Νέο δόγμα Τραμπ για τις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας
Αναταράξεις προκαλούν δηλώσεις του εκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, αναφορικά με την Ταϊβάν, που έρχονται σε αντίθεση με την αμερικανική εξωτερική πολιτική, των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών, έναντι του Πεκίνου.
«Δεν είναι απαραίτητο οι ΗΠΑ να παραμείνουν προσκολλημένες στην παραδοσιακή θέση της αμερικανικής διπλωματίας, σύμφωνα με την οποία η Ταϊβάν είναι τμήμα της "μιας Κίνας"», ανέφερε ο Ντόναλντ Τραμπ μιλώντας στην εκπομπή «Fox News Sunday» και πρόσθεσε:
Καταλαβαίνω πλήρως την πολιτική της "μίας Κίνας", αλλά δεν βλέπω το λόγο για τον οποίο θα πρέπει να μας δεσμεύει, εκτός κι αν καταλήξουμε σε συμφωνία για άλλα θέματα, μεταξύ αυτών και το εμπόριο.
Την αρχή της «μίας Κίνας», επιβάλλει το Πεκίνο σε κάθε χώρα που διατηρεί μαζί της διπλωματικές σχέσεις. Η εφαρμογή της αρχής αυτής αποτελεί εμπόδιο για οποιαδήποτε επίσημη αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν, η οποία είναι χωρισμένη από την ηπειρωτική Κίνα από το 1949 και έκτοτε το Πεκίνο επιδιώκει την επανένωση με την υπόλοιπη Κίνα.
Ο Τραμπ σχεδιάζει να τοποθετήσει ως πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Κίνα, έναν παραδοσιακό φίλο του Πεκίνου, τον Τέρι Μπράνσταντ, κυβερνήτη της Αϊόβα.
Για την δεύτερη θέση στην ιεραρχία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ η ομάδα του Τραμπ εξετάζει την υποψηφιότητα του Τζον Μπόλτον, πρώην αξιωματούχου της κυβέρνησης Μπους, ο οποίος τάσσεται υπέρ της υιοθέτησης μιας πιο σκληρής γραμμής από τις ΗΠΑ έναντι της Κίνας.
Σε άρθρο του, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «The Wall Street Journal», ο Μπόλτον είχε υποστηρίξει ότι ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ θα πρέπει να κάνει πιο γενναία βήματα προκειμένου να αντιμετωπίσει την επιθετικότητα της Κίνας στη Νότια Σινική Θάλασσα.
Σύμφωνα με την άποψη του Μπόλτον, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να εφαρμόσει μια τακτική «διπλωματικής κλιμάκωσης» της έντασης στις σχέσεις της με το Πεκίνο. Η τακτική αυτή θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί με την υποδοχή διπλωματών από την Ταϊβάν στο αμερικανικό ΥΠΕΞ και να οδηγήσει στην αποκατάσταση της πλήρους διπλωματικής αναγνώρισης από τις ΗΠΑ.
(Πηγή: . REUTERS/Lucas Jackson/File Photo)
Στο σημείο αυτό, ο Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται να εφαρμόζει πρακτικά τις απόψεις του Τζον Μπόλτον αξιοποιώντας μία τακτική διπλωματικής κλιμάκωσης των διμερών σχέσεων και προσβλέποντας στη διεξαγωγή διμερών διαπραγματεύσεων με την Κίνα προκειμένου να επαναπροσδιοριστεί το μελλοντικό πλαίσιο σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας.
Η απάντηση της Κίνας
Η Κίνα δηλώνει «εξαιρετικά ανήσυχη» από τις δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ. Ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών Τζενγκ Σουάνγκ, υπογράμμισε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου ότι «εάν η Ουάσινγκτον παραβιάσει τη δέσμευσή της, «δεν θα τίθεται πλέον θέμα υγιούς και κανονικής ανάπτυξης των σινο-αμερικανικών σχέσεων, ούτε διμερούς συνεργασίας σε σημαντικούς τομείς».
«Το θέμα της Ταϊβάν αφορά την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Κίνας. Συνδέεται με τα θεμελιώδη συμφέροντα της Κίνας. Ο σεβασμός της αρχής της μοναδικής Κίνας αποτελεί το θεμέλιο της ανάπτυξης των σινο-αμερικανικών σχέσεων», υπενθύμισε ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών.
Το “The Global Times” που εκδίδεται από την εφημερίδα “People's Daily” του κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, χαρακτήρισε τον Τραμπ «αγαθό σαν παιδί στα ζητήματα διπλωματίας» τονίζοντας ότι η πολιτική της «μιας Κίνας» δεν μπορεί «ούτε να αγοραστεί, αλλά ούτε και να πωληθεί».
«Όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, η Κίνα θα υλοποιήσει μια σειρά αποφασιστικών πολιτικών σχετικά με την Ταϊβάν. Θα αποδείξουμε ότι οι ΗΠΑ δεν στάθηκαν ικανές να κυριαρχήσουν στο Στενό της Ταϊβάν, ενώ η επιθυμία του Τραμπ να πωλήσει την πολιτική της “μιας Κίνας” έναντι της εξυπηρέτησης εμπορικών συμφερόντων, είναι μια παιδική παρότρυνση», ανέφερε χαρακτηριστικά η κινεζική εφημερίδα.
Από την πλευρά του ο Ουάνγκ Ουιγουέι, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο πανεπιστήμιο (Renmin University), τόνισε ότι ο Τραμπ θα προφανώς θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει το ζήτημα της Ταϊβάν, προκειμένου να επιτύχει μία ευνοϊκή συμφωνία με τις ΗΠΑ στα θέματα του διμερούς εμπορίου. «Επιδιώκει να επιτύχει την καλύτερη δυνατή εμπορική συμφωνία με την Κίνα, προκειμένου να προωθήσει την ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Ουιγουέι.
Από την άλλη μεριά, αρκετοί αναλυτές στις ΗΠΑ προειδοποιούν για τον κίνδυνο μεγάλης αντιπαράθεσης με την Κίνα, στην περίπτωση που η Ουάσιγκτον ασκήσει υπερβολικές πιέσεις στο ζήτημα της Ταϊβάν. «Η Κίνα είναι πιθανό ν' αφήσει το σύνολο των διμερών σχέσεων της με τις ΗΠΑ να επιδεινωθεί, προκειμένου να υποστηρίξει την αποφασιστικότητά της στην υπόθεση της Ταϊβάν», δήλωσε η Τζέσικα Τσεν Ουέις, αναπληρώτρια καθηγήτρια Κυβερνητικής Διοίκησης στο πανεπιστήμιο (Cornell University) με ειδίκευση και στον κινεζικό εθνικισμό.
«Όταν η απόφαση για τον τερματισμό μιας πολιτικής πρακτικής που εφαρμόστηκε για δεκαετίες υλοποιείται μέσω μιας ελάχιστης προειδοποίησης και χωρίς άμεση επικοινωνία, αυξάνει τις πιθανότητες παρεξηγήσεων και εσφαλμένων υπολογισμών, δημιουργώντας το κατάλληλο περιβάλλον για μία κρίση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας για την Ταϊβάν», εξηγεί η Τσεν Ουέις.
Ο Μάικ Γκριν, πρώην υψηλόβαθμος σύμβουλος στη διακυβέρνηση του Τζορτζ Μπους του νεότερου, δήλωσε ότι ο τερματισμός της πολιτικής της «μιας Κίνας» θα είναι ένα λάθος, καθώς θα προκαλέσει σοβαρές αναταράξεις στις διμερείς σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα, ενώ θα διαταράξει σοβαρά τη διμερή συνεργασία σε διεθνή θέματα, όπως αυτό, της Βόρειας Κορέας. Ωστόσο, ο Γκριν εκτιμά ότι ο Τραμπ δεν σκοπεύει να τραβήξει μακριά την υπόθεση αυτή, «εκτός από το να στείλει ένα μήνυμα προς το Πεκίνο ότι δεν δέχεται υποδείξεις για το χειρισμό ζητημάτων όπως, αυτό της Ταϊβάν».
«Ο πρόεδρος Ομπάμα ήταν προσαρμοστικός ανάλογα με τις θέσεις του Πεκίνου στις αρχές της προεδρίας του, ενώ άλλαξε στάση όταν η Κίνα άρχισε να προωθεί τις διεκδικήσεις της, στη Νότια Σινική Θάλασσα» τονίζει ο Γκριν.
Η συνομιλία Τραμπ με την πρόεδρο της Ταϊβάν
Στις 2 Δεκεμβρίου ο Ντόναλντ Τραμπ είχε τηλεφωνική επικοινωνία με την πρόεδρο της Ταϊβάν Τσάι Ινγκ-γουέν. Πρόκειται για την πρώτη επικοινωνία Αμερικανού προέδρου ή εκλεγμένου Αμερικανού προέδρου με ηγέτη της Ταϊβάν, από την εποχή που ο πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ άλλαξε το καθεστώς διπλωματικής αναγνώρισης το 1979. Μετά το χειρισμό του προέδρου Κάρτερ, η αμερικανική εξωτερική πολιτική θεωρεί την Ταϊβάν ως τμήμα της «μιας Κίνας».
Μετά την τηλεφωνική συνομιλία που είχε ο Τραμπ με την πρόεδρο της Ταϊβάν, αξιωματούχοι της κυβέρνησης του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα είχαν συνομιλίες με Κινέζους αξιωματούχους προκειμένου να διαβεβαιώσουν για τη συνέχιση της εφαρμογής της πολιτικής για τη «μία Κίνα» που έχει υιοθετήσει τις τελευταίες δεκαετίες, η Ουάσιγκτον. Παράλληλα, η αποχωρούσα αμερικανική δοίκηση, προειδοποίησε ότι η ανάδειξη του ζητήματος της Ταϊβάν, θα μπορούσε να υποβαθμίσει την πρόεδρο που έχει σημειωθεί στις διμερείς σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα.
Κατά τη συνέντευξή του στο «Fox News Sunday» ο Ντόναλντ Τραμπ τόνισε ότι δεν είναι δουλειά του Πεκίνου να αποφασίζει πότε ο ίδιος θα δεχτεί ένα τηλεφώνημα από την ηγέτη της Ταϊβάν.
«Δεν επιθυμώ η Κίνα να μου υπαγορεύει τι θα κάνω κι αυτό ήταν ένα τηλεφώνημα για μένα. Ήταν μια ευγενική τηλεφωνική συνομιλία. Σύντομο. Και γιατί κάποια άλλη χώρα να έχει λόγο στα ποια τηλεφωνήματα θα δέχομαι;» αναρωτήθηκε ο Τραμπ και συμπλήρωσε:
Η άρνησή μου να μιλήσω στο τηλέφωνο, νομίζω ότι θα ήταν αγένεια.