαπράξει μια τριανταριά φόνους και μια εξηνταριά απόπειρες.

Η υπόθεση αυτή αφορά επίσης δυσλειτουργίες στις δύο κλινικές στις οποίες είχε εργασθεί ο νοσηλευτής. Αν και οι θάνατοι ασθενών λάμβαναν χώρα συχνότερα όταν είχε υπηρεσία ο Νιλς Χέγκελ, κανένας εσωτερικός μηχανισμός δεν σήμανε συναγερμό.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, «κανένας δεν ήθελε να αναλάβει τις ευθύνες του». Οι κλινικές του Ντέλμενχορστ και του Όλντενμπουργκ αποτελούν πλέον στόχο έρευνας για να αποδοθούν οι ευθύνες επειδή «οι φόνοι θα μπορούσαν να είχαν εμποδισθεί», δήλωσε ο επικεφαλής της αστυνομίας του Όλντενμπουργκ.

Ο Χέγκελ επικαλέστηκε ως κίνητρό του την «ανία»

Η υπόθεση είχε έρθει στο φως για πρώτη φορά το 2005, όταν ο νοσηλευτής είχε συλληφθεί από έναν συνάδελφό του την ώρα που έκανε μια ένεση, η οποία δεν είχε συνταγογραφηθεί, σε έναν ασθενή στην κλινική του Ντέλμενχορστ, κάτι που του είχε στοιχίσει το 2008 την πρώτη καταδίκη του για απόπειρα φόνου.

Μετά τη δημοσιοποίηση αυτής της πρώτης περίπτωσης, μια γυναίκα είχε εκφράσει αμφιβολίες όσον αφορά τον θάνατο της μητέρας της. Έγιναν πολλές εκταφές και οι ερευνητές είχαν βρει ίχνη ύποπτων ουσιών σε πέντε σορούς, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι στις τρεις περιπτώσεις είχαν γίνει θανατηφόρες ενέσεις και στις δύο άλλες οι ενέσεις ήταν «πιθανή αιτία» του θανάτου.

Ο Νιλς Χέγκελ εξήγησε από την πλευρά του πως έκανε αυτές τις ενέσεις για να φέρει τους ασθενείς στα πρόθυρα του θανάτου ώστε να επιδείξει την ικανότητά του να τους επαναφέρει στη ζωή. Το μοναδικό κίνητρο που επικαλέστηκε ήταν «η ανία».

Ωστόσο έπειτα από 12 χρόνια έρευνας, ο οριστικός κατάλογος και ο αριθμός των θυμάτων του αναμφίβολα δεν θα μπορέσει ποτέ να καταρτισθεί. «Ποιος ξέρει πόσα εγκλήματα θα καταστεί ακόμη δυνατό να τεκμηριωθούν;», παραδέχθηκε ο εισαγγελέας του Όλντενμπουργκ Τόμας Ζάντερ.

«Ο ύποπτος δεν καταφέρνει να θυμηθεί κάθε περίπτωση. Όμως σε περισσότερες από 30 περιπτώσεις, θυμόταν συγκεκριμένα ασθενείς και τη συμπεριφορά του», διευκρίνισε η επικεφαλής της εισαγγελίας της πόλης αυτής Ντανιέλα Σίρεκ-Μπόλεμαν.