ΚΟΣΜΟΣ

Ουγγαρία: Το δημοψήφισμα ενός Ευρωπαίου «δικτάτορα»

Ουγγαρία: Το δημοψήφισμα ενός Ευρωπαίου «δικτάτορα»
Ο Βούλγαρος πρωθυπουργός Μπόικο Μπορίσοφ (Boyko Borisov), ο Ούγγρος ομολόγος του Βίκτορ Όρμπαν και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ (Jean-Claude Juncker) ετοιμάζονται για την οικογενειακή φωτογραφία στην άτυπη σύνοδο κορυφής της Μπρατισλάβα, την πρώτη χωρίς βρετανική παρουσία, που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2016 REUTERS/Yves Herman

Στις αρχές του Σεπτεμβρίου του 2015, η γερμανίδα καγκελάριος έλαβε ένα τηλεφώνημα από το γραφείο του ούγγρου πρωθυπουργού στη Βουδαπέστη.

Ο Βίκτορ Όρμπαν (Viktor Orbán) προειδοποιούσε την Άνγκελα Μέρκελ (Angela Merkel) ότι η κατάσταση στα σύνορα είχε βγει εκτός ελέγχου. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι Γερμανία και Ουγγαρία πληρούσαν τις ευρωπαϊκές τους υποχρεώσεις και ότι η ροή των προσφύγων στα ουγγρικά σύνορα –δεδομένων των συνθηκών– συνιστούσε εξαίρεση.

Οι εικόνες που μετέδιδαν τα διεθνή μέσα από τις ουγγρικές πεδιάδες ήταν δραματικές. Η ουγγρική κυβέρνηση είχε κλείσει τον Ανατολικό Σταθμό (Keleti pályaudvar) της Βουδαπέστης και οι πρόσφυγες συνέχιζαν με τα πόδια το ταξίδι τους στα γερμανικά σύνορα.

Γύρω από τον συντηρητικό πρωθυπουργό της Ουγγαρίας άρχιζαν να συνασπίζονται οι κυβερνήσεις της πρώην ανατολικής Ευρώπης, που ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης στο ζήτημα του προσφυγικού ζητούσαν σιδηρά πυγμή με άμεσο κλείσιμο των συνόρων. Επιπλέον, αρνούνταν κάθε συζήτηση για μετεγκατάσταση προσφύγων βάσει ποσοστώσεων, όπως προέβλεπε το σχέδιο Γιούνκερ που ανακοινωνόταν εκείνες τις μέρες.

Όμως, δεν ήταν το προσφυγικό που είχε μετατρέψει τον Βίκτορ Όρμπαν σε κόκκινο πανί για τις Βρυξέλλες.

Ο τίτλος του «δικτάτορα» τού είχε απονεμηθεί από τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ (Jean-Claude Juncker) αρκετούς μήνες νωρίτερα, στη σύνοδο κορυφής των χωρών της Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης στη Ρίγα της Λετονίας. Υποδεχόμενος τον Όρμπαν την Παρασκευή 22 Μαΐου 2015, ο πρόεδρος της Κομισιόν έδωσε άλλο νόημα στην ελαφρότητα με την οποία έντυνε ανάλογες περιστάσεις στα ευρωπαϊκά φόρα.

Έχοντας αναλάβει την εξουσία από τον Μάιο του 2010, στη δεύτερη πρωθυπουργική θητεία του μετά από αυτή της περιόδου 1998-2002, ο αρχηγός του δεξιού, εθνικιστικού Fidesz πάτησε στα συντρίμμια των πολιτικών του ΔΝΤ που εφάρμοσαν κατά γράμμα οι σοσιαλιστές της ενδιάμεσης οκταετίας και με ένα αυταρχικό εθνικοπατριωτικό πρόγραμμα στην οικονομική και κοινωνική πολιτική επιτέθηκε στα θέσφατα του φιλελεύθερου συστήματος των Βρυξελλών.

Με την δύναμη του 53% που είχε λάβει στις εκλογές και το οποίο μεταφραζόταν σε απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία των δύο τρίτων, ο Όρμπαν μπορούσε να προχωρήσει σε αναθεώρηση του Συντάγματος. Για τους πολιτικούς του εχθρούς το νέο σύνταγμα –που ψηφίστηκε στις 18 Απριλίου 2011 με 262 ψήφους υπέρ και 44 κατά, με την αποχή των Σοσιαλιστών– ήταν το «Σύνταγμα του Fidesz».

Με το νέο Σύνταγμα, η Ουγγαρία ξέκοβε μεν οριστικά από το κομμουνιστικό της παρελθόν, αλλά δεν ήταν αυτό που προκαλούσε την οργή των ευρωπαϊκών θεσμών.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξέφρασαν ανοιχτά την αντίθεσή της στις πρόνοιες εκείνες που έδιναν μεγαλύτερο έλεγχο στην κυβέρνηση επί της κεντρικής τράπεζας της χώρας. Η στελέχωση της Ουγγρικής Εθνικής Τράπεζας με πιστά στον Όρμπαν στελέχη (αυτούς που ο Economist χαρακτήριζε ως «στρατιώτες του Όρμπαν») σε συνδυασμό με τη ρήξη Βουδαπέστης–ΔΝΤ έθετε υπό αμφσιβήτηση ένα από τα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης: την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών.

Η γειτονική Σλοβακία ζητούσε το λόγο για τα σημεία εκείνα που προέβλεπαν διπλή υπηκοότητα και δικαίωμα ψήφου στους Ούγγρους του εξωτερικού, καθώς η Μπρατισλάβα είχε να διαχειριστεί μια ευάριθμη ουγγρική μειονότητα στην επικράτειά της. Ανησυχίες για το ουγγρικό σύνταγμα εξέφρασε ακόμα και ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν (Ban Ki-moon).

Τον Μάρτιο του 2013 ο Όρμπαν πέτυχε τροποποίηση μερικών άρθρων του συντάγματος. Αυτή τη φορά ήταν το ζήτημα των αρμοδιοτήτων του Συνταγματικού Δικαστηρίου που προκάλεσε την οργή των Βρυξελλών, καθώς το τελευταίο δεν θα μπορούσε να ακυρώσει νόμους που είχαν περάσει με κοινοβουλευτική πλειοψηφία δύο τρίτων. Η κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας, η καταδίκη του κομμουνισμού, η ποινική δίωξη κατά της ρητορικής μίσους, η υποχρέωση των φοιτητών που λάμβαναν κρατική επιδότηση για τις σπουδές τους να εργάζονται στην Ουγγαρία μετά το πέρας των σπουδών τους ή να επιστρέφουν το αντίτιμο των διδάκτρων τους στο δημόσιο, η μετάδοση προεκλογικών μηνυμάτων μόνο από τα δημόσια ΜΜΕ και η αναφορά στην αξία της παραδοσιακής οικογένειας ήταν μερικές από τα νομοθετήματα που κατοχυρώνονταν συνταγματικά στην Ουγγαρία του Όρμπαν.

Οι αντιδράσεις και ο κοινωνικός αναβρασμός δεν έλειψαν σε μια χώρα όπου οι αντεργατικοί νόμοι επιβλήθηκαν ώστε να βγει η οικονομία από την κρίση. Στις 6 Απριλίου 2014 ο Όρμπαν κέρδισε στις εκλογές με 45% χωρίς να κατοχυρώνει την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Οι διαδηλωτές που κατέκλυσαν τους δρόμους της ουγγρικής πρωτεύουσας τον Νοέμβριο του 2014 κατά του σχεδιαζόμενου φόρου στο ίντερνετ έδωσαν την αίσθηση ότι η παντοδυναμία του Όρμπαν έφτανε στο τέλος της. Το κλίμα για τον συντηρητικό πρωθυπουργό παρέμενε αρνητικό εντός και εκτός Ευρώπης.

Μιλώντας σε επιτροπή της Γερουσίας εν όψει του διορισμού νέου Αμερικανού πρέσβη στη Βουδαπέστη, ο Τζον Μακ Κέιν (John McCain) αποκάλεσε τον Όρμπαν «νεοφασίστα δικτάτορα». Ήταν αρχές Δεκεμβρίου του 2014 και ο χαρακτηρισμός αυτός προκάλεσε διπλωματικό επεισόδιο με την ουγγρική κυβέρνηση να ανακαλεί τον πρέσβη της από την Ουάσιγκτον. Για την αμερικανική πλευρά, ο Όρμπαν έγινε κόκκινο πανί εξαιτίας της στήριξης που παρείχε στον βαλλόμενο από παντού Βλαντιμίρ Πούτιν (Vladimir Putin).

Η συνέχεια έδειξε πως ο Όρμπαν όχι μόνο δεν αποδυναμώθηκε στο εσωτερικό αλλά κατάφερε να γίνει κομβικός παίκτης στα ευρωπαϊκά πράγματα, μαζεύοντας γύρω του τις χώρες της λεγόμενης Ομάδας του Βίσεγκραντ που τον τελευταίο χρόνο λειτουργούν ως αυτόνομος σχηματισμός εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ένα χρόνο μετά από εκείνο το τηλεφώνημα στη Μέρκελ και έχοντας μεσολαβήσει δραματικές σύνοδοι κορυφής για το προσφυγικό, όπου δεν δίστασε να της επιτεθεί προσωπικά, ο Βίκτορ Όρμπαν επιχειρεί με δημοψήφισμα (kvótanépszavazás ή kvótareferendum όπως αναφέρεται στην Ουγγαρία) να θωρακίσει περισσότερο τα τείχη που τον χωρίζουν από τις Βρυξέλλες.

Για τους περισσότερους αναλυτές το ερώτημα του δημοψηφίσματος –εάν δέχονται οι Ούγγροι να επιτραπεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση να αναθέτει την μετεγκατάσταση μη Ούγγρων πολιτών στην Ουγγαρία χωρίς την έγκριση του εθνικού κοινοβουλίου («Akarja-e, hogy az Európai Unió az Országgyűlés hozzájárulása nélkül is előírhassa nem magyar állampolgárok Magyarországra történő kötelező betelepítését?»)– συνιστά το αποκορύφωμα της αντιμεταναστευτικής, ξενοφοβικής πολιτικής του Όρμπαν.

Με βάση τον νόμο, το δημοψήφισμα καθίσταται έγκυρο αν ξεπεραστεί το όριο 50% στη συμμετοχή των ψηφοφόρων. Οι Σοσιαλιστές και άλλα τέσσερα κόμματα που κινούνται στην κεντροαριστέρα έχουν δηλώσει ότι θα απέχουν. Αυτό εκτοξεύει τα ποσοστά υπέρ του «Όχι», αλλά αφήνει αναπάντητο το κατά πόσο θα πιαστεί το όριο.

Παρόλο που ο Όρμπαν για τα δεδομένα των Ευρωπαίων συντηρητικών κινείται όσο πιο δεξιά γίνεται στο πολιτικό φάσμα, αντιμετωπίζει εν τούτοις αντιπολίτευση από τα δεξιά. Το ακροδεξιό Jobbik ή Κίνημα για μια Καλύτερη Ουγγαρία –που χαρακτηρίζεται ως νεοναζιστικό, αντισημιτικό, ξενοφοβικό, εξτρεμιστικό μόρφωμα– απορρίπτει μεν τις ποσοστώσεις, αλλά δηλώνει ότι ο Όρμπαν πρέπει να παραιτηθεί σε περίπτωση που η συμμετοχή είναι χαμηλή.

Με χθεσινό του άρθρο στην εφημερίδα Magyar Idők ο ούγγρος πρωθυπουργός έκανε έκκληση στους πολίτες της χώρας να ψηφίσουν. Όπως υπογράμμισε:

Η ανεξέλεγκτη μαζική μετανάστευση συνιστά μια πραγματική απειλή. Θέτει σε κίνδυνο τον ειρηνικό τρόπο ζωής των Ευρωπαίων και την ασφάλεια.

Με το δημοψήφισμα μπορούμε να στείλουμε ένα μήνυμα σε κάθε Ευρωπαίο: να τους πούμε ότι αυτό επαφίεται σε εμάς, τους Ευρωπαίους πολίτες, να συνετίσουμε την ΕΕ, με μια κοινή προσπάθεια ή να την αφήσουμε να κατακερματιστεί.

Ο πολιτικός που παρομοιάζει τον εαυτό του ως άλλον Ιωάννη Ουνυάδη –τον Ούγγρο βοεβόδα της Τρανσυλβανίας που διακρίθηκε τον 15ο αιώνα για την διαρκή και ακατάπαυστη αντίστασή του ως μπροστάρης των εθνών της κεντρικής Ευρώπης- απέναντι στην οθωμανική εισβολή– έχει ρίξει όλο το βάρος των πυρών του στους λαβωμένους δυτικούς συμμάχους τους.

Στην πραγματικότητα, οι επισκέψεις, τα τηλεφωνήματα και οι οικογενειακές φωτογραφίες ανάμεσα στους Ευρωπαίους ομολόγους του δείχνουν ότι στέκεται καλά. Εν μέσω γενικής ανησυχίας για την πορεία του γαλλογερμανικού άξονα, το Brexit και την αναιμική ανάκαμψη της Ευρωζώνης, ο σπουδαγμένος στην Οξφόρδη 53χρονος πολιτικός που έγινε γνωστός στη χώρα του όταν εκφώνησε τον επικήδειο κατά την επαναταφή του Ίμρε Νάγκι, ίσως είναι «μια κάποια λύσις».