Οι ξεχασμένες γυναίκες-νομάδες του Ιράν
Έχουν μάθει από πολύ νωρίς να τα βγάζουν πέρα μόνες τους, καθώς οι άνδρες τους τις άφηναν μόνες τους για μήνες προκειμένου να αγωνισθούν στο πλευρό των στρατευμάτων του Σάχη. Σε σχέση με τις άλλες γυναίκες στο Ιράν ξέρουν να χειρίζονται τα όπλα και κυρίως....δεν φοράνε τσαντόρ, αλλά πολύχρωμες παραδοσιακές φορεσιές.
Ζουν μαζί με τους άνδρες και εάν οι συμπατριώτισσές τους στις πόλεις δεν έχουν το δικαίωμα να οδηγήσουν ποδήλατο, αυτές καβαλάνε άλογα μακριά από την Αστυνομία των Ηθών και τους ιεροεξεταστές μουλάδες της. Οι γυναίκες αυτές απολαμβάνουν μία άνευ προηγουμένη αυτονομία στο Ιράν. Ωστόσο η επιβίωση αυτών αλλά και των ανδρών τους βρίσκεται σε κίνδυνο.
Για τις δύο κυρίαρχες φυλές του Ιράν, τους Μπαχτιάρ και τους Κασκάι, οι οποίες πραγματοποιούν κάθε χρόνο το ίδιο μακρύ ταξίδι με τα κοπάδια των προβάτων τους από τα λιβάδια βόρεια του Σιράζ έως τα κοντινά εδάφη του Περσικού Κόλπου, τίποτα δεν δείχνει να έχει αλλάξει από τον ενδέκατο αιώνα, εποχή που καταγράφηκε η ζωή τους από τον ποιητή Αμπουλκασέμ Φερντόσι, στο ιρανικό έπος Σαχναμέ (Βιβλίο των Βασιλέων).
Η περσική λέξη για τους νομάδες είναι «Ashayer». Με τη λέξη αυτή περιγράφονται οι άνυδρες έρημοι, τα βουνά που νομίζεις ότι θα αγγίξουν τον ουρανό και τα σμιλεμένα πρόσωπα βγαλμένα λες από αμνημονεύτων χρόνων. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν οι ήρωες της συνταγματικής επανάστασης του 1905, μεταδίδει το αθηναϊκό πρακτορείο. Αντιμετώπισαν το βρετανικό στρατό στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πολέμησαν εναντίον των Ρώσων και αντιστάθηκαν στις επιθέσεις της ιρανικής κυβέρνησης.
Πριν από μισό περίπου αιώνα, οι νομάδες αποτελούσαν το μισό περίπου του ιρανικού πληθυσμού. Σήμερα δεν είναι περισσότεροι από 1,5 εκατ.ψυχές οι οποίες προσπαθούν να αντισταθούν στις πολιτικές της μόνιμης εγκατάστασης στην πόλη και στο δέλεαρ του εκσυγχρονισμού.
Οι νομάδες του Ιράν ακόμα και σήμερα ζουν μία πρωτόγνωρη για τα δυτικά πρότυπα ζωή, η οποία μόλις και μετά βίας «αναστατώνεται» από κάποιες παραχωρήσεις στον μοντέρνο τρόπο ζωής.
Πλέον, ο χτύπος του κινητού σπάει μερικές φορές τη σιωπή των βουνών και το φορτηγό αντικαθιστά όλο και περισσότερο τα γαϊδούρια και τα άλογα στους ανώμαλους δρόμους που διασχίζουν τα κοπάδια. Όμως η εποχική μετακίνηση των κοπαδιών παραμένει μία δοκιμασία για τα σώματα: να στήνεις σκηνή κάθε βράδυ σε διαφορετικό μέρος, να κόβεις ξύλα, να φέρνεις νερό, να κρατάς σκοπιά το βράδυ για τους ζωοκλέφτες...
Σε αυτήν την άγρια εποποιία δεν υπάρχει μέρος για τρυφερότητα και όταν αυτή εκδηλώνεται.... ο φακός πρέπει να είναι εκεί για να την απαθανατίσει. Γιατί είναι εικόνες σπάνιες και μοναδικές. Όπως όταν ο μαυρογένης Χοσεϊνί παίρνει στην αγκαλιά του την αγαπημένη του κόρη. Ερωτευμένος με αυτά τα βουνά στα οποία πριν από αυτόν γεννήθηκαν ο πατέρας του και ο παππούς του, ο αρχηγός της φυλής των Μπαχτιάρ δεν υπολογίζει άλλη ύπαρξη εκτός απ΄τη δική του.
«Εάν κάποιος δικός μου θελήσει να αποκτήσει μόνιμη κατοικία, θα τον πνίξω», λέει αστειευόμενος. Η γυναίκα του Ζόχρα υποφέρει από πέτρες στα νεφρά και τενοντίτιδα στον ώμο. Για τον σύζυγό της, οι γιατροί δεν αποτελούν ποτέ λύση στο πρόβλημά της. Έτσι η Ζόχρα συνεχίζει με το κατεστραμμένο της σώμα να κάνει τις δουλειές της, το μυαλό της όμως φεύγει συχνά σε όνειρα με ανείπωτες ανέσεις.
«Δύσκολο; Αλλά τι σημαίνει δύσκολο; Τι σημαίνει πόνος; Τίποτα δεν είναι δύσκολο. Το κάνεις, και αυτό είναι όλο», λέει η Μασουμέ μισο-θυμωμένη, μισο-έκπληκτη στο ενδεχόμενο να αλλάξει τις συνθήκες της ζωής της. Μαντίλα στο κεφάλι και τουφέκι στον ώμο, η ηλικιωμένη γυναίκα συνεχίζει τον δρόμο της ελεύθερη και χωρίς ενδοιασμό.
Από νεαρή ηλικία, τα παιδιά μαθαίνουν να αντιμετωπίζουν τη σκληρότητα της καθημερινής ζωής. Ο 8χρονος Μαχσάν έχει δύναμη διπλάσια από έναν συνομήλικό του που ζει στην πόλη. Έξι μήνες το χρόνο, τα παιδιά μαθαίνουν να διαβάζουν και να γράφουν σε ένα «σχολείο- σκηνή» μαζί με μια ντουζίνα άλλους μικρούς νομάδες. Όμως κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο δύσκολο να βρεθούν εκπαιδευτικοί πρόθυμοι να ταξιδέψουν, ενώ δεν προβλέπεται καμία εκπαίδευση στα βουνά αυτά μόλις τα παιδιά ξεπεράσουν το 10ο έτος της ηλικίας τους. Έτσι, αρκετοί νέοι στέλνονται στα σχολεία της πόλης όπου συχνά επιλέγουν να παραμείνουν εκεί μόλις ολοκληρώσουν τις σπουδές τους, εντελώς αποκομμένοι πλέον από τη νομαδική ζωή. Για τον 20χρονο Σαζάντ τα βουνά είναι πλέον συνώνυμα των διακοπών, καθώς επισκέπτεται τη φυλή του μία ή δύο φορές τον χρόνο. Ζει στη Φιρουζαμπάντ, στα νοτιοδυτικά της χώρας, και εργάζεται σε ένα εργοστάσιο πλαστικών. Ο νεαρός άνδρας εκμυστηρεύεται ότι δεν αποκάλυψε ποτέ στους φίλους του στην πόλη ότι οι γονείς του είναι νομάδες.
Η νέα γενιά γυρίζει όλο και περισσότερο την πλάτη σε αυτόν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, συχνά περιφρονημένο από την ιρανική κοινωνία. Η 19χρονη Χάβα, μητέρα δύο παιδιών, πέρασε μεγάλο διάστημα στη σκηνή της θάβοντας τα όνειρά της για μία ζωή στον «πολιτισμό» πριν δοκιμάσει την τύχη της στη πόλη. Μετά όμως από μερικούς μήνες, αποκαρδιωμένη από τη μιζέρια και την φτώχεια, αναγκάσθηκε να γυρίσει πίσω.
«Μισούμε αυτήν τη ζωή, δεν έχουμε όμως άλλη επιλογή. Είναι το σκοτεινό βάρος που κουβαλάμε από τη γέννησή μας», λέει
Από την άλλη, τα αγόρια της φυλής Μπαχτιάρ έχουν ένα μόνο όνειρο: να παντρευτούν μία κοπέλα από την πόλη. Αυτή είναι η μοναδική διέξοδος από το πεπρωμένο τους. Η μεγάλη έξοδος των ομάδων προς τις πόλεις ξεκίνησε τη δεκαετία του '60. Αυτό όμως δεν αποτελεί πάντα τον Παράδεισο. Αρκετοί νομάδες καταφέρουν να βρουν μια θέση εργασίας και βυθίζονται σε μία καταναλωτική κοινωνία: μεγάλες τηλεοράσεις, ωραία αυτοκίνητα, ενώ τα παιδιά τους γίνονται παχύσαρκα, καθώς διατρέφονται με προϊόντα fast food. Για πολλούς όμως η αναζήτηση της τύχης στην πόλη γίνεται εφιάλτης. Χωρίς δουλειά ο Αχμάντ αντιμετωπίζει την κατάθλιψη με όπιο και ανέχεται τις μομφές του γιου του. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, το Ιράν σήμερα έχει τον μεγαλύτερο πληθυσμό ηρωϊνομανών και οπιομανών στον κόσμο, ο οποίος εκτιμάται μεταξύ 5-6 εκατ. ανθρώπων. Συμπεριλαμβανομένων πολλών νομάδων που ζουν στις πόλεις και αποσταθεροποιήθηκαν από την ανασφάλεια της αστικής ζωής.