Τι εντόπισε το Voyager στην άκρη του ηλιακού συστήματος - To «λάθος» με τον Ουρανό
Στα 47 χρόνια από την εκτόξευσή του, το Voyager 2 τροφοδότησε στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα με τεράστιο όγκο δεδομένων, που ακόμη και σήμερα αποτελούν αντικείμενο μελέτης, και έφερε στο «φως» κρυμμένα μυστικά του Διαστήματος.
Αποκάλυψε τις μανιασμένες καταιγίδες του Δία, τους περίπλοκους δακτύλιους του Κρόνου και τους υπερηχητικούς ανέμους του Ποσειδώνα. Η συνάντησή του με τον Ουρανό, που είναι λιγότερο μελετημένος, άφησε τους αστρονόμους αντιμέτωπους με αινιγματικά μυστήρια και ερωτήματα για το μαγνητικό πεδίο του αλλά και την παράξενη, μονόπλευρη κλίση του.
Και μπορεί το Voyager να ξεκίνησε το ταξίδι του πριν από δεκαετίες και η τεχνολογία του να μην είναι τόσο προηγμένη, τα στοιχεία που συγκεντρώνει, όμως, αποτελούν πραγματικό «θησαυρό» για τους αστρονόμους.
Η πτήση πάνω από τον Ουρανό που πραγματοποίησε το διαστημικό σκάφος Voyager 2 της NASA το 1986 αποτέλεσε ορόσημο στην εξερεύνηση του εξωτερικού ηλιακού συστήματος.
Για πρώτη φορά, είχαμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε από κοντά αυτόν τον μακρινό, μυστηριώδη πλανήτη.
Η γαλαζοπράσινη απόχρωσή του, οι αμυδροί δακτύλιοι και η κλίση του, τόσο μοναδική που ο Ουρανός περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο σαν μπάλα που κυλάει.
Ωστόσο, πίσω από τις εντυπωσιακές εικόνες και τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της συνάντησης υπάρχουν ευρήματα που υποδηλώνουν ότι η κατανόηση που αποκομίσαμε από τις παρατηρήσεις του Voyager, ιδιαίτερα για τη μαγνητόσφαιρά του, ίσως χρειαστεί να επανεξεταστούν.
Το ταξίδι του Voyager 2 προς τον Ουρανό πραγματοποιήθηκε υπό άτυπες συνθήκες.
Το διαστημικό σκάφος έφτασε λίγες ημέρες μετά από μια σπάνια και έντονη έκρηξη ηλιακού ανέμου, ένα υψηλής ενέργειας κύμα φορτισμένων από τον ήλιο σωματιδίων που συμπίεσε το μαγνητικό πεδίο του πλανήτη.
Ο ηλιακός άνεμος, ένα συνεχές ρεύμα φορτισμένων σωματιδίων, διαμορφώνει συνήθως τα μαγνητικά περιβάλλοντα των πλανητών, δημιουργώντας μαγνητόσφαιρες που θωρακίζουν τους κόσμους από την επιβλαβή ηλιακή ακτινοβολία.
Αλλά σε αυτή την περίπτωση, η ένταση του ηλιακού ανέμου ήταν τόσο υψηλή που συμπίεσε τη μαγνητόσφαιρα του Ουρανού στο 20% περίπου του συνήθους όγκου της, διαστρεβλώνοντας σημαντικά τα δεδομένα που μπορούσε να συλλέξει το διαστημικό σκάφος.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Nature Astronomy, τέτοιες περιστάσεις είναι σπάνιες, καθώς συμβαίνουν σε ποσοστό 4%.
Αν το Voyager είχε φτάσει μια εβδομάδα νωρίτερα, θα είχε παρατηρήσει μια πολύ μεγαλύτερη μαγνητόσφαιρα, πιο κοντά σε αυτές άλλων γιγάντιων πλανητών όπως ο Δίας, ο Κρόνος και ο Ποσειδώνας.
Προηγουμένως, οι επιστήμονες πίστευαν ότι η μαγνητόσφαιρα του Ουρανού ήταν ασυνήθιστα αδύναμη, με χαμηλή συγκέντρωση πλάσματος και ζώνες ακτινοβολίας υψηλής ενέργειας.
Τα δεδομένα του Voyager υποδηλώνουν ότι η μαγνητόσφαιρα του Ουρανού δεν είχε πλάσμα από τον ηλιακό άνεμο και τα φεγγάρια του, αφήνοντας το περιβάλλον πλάσματος ασυνήθιστα αραιό.
Ωστόσο, η νέα ανάλυση οδηγεί σε ένα διαφορετικό συμπέρασμα.
Ο ηλιακός άνεμος πιθανότατα κατέστειλε την παρουσία πλάσματος στη μαγνητόσφαιρα του πλανήτη, οδηγώντας στη λανθασμένη πεποίθηση ότι ο Ουρανός στερούνταν σημαντικού πλάσματος.
Επαναξιολογώντας τα δεδομένα υπό το πρίσμα της ασυνήθιστης έντασης του ηλιακού ανέμου, οι επιστήμονες αποκάλυψαν ένα σφάλμα στην ερμηνεία. Τώρα πιστεύουν ότι η μαγνητόσφαιρα του Ουρανού μοιάζει περισσότερο με εκείνες των άλλων γιγάντιων πλανητών απ' ό,τι πίστευαν προηγουμένως.