Η Ευρώπη φοβάται νέα κρίση στην Πορτογαλία
Μεγαλώνουν ξανά οι ανησυχίες για την πορεία της οικονομίας της Πορτογαλίας. Η χώρα κινδυνεύει πάλι να στραφεί προς τους Ευρωπαίους και την τρόικα για βοήθεια, αν δεν μπορέσει να ξεπεράσει τους σκοπέλους που απειλούν την οικονομική της δραστηριότητα.
Η οικονομία της Πορτογαλίας αναμένεται να αναπτυχθεί φέτος κατά 1%, ποσοστό πολύ μικρότερο από αυτό που ανέμεναν οι οικονομολόγοι. Αυτό αυξάνει τους φόβους για το χρέος της, το οποίο διαμορφώνεται κοντά στο 130% του ΑΕΠ και είναι από τα υψηλότερα στην ευρωζώνη. Οπως είχε ανακοινώσει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πριν από λίγες εβδομάδες, την ώρα που η Λισαβόνα προσπαθεί να αντιμετωπίσει το αυξημένο χρέος, μεγαλώνει ο κίνδυνος για μη αποπληρωμή των δανείων που έχει λάβει η Πορτογαλία. Με τον τρόπο αυτό η χώρα μένει πολύ ευάλωτη στις αλλαγές των τάσεων που επικρατούν στις διεθνείς αγορές, προειδοποίησε το Ταμείο. Αναλυτές έχουν χτυπήσει καμπανάκι και για τον τραπεζικό κλάδο της χώρας επειδή θεωρούν ότι παραμένει αρκετά εξασθενημένος.
Από την πλευρά της Γερμανίας εκφράζονται φόβοι ότι η χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής, στην οποία προχώρησε φέτος η Πορτογαλία, έχει αυξήσει σημαντικά τον κίνδυνο για την εκδήλωση νέας κρίσης και την ανάγκη χορήγησης νέας οικονομικής βοήθειας στη Λισαβόνα. Δεν είναι τυχαίο ότι σχετικό καμπανάκι έχει χτυπήσει ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Αν η Πορτογαλία αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις δεν θα δημιουργηθούν μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικά προβλήματα εν μέσω του Brexit και της ανόδου του λαϊκισμού σε όλη την Ευρώπη, καθώς πλησιάζουν εκλογές σε πολλές χώρες. Είναι ενδεικτικό ότι μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα υπήρχε ο κίνδυνος να υποβαθμιστεί η πιστοληπτική ικανότητα της Πορτογαλίας, κάτι που τελικά δεν έγινε. Μια υποβάθμιση από τον οίκο DBRS που φοβούνταν οι αγορές μπορεί να έβγαζε αυτόματα τη χώρα εκτός του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Τα επιτόκια των 10ετών κρατικών ομολόγων της Πορτογαλίας διαμορφώνονται στο 3,20% και βρίσκονται σε υψηλότερα επίπεδα από αυτά άλλων χωρών της ευρωζώνης.